Τι σημαίνει το longest στο Αγγλικά;
Ποια είναι η σημασία της λέξης longest στο Αγγλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του longest στο Αγγλικά.
Η λέξη longest στο Αγγλικά σημαίνει μακρύτερος, μεγαλύτερος, περισσότερο, ο μακρύτερος, ο μακρύτερος, μακρύς, που έχει μήκος, μεγάλος, διάρκεια, μακρύς, μεγάλος, πολλή ώρα, για πολλή ώρα, μακρύς, μακρός, μεγάλος, πλήρης, ανοδικός, long, για ώρα, για πολλή ώρα, για πολύ, πολύ καιρό, μάξι, maxi, λαχταρώ, ποθώ, λαχταρώ, ποθώ, λαχταρώ, ποθώ. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.
Σημασία της λέξης longest
μακρύτεροςadjective (greatest in length) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) That's the longest limo I've ever seen. This is our longest rope. Αυτή είναι η μακρύτερη λιμουζίνα που έχω δει ποτέ μου. Αυτό είναι το μακρύτερο σκοινί μας. |
μεγαλύτεροςadjective (lasting the most time) (σε διάρκεια) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) I wish they wouldn't schedule the longest lecture last. |
περισσότεροadverb (for the greatest length of time) (επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) That ice cream lasted longest. This car ran the longest. |
ο μακρύτεροςnoun (one that is greatest in length) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) I don't care what kind of stick it is, just give me the longest. |
ο μακρύτεροςnoun (one that lasts the most time) (μεταφορικά) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Of all the nights I have ever lived through, that one was the longest. |
μακρύςadjective (great in extent, distance) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Yes, it is a long table. Ναι, είναι μακρύ το τραπέζι. |
που έχει μήκοςadjective (great in measurement) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) The table is three metres long. Το τραπέζι έχει τρία μέτρα μήκος (or: μάκρος). |
μεγάλοςadjective (great in duration) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) That film was too long. Η ταινία ήταν πολύ μεγάλη (or: μακροσκελής). |
διάρκειαadjective (in duration) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) The movie is three hours long. Η ταινία διαρκεί (or: κρατάει) τρεις ώρες. |
μακρύς, μεγάλοςadjective (extensive) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) I have a long list of problems with the house. Έχω μια μακριά (or: μεγάλη) λίστα με πράγματα που πρέπει να κάνω, αλλά δεν μου περισσεύει καθόλου χρόνος. |
πολλή ώρα, για πολλή ώραadverb (formal (for a long time) (φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.) The widow has long been alone; it is forty years since her husband died. |
μακρύςadjective (not short) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) I like to wear my hair long. Μου αρέσουν τα μαλλιά μου μακριά. |
μακρόςadjective (phonetics: extended) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) The word, "tool", has a long "o" sound. ⓘΑυτή η πρόταση δεν είναι μετάφραση της αγγλικής πρότασης. Στα αρχαία ελληνικά, υπήρχαν τα μακρά και τα βραχέα φωνήεντα. |
μεγάλοςadjective (figurative (time: passing slowly) (μεταφορικά) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) It's been a long day - I can't wait to get home. Ήταν μεγάλη μέρα σήμερα - περιμένω πώς και πώς να πάω σπίτι. |
πλήρηςadjective (informal (amply supplied) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Yes, we are long on spaghetti here and won't need to get any more for weeks. Ναι, από μακαρόνια είμαστε φουλ και δεν θα χρειαστεί να πάρουμε άλλα για εβδομάδες. |
ανοδικόςadjective (figurative (finance: holding equities) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) While others were selling the stock short, he took a long position. Ενώ οι άλλοι πουλούσαν τη μετοχή, αυτός πήρε ανοδική θέση (or: θέση long). |
longadjective (drink: tall size) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Pimms is served with lemonade as a long drink. Το Pimms σερβίρεται με λεμονάδα σαν long drink. |
για ώρα, για πολλή ώρα, για πολύadverb (elliptical usage: a long time) (φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.) Will she be long? ⓘΑυτή η πρόταση δεν είναι μετάφραση της αγγλικής πρότασης. Θα λείψει για καιρό; Ναι, είπε οτι θα γυρίσει σε δύο εβδομάδες. |
πολύ καιρόadverb (far in the past) (φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.) There were problems here long before he arrived. Υπήρχαν προβλήματα εδώ πολύ καιρό (or: πολύ) πριν φτάσει. |
μάξι, maxinoun (informal (clothing: long size) (φούστα: μέχρι το πάτωμα) I love this dress style, but do you have a long? Μου αρέσει αυτή η γραμμή του φορέματος, αλλά υπάρχει σε μάξι (or: μακρύ); |
λαχταρώ, ποθώverbal expression (yearn) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) He longed to be back home with his family. Λαχταρούσε (or: Ποθούσε) να γυρίσει στο σπίτι με την οικογένειά του. |
λαχταρώ, ποθώverbal expression (wish [sb] would do [sth]) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) She longed for him to take her in his arms and tell her he loved her. Λαχταρούσε να την πάρει στην αγκαλιά του και να της πει ότι την αγαπάει. |
λαχταρώ, ποθώ(desire) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Snow White longed for the day that her prince would come. |
Ας μάθουμε Αγγλικά
Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του longest στο Αγγλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Αγγλικά.
Σχετικές λέξεις του longest
Ενημερωμένες λέξεις του Αγγλικά
Γνωρίζετε για το Αγγλικά
Τα αγγλικά προέρχονται από γερμανικές φυλές που μετανάστευσαν στην Αγγλία και έχουν εξελιχθεί σε μια περίοδο άνω των 1.400 ετών. Τα αγγλικά είναι η τρίτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, μετά τα κινέζικα και τα ισπανικά. Είναι η πιο μαθημένη δεύτερη γλώσσα και η επίσημη γλώσσα σχεδόν 60 κυρίαρχων χωρών. Αυτή η γλώσσα έχει μεγαλύτερο αριθμό ομιλητών ως δεύτερη και ξένη γλώσσα από τους μητρικούς ομιλητές. Τα αγγλικά είναι επίσης η επίσημη γλώσσα των Ηνωμένων Εθνών, της Ευρωπαϊκής Ένωσης και πολλών άλλων διεθνών και περιφερειακούς οργανισμούς. Σήμερα, οι αγγλόφωνοι σε όλο τον κόσμο μπορούν να επικοινωνούν με σχετική ευκολία.