Τι σημαίνει το literary στο Αγγλικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης literary στο Αγγλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του literary στο Αγγλικά.

Η λέξη literary στο Αγγλικά σημαίνει λογοτεχνικός, φιλολογικός, λογοτεχνικός, λόγιος, φιλολογικός, λόγιος, φωτισμένος, αναμμένος, λογοτεχνικός, λογοτεχνία, κυριολεκτικός, ντίρλα, τύφλα, τέλειος, κριτικός λογοτεχνίας, ανάλυση και κριτική λογοτεχνίας, σχήμα λόγου, αντίθετος χαρακτήρας, λογοτεχνική γλώσσα/ύφος, λογοτεχνική γλώσσα/ύφος, συγγραφικό ταλέντο, ταλαντούχοι συγγραφείς, λογοτεχνικό έργο, μη λογοτεχνικός. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης literary

λογοτεχνικός, φιλολογικός

adjective (relating to literature)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Literary novels aren't usually popular with young people.
Οι λογοτεχνικές νουβέλες δεν είναι συνήθως δημοφιλείς στους νέους.

λογοτεχνικός, λόγιος, φιλολογικός

adjective (language: formal in style) (γλώσσα: επίσημη σε ύφος)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
His literary expressions get in the way of what he's saying.
Οι λόγιες εκφράσεις του συνήθως μπερδεύουν αυτό που θέλει να πει.

λόγιος

adjective (person: learned, well read) (άτομο: διαβασμένος, μορφωμένος)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
My aunt was very literary: she was always quoting Shakespeare.
Η θεία μου ήταν πολύ λόγια: πάντα έλεγε φράσεις από τον Σαίξπηρ.

φωτισμένος

adjective (space, object: illuminated)

(μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.)
The room was well lit.
Το δωμάτιο ήταν καλά φωτισμένο.

αναμμένος

adjective (candle, cigarette: burning)

(μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.)
I saw the man walking in front of me throw his lit cigarette on the sidewalk.
Είδα τον άνδρα που περπατούσε μπροστά μου να πετάει το αναμμένο τσιγάρο του στο πεζοδρόμιο.

λογοτεχνικός

adjective (written, abbreviation (literary)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

λογοτεχνία

noun (informal, abbreviation (literature class, literature)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Ben had lit immediately after lunch.
Ο Μπεν είχε λογοτεχνία αμέσως μετά το μεσημεριανό.

κυριολεκτικός

adjective (written, abbreviation (literal)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

ντίρλα, τύφλα

adjective (figurative, slang (drunk) (καθομιλουμένη)

(ουσιαστικό σε θέση επιθέτου: Ουσιαστικό που χρησιμοποιείται ως επίθετο, π.χ. είμαι χώμα από την κούραση κλπ.)
Dan was so lit last night, he fell asleep on his own doorstep.

τέλειος

adjective (figurative, slang (excellent, amazing)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
This song is lit!

κριτικός λογοτεχνίας

noun ([sb] who reviews literature)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
The literary critic wrote a poor review of the new novel.

ανάλυση και κριτική λογοτεχνίας

noun (study and review of literature)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Good literary criticism should be both informative and constructive.

σχήμα λόγου

noun (technique used in writing)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Irony is a long-favoured literary device in situation comedies.

αντίθετος χαρακτήρας

noun (complementary or contrasting character)

λογοτεχνική γλώσσα/ύφος

noun (writing, speech: formal or poetic style)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Long complex sentences are a characteristic of literary language.

λογοτεχνική γλώσσα/ύφος

noun (writing, speech: formal or poetic language)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
The author was congratulated for his unique literary style.

συγγραφικό ταλέντο

noun (skill as a creative writer)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Margaret's literary talent has made her famous as a writer.

ταλαντούχοι συγγραφείς

noun (authors skilled at creative writing)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
The agency represents literary talent and helps them to get book contracts.

λογοτεχνικό έργο

noun (high-quality fiction or poetry)

μη λογοτεχνικός

adjective (not literary)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

Ας μάθουμε Αγγλικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του literary στο Αγγλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Αγγλικά.

Σχετικές λέξεις του literary

Γνωρίζετε για το Αγγλικά

Τα αγγλικά προέρχονται από γερμανικές φυλές που μετανάστευσαν στην Αγγλία και έχουν εξελιχθεί σε μια περίοδο άνω των 1.400 ετών. Τα αγγλικά είναι η τρίτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, μετά τα κινέζικα και τα ισπανικά. Είναι η πιο μαθημένη δεύτερη γλώσσα και η επίσημη γλώσσα σχεδόν 60 κυρίαρχων χωρών. Αυτή η γλώσσα έχει μεγαλύτερο αριθμό ομιλητών ως δεύτερη και ξένη γλώσσα από τους μητρικούς ομιλητές. Τα αγγλικά είναι επίσης η επίσημη γλώσσα των Ηνωμένων Εθνών, της Ευρωπαϊκής Ένωσης και πολλών άλλων διεθνών και περιφερειακούς οργανισμούς. Σήμερα, οι αγγλόφωνοι σε όλο τον κόσμο μπορούν να επικοινωνούν με σχετική ευκολία.