Τι σημαίνει το lien στο Γαλλικά;
Ποια είναι η σημασία της λέξης lien στο Γαλλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του lien στο Γαλλικά.
Η λέξη lien στο Γαλλικά σημαίνει λινκ, σύνδεση, δεσμός, σχέση, συσχέτιση, σύνδεση, συνεκτικότητα, συνοχή, σχέση, σύνδεση, σύνδεσμος, κοινός δεσμός, κοινό στοιχείο, κοινό γνώρισμα, σύνδεσμος, δεσμοί, συσχέτιση, σχέση, δέσιμο, δεσμός, σύνδεση, σχετικό θέμα, σχέση, σχέση, συσχέτιση, σχέση, συσχέτιση, σύνδεση, σχέση, σύνδεση, σύνδεση, επαφή, επικοινωνία, σχέση, συνδέω κπ/κτ με κπ/κτ, κάνω κτ υπερσύνδεσμο, συνδεδεμένος, συνδέομαι, έχω σχέσεις με κπ, από κοινού, σε συνεργασία με, σχέση, συγγένεια, υπερσύνδεσμος, αίτιο και αποτέλεσμα, αποδεικνύω σχέση μεταξύ, έχω σχέση με κτ, σχετίζομαι με κτ, άσχετος, σανίδα σωτηρίας, που δεν έχει συγγένεια, που δεν είναι συγγενής, αποδεικνύω σχέση, βάζω υπερσύνδεσμο για κτ, συνδέω, διασυνδέω, συνδέομαι με κτ, συνδέω, συνδέω, δεσμός υδρογόνου, συρματάκι δεσίματος, άσχετα. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.
Σημασία της λέξης lien
λινκnom masculin (Internet) (ουσιαστικό ουδέτερο άκλιτο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και δεν κλίνεται, π.χ. σάντουιτς, κομπιούτερ κλπ. Συχνά είναι ξενικής προέλευσης.) Voici un lien vers un site Internet que j'aime bien. Αυτός είναι ο σύνδεσμος για μία ιστοσελίδα που μου αρέσει. |
σύνδεσηnom masculin (μεταφορικά) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Y a-t-il un lien entre ces deux meurtres ? Υπάρχει κάποια σύνδεση (or: σχέση) ανάμεσα στους δύο φόνους; |
δεσμόςnom masculin (entre personnes) (συναισθηματικός) (ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) Il existe un véritable lien émotionnel entre eux. ⓘCette phrase n'est pas une traduction de la phrase originale. Οι δύο αδερφές έχουν δυνατό δέσιμο. |
σχέση, συσχέτιση, σύνδεση
(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Il est important de comprendre le lien entre la pauvreté et le crime. Είναι σημαντικό να κατανοήσει κανείς τη σχέση μεταξύ φτώχειας και εγκληματικότητας. |
συνεκτικότητα, συνοχή, σχέση, σύνδεσηnom féminin (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Il n'y a pas beaucoup de lien entre les deux moitiés du livre. Δεν υπάρχει μεγάλη συνεκτικότητα μεταξύ των δύο μισών του βιβλίου. |
σύνδεσμος(κυριολεκτικά) (ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) Le lien entre les wagons est défectueux. Ο σύνδεσμος μεταξύ των βαγονιών είναι ελαττωματικός. |
κοινός δεσμόςnom masculin (ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) Le lien que j'entretiens avec lui est que nous avons grandi dans le même quartier. |
κοινό στοιχείο, κοινό γνώρισμαnom masculin |
σύνδεσμοςnom masculin (Internet) (ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) Voici un lien vers le site web de l'entreprise. |
δεσμοί(union) (στενές σχέσεις) (ουσιαστικό αρσενικό πληθυντικός: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους και είτε χρησιμοποιείται μόνο στον πληθυντικό, π.χ. οι Ολυμπιακοί (αγώνες), είτε αναφέρεται στον πληθυντικό για την ορθή απόδοση του μεταφραζόμενου όρου.) Un lien unit ces deux pays depuis de nombreuses années. |
συσχέτισηnom masculin (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) |
σχέσηnom masculin (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Avez-vous un lien avec la société que vous pouvez nous recommander ? Έχεις καμία σχέση με την εταιρεία που μας προτείνεις; |
δέσιμοnom masculin (nœud) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) Le lien s'est défait et le sac a lâché. |
δεσμόςnom masculin (figuré : affectif) (ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) Il reste dans l'Ohio à cause de ses liens familiaux. |
σύνδεση(σχέση) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Quel est le lien entre ces crimes et les gangs ? Ποια είναι η σύνδεση αυτών των εγκλημάτων με τις συμμορίες; |
σχετικό θέμαnom masculin (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
σχέση(rapport) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Y a-t-il un lien entre le gaz d'échappement des voitures et le réchauffement de la planète ? Υπάρχει συσχετισμός ανάμεσα στα καυσαέρια των αυτοκινήτων και στην αύξηση της θερμοκρασίας του πλανήτη; |
σχέση, συσχέτισηnom masculin (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Je n’arrive pas à suivre : quel rapport entre les voitures et les extra-terrestres ? Δεν καταλαβαίνω αυτή τη συζήτηση. Ποια είναι η σχέση μεταξύ των αυτοκινήτων και των εξωγήινων; |
σχέση, συσχέτιση, σύνδεσηnom masculin (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Il n'y a aucun rapport entre les émeutes et la grève des chauffeurs de bus. Δεν υπάρχει σχέση μεταξύ των ταραχών και την απεργία των οδηγών λεωφορείου. |
σχέση, σύνδεση
(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Quelle est la connexion entre ces deux crimes ? Ποια είναι η σχέση (or: σύνδεση) μεταξύ των δύο αυτών εγκλημάτων; |
σύνδεση
(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) |
επαφή, επικοινωνία, σχέσηnom masculin (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) A-t-il conservé des contacts (or: des liens) avec les Mexicains ? Έχει καμία επαφή με την μεξικανική κοινότητα; |
συνδέω κπ/κτ με κπ/κτlocution verbale (μεταφορικά) Le détective fit le lien entre le suspect et le lieu du crime. Ο ντετέκτιβ συνέδεσε τον ύποπτο με τον τόπο του εγκλήματος. |
κάνω κτ υπερσύνδεσμο
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
συνδεδεμένος(Informatique) (με κάτι) (μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.) Le site web de l'entreprise principale a plusieurs sites liés appartenant à ses filiales. Η κύρια ιστοσελίδα της εταιρείας έχει πολλά συνδεδεμένα σάιτ που ανήκουν στις θυγατρικές της. |
συνδέομαι
(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) |
έχω σχέσεις με κπ
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
από κοινού, σε συνεργασία με(travailler) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Οι επισκέπτες υγείας δουλεύουν από κοινού με τους οικογενειακούς γιατρούς για να βεβαιωθούν ότι όλα τα νήπια κάνουν τα εμβόλια τους. |
σχέση, συγγένεια(famille) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Quel est son lien avec vous ? C'est une cousine ? Τι σχέση (or: συγγένεια) έχετε; Είναι ξαδέρφη σου; |
υπερσύνδεσμος(Informatique) (Η/Υ) (ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) |
αίτιο και αποτέλεσμα
(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.) La loi du lien de cause à effet (Karma) est un principe important du bouddhisme. |
αποδεικνύω σχέση μεταξύverbe transitif (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Les scientifiques ont réussi à établir un lien entre le tabac et le cancer du poumon. |
έχω σχέση με κτ
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Οι ιστορίες του δεν σχετίζονται ποτέ με τίποτα από τον πραγματικό κόσμο. |
σχετίζομαι με κτ
|
άσχετος(με κάτι) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) |
σανίδα σωτηρίαςnom masculin (μεταφορικά) (φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.) Cette route est le lien vital de la ville et doit rester ouverte malgré la neige. |
που δεν έχει συγγένεια, που δεν είναι συγγενής
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Les personnes sans lien de parenté avec les patients ne peuvent pas leur rendre visite le matin. |
αποδεικνύω σχέσηlocution verbale Sherlock Holmes sait très bien établir le lien entre des événements apparemment sans rapport. |
βάζω υπερσύνδεσμο για κτ
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
συνδέω, διασυνδέω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
συνδέομαι με κτ
|
συνδέω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
συνδέω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
δεσμός υδρογόνουnom masculin (φράση ως ουσιαστικό αρσενικό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους, π.χ. φακός επαφής, καθηγητής φυσικής αγωγήςκλπ.) |
συρματάκι δεσίματοςnom masculin (φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.) |
άσχεταlocution adverbiale (επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) |
Ας μάθουμε Γαλλικά
Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του lien στο Γαλλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Γαλλικά.
Σχετικές λέξεις του lien
Ενημερωμένες λέξεις του Γαλλικά
Γνωρίζετε για το Γαλλικά
Γαλλικά (le français) είναι μια ρομανική γλώσσα. Όπως τα ιταλικά, τα πορτογαλικά και τα ισπανικά, προέρχεται από τα δημοφιλή λατινικά, που κάποτε χρησιμοποιήθηκαν στη Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία. Ένα γαλλόφωνο άτομο ή χώρα μπορεί να ονομαστεί «γαλλόφωνος». Τα γαλλικά είναι η επίσημη γλώσσα σε 29 χώρες. Τα γαλλικά είναι η τέταρτη πιο ομιλούμενη μητρική γλώσσα στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Τα γαλλικά κατατάσσονται στην τρίτη θέση στην ΕΕ, μετά τα αγγλικά και τα γερμανικά, και είναι η δεύτερη πιο ευρέως διδασκόμενη γλώσσα μετά τα αγγλικά. Η πλειοψηφία του γαλλόφωνου πληθυσμού του κόσμου ζει στην Αφρική, με περίπου 141 εκατομμύρια Αφρικανούς από 34 χώρες και περιοχές που μπορούν να μιλούν γαλλικά ως πρώτη ή δεύτερη γλώσσα. Τα γαλλικά είναι η δεύτερη πιο ευρέως ομιλούμενη γλώσσα στον Καναδά, μετά τα αγγλικά, και οι δύο είναι επίσημες γλώσσες σε ομοσπονδιακό επίπεδο. Είναι η πρώτη γλώσσα 9,5 εκατομμυρίων ανθρώπων ή το 29% και η δεύτερη γλώσσα 2,07 εκατομμυρίων ανθρώπων ή το 6% του συνόλου του πληθυσμού του Καναδά. Σε αντίθεση με άλλες ηπείρους, τα γαλλικά δεν έχουν δημοτικότητα στην Ασία. Επί του παρόντος, καμία χώρα στην Ασία δεν αναγνωρίζει τα γαλλικά ως επίσημη γλώσσα.