Τι σημαίνει το independent στο Αγγλικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης independent στο Αγγλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του independent στο Αγγλικά.

Η λέξη independent στο Αγγλικά σημαίνει ανεξάρτητος, ανεξάρτητος, ανεξάρτητος, που δεν εξαρτάται από κπ/κτ, που δεν εξαρτάται από κπ, ανεξαρτητοποιούμαι από κτ, ανεξάρτητα από κτ, άσχετα με κτ, ανεξάρτητος από κτ, ανεξάρτητος, που δεν προέρχεται από εργασία, Κοινοπολιτεία Ανεξαρτήτων Κρατών, κύρια πρόταση, ελεύθερος επαγγελματίας, ανεξάρτητη διαβίωση, αυτόνομη διαβίωση, συνοικιακό κατάστημα, ανεξάρτητος ερευνητής, ανεξάρτητος μελετητής, σχολείο που δεν χρηματοδοτείται από το κράτος, ανεξάρτητη μεταβλητή, μη ανεξάρτητος, μη αμερόληπτος, μη ανεξάρτητος. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης independent

ανεξάρτητος

adjective (not reliant on other things)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
This is an independent system and will continue to work if everything else breaks down.
Αυτό είναι ένα ανεξάρτητο σύστημα και θα συνεχίσει να δουλεύει αν όλα τα υπόλοιπα καταστραφούν.

ανεξάρτητος

adjective (person: free)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Kate is very independent and knows what she wants.
Η Κέιτ είναι πολύ ανεξάρτητη και ξέρει τι θέλει.

ανεξάρτητος

adjective (person: financially free)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Ben got a job to become more independent because he felt that he was a burden on his parents.
Ο Μπεν έπιασε δουλειά για να γίνει πιο ανεξάρτητος γιατί ένιωθε πως ήταν βάρος στους γονείς του.

που δεν εξαρτάται από κπ/κτ

(person: managing alone)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
I'm looking forward to getting a place of my own so I can be independent of my parents.
Ανυπομονώ να βρω δικό μου σπίτι ώστε να είμαι ανεξάρτητος από τους γονείς μου.

που δεν εξαρτάται από κπ

(without the financial support of) (οικονομικά)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
In the 19th century it was rare for a woman to be independent of her husband.
Τον 19ο αιώνα ήταν σπάνιο για μια γυναίκα να μην εξαρτάται από τον σύζυγό της.

ανεξαρτητοποιούμαι από κτ

(politics: autonomous)

Panama became independent from Columbia in the early 20th century.
Ο Παναμάς ανεξαρτητοποιήθηκε από την Κολομβία στις αρχές του 20ου αιώνα.

ανεξάρτητα από κτ, άσχετα με κτ

(regardless of, irrespective of)

Independent of your opinion I am going to Florida on vacation.
Ανεξάρτητα από τη γνώμη σου, θα πάω στη Φλόριδα για διακοπές.

ανεξάρτητος από κτ

(free)

Tom's latest venture is independent of his other businesses.
Η τελευταία δραστηριότητα του Τομ είναι ανεξάρτητη από τις άλλες δουλειές του.

ανεξάρτητος

adjective (mathematics: variable)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
The independent variable is the input that controls what the dependent variable will be.

που δεν προέρχεται από εργασία

adjective (income: non-labor) (εισόδημα)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Ken's investments produced enough independent income this year that he can quit his job.

Κοινοπολιτεία Ανεξαρτήτων Κρατών

noun (initialism (Commonwealth of Independent States)

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)
The CIS was formed in 1991.

κύρια πρόταση

noun (phrase containing subject and verb) (γραμματική)

ελεύθερος επαγγελματίας

noun (self-employed or freelance worker)

Jim likes working as an independent contractor because he can set his own hours.

ανεξάρτητη διαβίωση, αυτόνομη διαβίωση

noun (assisted or sheltered accommodation) (θεωρία, τρόπος ζωής)

My parents were in their 80s when they moved out of their house into independent living.

συνοικιακό κατάστημα

noun (small commercial business) (μτφ: όχι μέλος αλυσίδας)

Although the prices tend to be higher, I prefer shopping at independent retailers as the service is better.

ανεξάρτητος ερευνητής, ανεξάρτητος μελετητής

noun (researcher or student outside academia)

σχολείο που δεν χρηματοδοτείται από το κράτος

noun (type of school)

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)

ανεξάρτητη μεταβλητή

noun (mathematics: determining factor)

μη ανεξάρτητος, μη αμερόληπτος

adjective (not impartial)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

μη ανεξάρτητος

adjective (not from outside the company or organization)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

Ας μάθουμε Αγγλικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του independent στο Αγγλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Αγγλικά.

Σχετικές λέξεις του independent

Γνωρίζετε για το Αγγλικά

Τα αγγλικά προέρχονται από γερμανικές φυλές που μετανάστευσαν στην Αγγλία και έχουν εξελιχθεί σε μια περίοδο άνω των 1.400 ετών. Τα αγγλικά είναι η τρίτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, μετά τα κινέζικα και τα ισπανικά. Είναι η πιο μαθημένη δεύτερη γλώσσα και η επίσημη γλώσσα σχεδόν 60 κυρίαρχων χωρών. Αυτή η γλώσσα έχει μεγαλύτερο αριθμό ομιλητών ως δεύτερη και ξένη γλώσσα από τους μητρικούς ομιλητές. Τα αγγλικά είναι επίσης η επίσημη γλώσσα των Ηνωμένων Εθνών, της Ευρωπαϊκής Ένωσης και πολλών άλλων διεθνών και περιφερειακούς οργανισμούς. Σήμερα, οι αγγλόφωνοι σε όλο τον κόσμο μπορούν να επικοινωνούν με σχετική ευκολία.