Τι σημαίνει το hoot στο Αγγλικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης hoot στο Αγγλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του hoot στο Αγγλικά.

Η λέξη hoot στο Αγγλικά σημαίνει κραυγή, σκούζω, άπαιχτος, χαβαλές, γιουχάρω, γιουχαΐζω, κορνάρω, κορνάρισμα, γιουχάρω, γιουχαΐζω, δεν δίνω δεκάρα. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης hoot

κραυγή

noun (owl's cry)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
When camping in the woods, we heard the hoots of owls instead of lullabies.
Όταν κάναμε κάμπινγκ στο δάσος, ακούγαμε τις κραυγές των κουκουβάγιων αντί για νανουρίσματα.

σκούζω

intransitive verb (by owl)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
The owls hooted all night.
Οι κουκουβάγιες έκλαιγαν όλη νύχτα.

άπαιχτος

noun (figurative, slang (event: fun, funny) (αργκό: τέλειος)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
The party last night was a hoot!
Το πάρτυ χτες βράδυ ήταν άπαιχτο!

χαβαλές

noun (person: fun, funny) (αργκό)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
Dan is a hoot, he's always fun to have around.
Ο Νταν είναι χαβαλές, είναι πάντα διασκεδαστικό να τον έχεις κοντά σου.

γιουχάρω, γιουχαΐζω

(by person: mocking) (καθομιλουμένη)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
The crowd hooted at the referee.
Το πλήθος έκραξε τον διαιτητή.

κορνάρω

(sound horn)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
The bicyclist hooted at Sean with his horn.
Ο ποδηλάτης κόρναρε στον Σων.

κορνάρισμα

noun (horn sound)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
The cyclist heard the hoot of a car horn from behind her.

γιουχάρω, γιουχαΐζω

transitive verb (by person: mocking) (καθομιλουμένη)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
The audience hooted the terrible singer off the stage.

δεν δίνω δεκάρα

verbal expression (figurative, informal (not care)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
I don't give a hoot if you dont like the way I dress - I'll wear whatever I like!

Ας μάθουμε Αγγλικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του hoot στο Αγγλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Αγγλικά.

Γνωρίζετε για το Αγγλικά

Τα αγγλικά προέρχονται από γερμανικές φυλές που μετανάστευσαν στην Αγγλία και έχουν εξελιχθεί σε μια περίοδο άνω των 1.400 ετών. Τα αγγλικά είναι η τρίτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, μετά τα κινέζικα και τα ισπανικά. Είναι η πιο μαθημένη δεύτερη γλώσσα και η επίσημη γλώσσα σχεδόν 60 κυρίαρχων χωρών. Αυτή η γλώσσα έχει μεγαλύτερο αριθμό ομιλητών ως δεύτερη και ξένη γλώσσα από τους μητρικούς ομιλητές. Τα αγγλικά είναι επίσης η επίσημη γλώσσα των Ηνωμένων Εθνών, της Ευρωπαϊκής Ένωσης και πολλών άλλων διεθνών και περιφερειακούς οργανισμούς. Σήμερα, οι αγγλόφωνοι σε όλο τον κόσμο μπορούν να επικοινωνούν με σχετική ευκολία.