Τι σημαίνει το hogar στο ισπανικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης hogar στο ισπανικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του hogar στο ισπανικά.

Η λέξη hogar στο ισπανικά σημαίνει τοποθεσία, σπίτι, τζάκι, σπίτι, ίδρυμα, τζάκι, σπίτι, σπιτικό, οικογενειακή εστία, το σπίτι σου, οικιακό περιβάλλον, σπίτι, σπίτι, σπίτι, το σπίτι σου, τόπος κατοικίας, στέγη υποστηριζόμενης διαβίωσης, οικία, κατοικία, σπιτικό, νοικοκυριό, περίθαλψη σε ειδικό χώρο διαμονής, σχάρα, οικιακός, γηροκομείο, αδέσποτος, πολιτισμός, ενδοοικογενειακώς, σπίτι μου σπιτάκι μου, άτομο που μετακινείται από το σπίτι στη δουλειά, νοικοκυριό, νοικοκυριό, κατ' οίκον εκπαίδευση, μακρύ κοινοτικό οίκημα, θετή οικογένεια, διαλυμένο σπίτι, γηροκομείο, κέντρο φιλοξενίας παιδιών, σχάρα τζακιού, ανακαίνιση, ζεστό σπίτι, οικιακά είδη, κέντρο επανένταξης, περιοχή ενδημίας, οικιακά είδη, είδη σπιτιού, είδη οικιακής χρήσης, είδη οικιακής χρήσης, είδη οικιακού εξοπλισμού, είδη οικοσκευής, λευκά είδη, είδη νεωτερισμών, ανάδοχοι γονείς, δουλειές του σπιτού, οικιακά είδη, κρατάω το νοικοκυριό, κρατάω το σπίτι, στην ψάθα, δουλειά, φωτιά, οικιακών ειδών, ειδών σπιτιού, μονοκατοικία, βομβαρδίζω το σπίτι κάποιου. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης hogar

τοποθεσία

nombre masculino (όπου βρίσκεται κάτι)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Marte es hogar del volcán más grande del sistema solar.
Ο Άρης είναι το μέρος με το μεγαλύτερο ηφαίστειο στο ηλιακό μας σύστημα.

σπίτι

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Se acaban de comprar su primera casa.
Μόλις αγόρασαν το πρώτο τους σπίτι.

τζάκι

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Raquel se sentó frente a la chimenea para calentarse.
Η Ρέιτσελ κάθισε μπροστά στο τζάκι για να ζεσταθεί.

σπίτι

(νοικοκυριό)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Su casa es ruidosa y feliz.
ⓘEsta oración no es una traducción de la original. Το σπιτικό του είναι πάντα χαρούμενο και γεμάτο θόρυβο.

ίδρυμα

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Está viviendo en una residencia de ancianos.
Μένει σε ένα ίδρυμα για ηλικιωμένους.

τζάκι

(fuego)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Anna dejó el té en el hogar para que conservara el calor.
Η Άννα έβαλε το τσάι στην εστία του τζακιού για να το κρατήσει ζεστό.

σπίτι, σπιτικό

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)

οικογενειακή εστία

nombre masculino

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
En ningún lugar se sentía mejor que en su hogar.

το σπίτι σου

nombre masculino (figurado)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Tu casa es tu hogar.

οικιακό περιβάλλον

nombre masculino

La trabajadora social encontró un excelente hogar sustituto para el niño.

σπίτι

nombre masculino

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

σπίτι

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

σπίτι

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
A Jane no le atrae la idea de tener una profesión, prefiere la vida en el hogar.
Στην Τζέιν δεν άρεσε η ιδέα της καριέρας και προτιμούσε τη ζωή στο σπίτι.

το σπίτι σου

nombre masculino (figurado) (μεταφορικά)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
El estado de California es mi hogar.

τόπος κατοικίας

nombre masculino (localidad)

(φράση ως ουσιαστικό αρσενικό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους, π.χ. φακός επαφής, καθηγητής φυσικής αγωγήςκλπ.)

στέγη υποστηριζόμενης διαβίωσης

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)
Lucy vive en un hogar para adultos con trastornos de desarrollo.

οικία, κατοικία

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Si el señor Brown no está en el trabajo lo puede encontrar en su residencia.

σπιτικό, νοικοκυριό

(voz francesa)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Todo el menaje Miller llegó temprano a la fiesta.

περίθαλψη σε ειδικό χώρο διαμονής

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)

σχάρα

(εξάρτημα τζακιού)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
El padre de Anne encendió un fuego en la chimenea para calentar la casa.
Ο μπαμπάς της Άν άναψε μια φωτιά πάνω στη σχάρα για να ζεστάνει το σπίτι.

οικιακός

(trabajo) (εργασία)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Muchas de las madres que trabajan no tienen tiempo para los quehaceres domésticos.

γηροκομείο

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Verónica visita a su madre en el asilo todos los domingos.

αδέσποτος

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
El gato de Kelsey era vagabundo antes de que ella lo rescatase.
Η γάτα της Κέσλεϋ ήταν αδέσποτη μέχρι που την έσωσε.

πολιτισμός

(figurado) (μεταφορικά: σύγχρονος τρόπος ζωής)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
Lo mejor de irse de camping es después volver a la civilización.
Η πιο ευχάριστη πλευρά του κάμπινγκ είναι ότι επιστρέφεις στον πολιτισμό όταν τελειώσει.

ενδοοικογενειακώς

locución adverbial

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)

σπίτι μου σπιτάκι μου

locución interjectiva

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

άτομο που μετακινείται από το σπίτι στη δουλειά

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)
La autopista está congestionada todas las mañanas de los días de labor a causa de los trabajadores pendulares.
Η εθνική οδός έχει κίνηση εξαιτίας των εργαζομένων που πηγαίνουν στη δουλειά τους τις καθημερινές το πρωί.

νοικοκυριό

(μεταφορικά)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Iré a comprar cuando termine los quehaceres domésticos.
Θα πάω για ψώνια μόλις τελειώσω τις δουλειές του σπιτιού.

νοικοκυριό

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

κατ' οίκον εκπαίδευση

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

μακρύ κοινοτικό οίκημα

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)

θετή οικογένεια

(ES)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Antes de ser adoptada, pasó tres años en una casa de acogida.

διαλυμένο σπίτι

(μεταφορικά)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Mis padres se divorciaron cuando yo era pequeña, así que crecí en un hogar roto (or: disuelto).

γηροκομείο

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Todos los fines de semana visito a mi abuela en el hogar de ancianos.

κέντρο φιλοξενίας παιδιών

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)
En Navidad fuimos a repartirles juguetes a los niños del hogar de menores.

σχάρα τζακιού

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)

ανακαίνιση

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Voy a la tienda de mejora en el hogar para comprar un destornillador, ladrillos de cemento y una lata de pintura.

ζεστό σπίτι

locución nominal masculina (μεταφορικά)

οικιακά είδη

κέντρο επανένταξης

locución nominal masculina (rehabilitación) (για πρώην έγκλειστους)

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)

περιοχή ενδημίας

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)

οικιακά είδη, είδη σπιτιού, είδη οικιακής χρήσης

είδη οικιακής χρήσης, είδη οικιακού εξοπλισμού, είδη οικοσκευής

¿Dónde puedo encontrar artículos para el hogar?
Πήγα στα μαγαζιά για να αγοράσω μερικά πράγματα για το σπίτι.

λευκά είδη, είδη νεωτερισμών

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

ανάδοχοι γονείς

(ουσιαστικό αρσενικό πληθυντικός: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους και είτε χρησιμοποιείται μόνο στον πληθυντικό, π.χ. οι Ολυμπιακοί (αγώνες), είτε αναφέρεται στον πληθυντικό για την ορθή απόδοση του μεταφραζόμενου όρου.)
Ben y Terry decidieron convertirse en padres de acogida al no poder tener hijos propios.

δουλειές του σπιτού

locución nominal femenina plural

(ουσιαστικό αρσενικό πληθυντικός: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους και είτε χρησιμοποιείται μόνο στον πληθυντικό, π.χ. οι γιορτές (χρονική περίοδος), είτε αναφέρεται στον πληθυντικό για την ορθή απόδοση του μεταφραζόμενου όρου.)
No dejes que las tareas del hogar te quiten todo el día.
Μην αφήνεις τις δουλειές του σπιτιού να σου παίρνουν όλη τη μέρα σου. Η Μπέτσι είπε ότι έπρεπε να τελειώσει τις δουλειές του σπιτιού πριν βγει έξω.

οικιακά είδη

locución nominal masculina

κρατάω το νοικοκυριό, κρατάω το σπίτι

verbo transitivo (καθομιλουμένη)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Mientras estuvo enferma, su hermana le hizo las tareas del hogar.

στην ψάθα

locución adjetiva (ανεπίσημο)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Cuando reencontramos a Ricardo unos años más tarde estaba sin hogar y ya no podía ayudarnos.

δουλειά

(gen pl) (συχνά στον πληθυντικό)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Mallory dedica las mañanas de los sábados a las tareas del hogar.
Η Μάλλορυ κάθε Σάββατο πρωί κάνει τις δουλειές του σπιτιού.

φωτιά

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Se sentaron alrededor del fuego del hogar para calentarse.

οικιακών ειδών, ειδών σπιτιού

locución adjetiva

(φράση ως επίθετο ή επιθετικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ. άτομο υψηλής νοημοσύνης, άριστης ποιότητας υλικά κλπ.)
Busco la sección de artículos del hogar de esta tienda para comprar un tostador.
Πρέπει να βρω το τμήμα του καταστήματος για το σπίτι και να πάρω μια νέα φρυγανιέρα.

μονοκατοικία

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

βομβαρδίζω το σπίτι κάποιου

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

Ας μάθουμε ισπανικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του hogar στο ισπανικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο ισπανικά.

Σχετικές λέξεις του hogar

Γνωρίζετε για το ισπανικά

Τα ισπανικά (español), επίσης γνωστή ως Castilla, είναι μια γλώσσα της ιβηρορομανικής ομάδας των ρομανικών γλωσσών και η 4η πιο κοινή γλώσσα στον κόσμο σύμφωνα με ορισμένες πηγές, ενώ άλλες την αναφέρουν ως 2η ή 3η πιο κοινή γλώσσα. Είναι η μητρική γλώσσα περίπου 352 εκατομμυρίων ανθρώπων και ομιλείται από 417 εκατομμύρια άτομα όταν προσθέτουμε τους ομιλητές της ως γλώσσα. δευτερεύουσα (εκτιμάται το 1999). Τα ισπανικά και τα πορτογαλικά έχουν πολύ παρόμοια γραμματική και λεξιλόγιο· Ο αριθμός παρόμοιου λεξιλογίου αυτών των δύο γλωσσών είναι έως και 89%. Τα ισπανικά είναι η κύρια γλώσσα 20 χωρών σε όλο τον κόσμο. Υπολογίζεται ότι ο συνολικός αριθμός των ομιλητών της Ισπανικής είναι μεταξύ 470 και 500 εκατομμύρια, καθιστώντας τα δεύτερη πιο ευρέως ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο ως προς τον αριθμό των φυσικών ομιλητών.