Τι σημαίνει το healthy στο Αγγλικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης healthy στο Αγγλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του healthy στο Αγγλικά.

Η λέξη healthy στο Αγγλικά σημαίνει υγιής, υγιής, εύρωστος, υγιεινός, γενναιόδωρος, θετικός, φυσιολογική όρεξη, υγιές σώμα, υγιεινή διατροφή, υγιεινή διατροφή, υγιής οικονομία, υγιεινό περιβάλλον, υγιές περιβάλλον, υγιεινό φαγητό, υγιής λάμψη, υγιεινός τρόπος ζωής, υγιεινός τρόπος ζωής, υγιεινό γεύμα, λογική, οξύνοια, υγιές δέρμα. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης healthy

υγιής

adjective (having a sound body and mind)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
She is healthy because she eats right and exercises.
Είναι υγιής επειδή κάνει σωστή διατροφή και ασκείται.

υγιής, εύρωστος

adjective (figurative (sound, in good condition) (μεταφορικά)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
The economy is healthy.
Η οικονομία είναι υγιής (or: εύρωστη).

υγιεινός

adjective (promoting good health)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
She eats a healthy diet, with lots of fruits and vegetables.
Ακολουθεί υγιεινή διατροφή, με πολλά φρούτα και λαχανικά.

γενναιόδωρος

adjective (large, generous) (μεταφορικά)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
He gave her a healthy portion of potatoes.

θετικός

adjective (positive)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
The increase in customers is a healthy development.

φυσιολογική όρεξη

noun (healthy desire to eat)

υγιές σώμα

noun (good physical condition)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
A good diet is essential for a healthy body.

υγιεινή διατροφή

noun (eating nutritious food)

Fast foods are not consistent with a healthy diet.

υγιεινή διατροφή

noun (consuming nutritious food)

Healthy eating in the long-term is more effective than calorie-counting as a means to lose weight.

υγιής οικονομία

noun (situation of financial prosperity)

In a healthy economy, there is moderate inflation and moderate unemployment.

υγιεινό περιβάλλον, υγιές περιβάλλον

noun (safe and hygienic surroundings)

Children need a healthy environment in which to grow up.

υγιεινό φαγητό

noun (food with nutritional value)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
I have been trying to eat more healthy foods, like fruits and vegetables, and cut down on sweets.

υγιής λάμψη

noun (skin: radiance)

Pregant women sometimes develop a healthy glow to their skin.

υγιεινός τρόπος ζωής

noun (exercise, good nutrition, etc.)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
More people are beginning to realize that a healthy lifestyle can prevent diabetes.

υγιεινός τρόπος ζωής

noun (regular exercise and good nutrition)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

υγιεινό γεύμα

noun (nutritionally-balanced meal)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Although tasty, fast food cannot be considered a healthy meal.

λογική, οξύνοια

noun (sanity)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Meditation can be useful to maintain a healthy mind.

υγιές δέρμα

noun (clear complexion)

Ας μάθουμε Αγγλικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του healthy στο Αγγλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Αγγλικά.

Σχετικές λέξεις του healthy

Γνωρίζετε για το Αγγλικά

Τα αγγλικά προέρχονται από γερμανικές φυλές που μετανάστευσαν στην Αγγλία και έχουν εξελιχθεί σε μια περίοδο άνω των 1.400 ετών. Τα αγγλικά είναι η τρίτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, μετά τα κινέζικα και τα ισπανικά. Είναι η πιο μαθημένη δεύτερη γλώσσα και η επίσημη γλώσσα σχεδόν 60 κυρίαρχων χωρών. Αυτή η γλώσσα έχει μεγαλύτερο αριθμό ομιλητών ως δεύτερη και ξένη γλώσσα από τους μητρικούς ομιλητές. Τα αγγλικά είναι επίσης η επίσημη γλώσσα των Ηνωμένων Εθνών, της Ευρωπαϊκής Ένωσης και πολλών άλλων διεθνών και περιφερειακούς οργανισμούς. Σήμερα, οι αγγλόφωνοι σε όλο τον κόσμο μπορούν να επικοινωνούν με σχετική ευκολία.