Τι σημαίνει το guiar στο πορτογαλικά;
Ποια είναι η σημασία της λέξης guiar στο πορτογαλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του guiar στο πορτογαλικά.
Η λέξη guiar στο πορτογαλικά σημαίνει οδηγώ, καθοδηγώ, οδηγώ, καθοδηγώ, οδηγώ, μπαίνω μπροστά, μπαίνω πρώτος, οδηγώ, οδηγώ κτ σε κτ, κατευθύνω κτ σε κτ, καθοδηγώ, καθοδηγώ, συνοδεύω, οδηγώ, καθοδηγώ, οδηγώ, οδηγώ, οδηγώ, καθοδηγώ κπ σε κτ, καθοδηγώ, καθοδηγώ, κατευθύνω κπ για κτ, καθοδηγώ κπ για κτ, οδηγώ, κατευθύνω, δείχνω το δρόμο, μεταφέρω, εμπνέω, πιέζω τον εαυτό μου σε κτ. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.
Σημασία της λέξης guiar
οδηγώ, καθοδηγώverbo transitivo (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Precisamos de alguém para nos guiar pelas paisagens de Paris. Χρειαζόμαστε κάποιον να μας ξεναγήσει στα αξιοθέατα του Παρισιού. |
οδηγώ, καθοδηγώverbo transitivo (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Os residentes irão guiar você com segurança pela floresta. |
οδηγώverbo transitivo (κάποιον σε κάτι) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Guie-os a um acordo com argumentos lógicos. Οδήγησέ τους σε συμφωνία με λογικά επιχειρήματα. |
μπαίνω μπροστά, μπαίνω πρώτοςverbo transitivo (πάω μπροστά) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Você pode guiar o caminho para o estádio e eu o acompanho? Αν μπεις μπροστά, θα σε ακολουθήσω. |
οδηγώverbo transitivo (dança) (μεταφορικά) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Οδήγησε με χάρη την παρτενέρ του στο βαλς. |
οδηγώ κτ σε κτ, κατευθύνω κτ σε κτ
Ela levou a conversa a um determinado tópico. |
καθοδηγώverbo transitivo (orientar) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Este guia conduz as pessoas pela cidade. Ο ξεναγός ξεναγεί τον κόσμο στην πόλη. |
καθοδηγώ(dar direções) (δίνω οδηγίες) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Θα οδηγήσω εγώ αν μας καθοδηγήσεις εσύ. |
συνοδεύω(guiar para um lugar) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
οδηγώverbo transitivo (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Guie-me na direção certa e, com certeza, chegarei lá. ⓘEsta frase não é uma tradução da frase em inglês Γϋρισέ με προς τη σωστή κατεύθυνση και θα φτάσω σίγουρα. |
καθοδηγώ, οδηγώverbo transitivo (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
οδηγώverbo transitivo (carro, bicicleta) (κινούμε ή δίνω κατεύθυνση) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Mick guiou o carro pelas estradas rurais. Ο Μικ οδηγούσε το αμάξι στα μονοπάτια της υπαίθρου. |
οδηγώverbo transitivo (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Ele a guiou até o assento. |
καθοδηγώ κπ σε κτ(explicar um procedimento, etc.) |
καθοδηγώ
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Eu estou mentoreando um grupo de novos recrutas no serviço. Καθοδηγούσα μια ομάδα νεοπροσληφθέντων στη δουλειά. |
καθοδηγώ(figurado) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
κατευθύνω κπ για κτ, καθοδηγώ κπ για κτ
|
οδηγώ, κατευθύνω, δείχνω το δρόμο
(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) "Conduza!", disse ela e eu a levei pelo corredor. «Οδήγησέ με!», μου είπε και τη συνόδευσα κατά μήκος του διαδρόμου. |
μεταφέρω(με αυτοκίνητο) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Eu não sei dirigir, então quem dirige (or: guia) com nossas filhas adolescentes por aí é minha mulher. ⓘEsta frase não é uma tradução da frase em inglês Δεν ξέρω να οδηγώ κι έτσι η γυναίκα μου είναι εκείνη που μεταφέρει τις έφηβες κόρες μας σε διάφορα μέρη. |
εμπνέωverbo transitivo (orientação divina) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
πιέζω τον εαυτό μου σε κτ
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
Ας μάθουμε πορτογαλικά
Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του guiar στο πορτογαλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο πορτογαλικά.
Σχετικές λέξεις του guiar
Ενημερωμένες λέξεις του πορτογαλικά
Γνωρίζετε για το πορτογαλικά
πορτογαλικά (português) είναι μια ρωμαϊκή γλώσσα εγγενής στην Ιβηρική χερσόνησο της Ευρώπης. Είναι η μόνη επίσημη γλώσσα της Πορτογαλίας, της Βραζιλίας, της Αγκόλας, της Μοζαμβίκης, της Γουινέας-Μπισάου, του Πράσινου Ακρωτηρίου. Τα Πορτογαλικά έχουν μεταξύ 215 και 220 εκατομμύρια φυσικούς ομιλητές και 50 εκατομμύρια ομιλητές δεύτερης γλώσσας, ήτοι συνολικά περίπου 270 εκατομμύρια. Τα πορτογαλικά συχνά αναφέρονται ως η έκτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, τρίτη στην Ευρώπη. Το 1997, μια ολοκληρωμένη ακαδημαϊκή μελέτη κατέταξε τα πορτογαλικά ως μία από τις 10 γλώσσες με τη μεγαλύτερη επιρροή στον κόσμο. Σύμφωνα με στατιστικά στοιχεία της UNESCO, τα πορτογαλικά και τα ισπανικά είναι οι ταχύτερα αναπτυσσόμενες ευρωπαϊκές γλώσσες μετά τα αγγλικά.