Τι σημαίνει το frais στο Γαλλικά;
Ποια είναι η σημασία της λέξης frais στο Γαλλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του frais στο Γαλλικά.
Η λέξη frais στο Γαλλικά σημαίνει έξοδα, φρέσκος, κρύος, ψυχρός, φρέσκος, φρέσκος, φρέσκος, καθαρός, φρέσκος, φρέσκος, έξοδα, έξοδα, χρέωση, δροσερός, κρύος, ψυχρός, νωπός, φρέσκος, δροσερός, κρύος, δροσερός, ανοιχτός, δροσερός, παγωμένος, εισιτήριο, δαπάνη, έξοδο, δαπάνη, αναζωογονημένος, ανανεωμένος, κόστος διαχείρισης, επιπλέον χρέωση, δασμός, φόρος, έξοδα αποστολής, προμήθεια, δασμός, με όλα πληρωμένα, με όλα τα έξοδα πληρωμένα, ανυπόμονος, φτηνά, με υψηλό κόστος, με υψηλό κόστος, στο ψυγείο, για πενταροδεκάρες, με έξοδα του, χωρίς προμήθεια, συν έξοδα αποστολής, δικηγόρος, λογαριασμός εξόδων, κλήση με χρέωση παραλήπτη, αρχικό κόστος, καθαρός αέρας, φρέσκο φαγητό, φρέσκο φρούτο, τυρί κρέμα, συνδρομή μέλους, δίδακτρα, διοικητικό τέλος, προμήθεια ρύθμισης, προμήθεια διεκπεραίωσης, τραπεζικό τέλος, επιβάρυνση, δίδακτρα πανεπιστημίου, μεταφορικά, τέλος κατάθεσης, κρυφή χρέωση, αναλυτικός υπολογισμός έκπτωσης φόρου για έξοδα που εκπίπτουν από την εφορία, ιατρικά ασφάλιστρα, ιατρικά ασφάλιστρα, εφάπαξ χρέωση, λειτουργικές δαπάνες, γενικά έξοδα, αποστολή και συσκευασία, ταχυδρομικά τέλη, τέλος επεξεργασίας, κόστος συντήρησης, έξοδα αποστολής, έξοδα αποστολής, έξοδα αποστολής, προμήθεια υπηρεσιών, έξοδα αποστολής, έξοδα ελλιμενισμού, επιχειρηματικά έξοδα, εταιρικά έξοδα, <div></div><div>(<i>β' συνθετικό</i>: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλό<i>βαθμος</i>, χαμηλό<i>βαθμος</i>κλπ.)</div>, φρέσκα λαχανικά, ταξιδιωτικά έξοδα, τραπεζικά έξοδα, τραπεζικά τέλη, μεταφορικά, δικαστικά έξοδα, δαπάνες σύστασης, κόστος σύστασης, έκτακτα έξοδα, γενικές δαπάνες, πληρώνω τις συνέπειες, πληρώνω το κόστος, πληρώνω το τίμημα, επηρεάζομαι στο μεγαλύτερο βαθμό από κτ, τηλεφωνώ σε κπ με δική του χρέωση, δροσίζομαι, συμμετέχω, φτηνά, δίδακτρα, ταξίδι, έξοδα αποστολής, έξοδα αποστολής, έξοδα αποστολής. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.
Σημασία της λέξης frais
έξοδαnom masculin pluriel (ουσιαστικό αρσενικό πληθυντικός: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και είτε χρησιμοποιείται μόνο στον πληθυντικό, π.χ. τα κάλαντα, είτε αναφέρεται στον πληθυντικό για την ορθή απόδοση του μεταφραζόμενου όρου.) Le prévenu doit prendre en charge les frais du procès. |
φρέσκοςadjectif (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Avez-vous du poisson frais ? Je n'en vois que du surgelé. Έχεις καθόλου φρέσκα ψάρια; Εδώ βλέπω μόνο κατεψυγμένα. |
κρύος, ψυχρός
(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Un vent frais rabattait les feuilles mortes jusque sous le porche. Ένας ψυχρός άνεμος παρέσυρε τα ξεραμένα φύλλα στη βεράντα. |
φρέσκοςadjectif (μεταφορικά) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) J'ai des nouvelles fraîches concernant la fusion. |
φρέσκοςadjectif (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Ce pain est-il frais ou rassis ? |
φρέσκος, καθαρόςadjectif (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Ouvrons la fenêtre pour respirer un peu d'air frais. |
φρέσκοςadjectif (μεταφορικά) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Il avait le teint frais. |
φρέσκος
(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Bien qu'il fût fatigué, il se sentit frais après la douche. |
έξοδα
(ουσιαστικό αρσενικό πληθυντικός: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και είτε χρησιμοποιείται μόνο στον πληθυντικό, π.χ. τα κάλαντα, είτε αναφέρεται στον πληθυντικό για την ορθή απόδοση του μεταφραζόμενου όρου.) L'homme d'affaires disposait d'une carte d'entreprise pour couvrir ses frais professionnels. Tant que je gagne de quoi couvrir mes frais tous les mois, ça me va. Ο επιχειρηματίας είχε μια εταιρική πιστωτική κάρτα για να πληρώνει τα έξοδά του. Εφόσον κερδίζω αρκετά για να καλύπτω τα έξοδά μου κάθε μήνα, είμαι ικανοποιημένη. |
έξοδαnom masculin pluriel (ουσιαστικό αρσενικό πληθυντικός: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και είτε χρησιμοποιείται μόνο στον πληθυντικό, π.χ. τα κάλαντα, είτε αναφέρεται στον πληθυντικό για την ορθή απόδοση του μεταφραζόμενου όρου.) Le salaire et les frais d'Angela étaient directement crédités sur son compte. |
χρέωσηnom masculin (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Il y a des frais supplémentaires sur mon compte. Υπάρχουν έξτρα χρεώσεις στον λογαριασμό μου. |
δροσερός
(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) C'était une journée fraîche (or: Il faisait frais) alors j'ai mis un petit pull. |
κρύος, ψυχρόςadjectif (καιρός) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Il fait frisquet ce matin ! |
νωπός, φρέσκοςadjectif (peinture) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Attention ! Peinture fraîche. |
δροσερόςadjectif (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Carmen enfila une veste et sortit se promener par ce temps frais d'automne. Η Κάρμεν έβαλε ένα μπουφάν και πήγε να περπατήσει στον δροσερό φθινοπωρινό καιρό. |
κρύοςadjectif (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Je préfère boire de l'eau fraîche. |
δροσερόςadjectif (météorologie) (ευχάριστος καιρός) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Il fait frais aujourd'hui. |
ανοιχτός(blessure) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Il avait une blessure fraîche au bras gauche qui saignait encore. |
δροσερός(ευχάριστο) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Le vent était frais et Miles était content d'avoir pris une veste. |
παγωμένος(boisson) (μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.) J'ai toujours adoré le café frappé ! |
εισιτήριο(για να μπεις κάπου) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) Le prix d'entrée au zoo est raisonnable. ⓘCette phrase n'est pas une traduction de la phrase originale. Η ετήσια συνδρομή στον σύλλογο ορειβασίας είναι πενήντα ευρώ. |
δαπάνη(η διαδικασία) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Robert achète plus que ce qu'il peut se permettre chaque mois ; ses dépenses sont hors de contrôle. Ο Ρόμπερτ αγοράζει περισσότερα από όσα αντέχει οικονομικά κάθε μήνα. Τα έξοδά του είναι εκτός ελέγχου. |
έξοδο
(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) Il nous faut une voiture pour nous rendre au travail, c'est une dépense nécessaire (or: ce sont des frais nécessaires). Χρειαζόμαστε το αμάξι μας για να πηγαίνουμε στη δουλειά, επομένως αποτελεί αναγκαίο έξοδο. |
δαπάνη
(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Dans de nombreux pays, travailler de chez soi permet de déduire ses dépenses d'électricité de ses impôts. Σε πολλές χώρες, αν εργάζεσαι απ' το σπίτι, μπορείς να δηλώσεις ένα ποσοστό του λογαριασμού του ηλεκτρικού ως δαπάνη που εκπίπτει από τη φορολογία. |
αναζωογονημένος, ανανεωμένος
(μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.) |
κόστος διαχείρισης
(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) La banque a pris une commission de 30 £ pour convertir le chèque en euros en livres. |
επιπλέον χρέωση
(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.) |
δασμός, φόρος
(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) Vous n'avez pas à payer de taxe sur l'alcool que vous achetez à l'aéroport. Δεν χρειάζεται να πληρώσεις φόρους για τα αλκοολούχα ποτά που αγοράζεις στο αεροδρόμιο. |
έξοδα αποστολής
L'affranchissement n'est généralement pas excessif pour un simple courrier. |
προμήθεια(commission) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Certaines compagnies d'assurance ne prélèvent aucune commission de courtage aux entreprises récentes ou de petite taille. |
δασμός(finance) (ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) Il fallait payer un droit sur tous les appareils électroniques importés. Η χώρα είχε φόρο εισαγωγής για όλες τις ηλεκτρονικές συσκευές. |
με όλα πληρωμένα, με όλα τα έξοδα πληρωμέναlocution adjectivale (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Elle a gagné un voyage à Bali tous frais payés. ⓘCette phrase n'est pas une traduction de la phrase originale. Ο Τζέοφ κέρδισε ένα ταξίδι στη Χαβάη με όλα τα έξοδα πληρωμένα! Τυχεράκιας! |
ανυπόμονος
(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) |
φτηνάlocution adverbiale (επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) Avec de l'organisation et de la créativité, il est possible de faire un tour d'Europe à petit prix. |
με υψηλό κόστοςlocution adverbiale (επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) |
με υψηλό κόστοςadverbe (επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) |
στο ψυγείοlocution adverbiale (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) La viande va s'avarier si elle n'est pas conservée au frais. |
για πενταροδεκάρεςlocution adverbiale (επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) Elle a économisé de l'argent en faisant son propre pain à moindres frais. |
με έξοδα του
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
χωρίς προμήθειαadjectif (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
συν έξοδα αποστολήςadverbe (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
δικηγόρος
(ουσιαστικό αρσενικό/θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού ή θηλυκού γένους, π.χ. ο/η μηχανικός, ο/η δικηγόρος κλπ.) Lorsqu'il a été arrêté pour vol à main armée, Bill a refusé de dire quoi que ce soit à la police sans la présence de son avocat. Όταν συνελήφθη για ένοπλη ληστεία, ο Μπιλ αρνήθηκε να πει οτιδήποτε στην αστυνομία χωρίς την παρουσία του δικηγόρου του. |
λογαριασμός εξόδωνnom féminin (φράση ως ουσιαστικό αρσενικό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους, π.χ. φακός επαφής, καθηγητής φυσικής αγωγήςκλπ.) La directrice fit une note de frais pour son déjeuner professionnel. |
κλήση με χρέωση παραλήπτη
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
αρχικό κόστοςnom masculin pluriel (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) |
καθαρός αέραςnom masculin (ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) Ouvre la fenêtre, j'ai envie de faire rentrer un peu d'air frais dans la pièce. |
φρέσκο φαγητόnom masculin pluriel (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) |
φρέσκο φρούτοnom masculin pluriel (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) Nous achetions des fruits frais tous les jours au marché. |
τυρί κρέμαnom masculin (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) J'adore les bagels avec du fromage frais à tartiner et du café le matin. Μου αρέσουν τα μπέιγκελ με τυρί κρέμα και καφέ το πρωί. |
συνδρομή μέλουςnom masculin pluriel (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) La salle de sport du coin a augmenté ses frais d'adhésion. |
δίδακτρα
(ουσιαστικό αρσενικό πληθυντικός: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και είτε χρησιμοποιείται μόνο στον πληθυντικό, π.χ. τα κάλαντα, είτε αναφέρεται στον πληθυντικό για την ορθή απόδοση του μεταφραζόμενου όρου.) Les frais de scolarité se montent à (or: s'élèvent à) 1000 euros. |
διοικητικό τέλοςnom masculin pluriel |
προμήθεια ρύθμισης, προμήθεια διεκπεραίωσης(έξοδα υποθήκης) (φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.) |
τραπεζικό τέλοςnom masculin pluriel |
επιβάρυνσηnom masculin pluriel (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) |
δίδακτρα πανεπιστημίουnom masculin pluriel (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
μεταφορικάnom masculin pluriel |
τέλος κατάθεσηςnom masculin (φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.) |
κρυφή χρέωσηnom masculin pluriel |
αναλυτικός υπολογισμός έκπτωσης φόρου για έξοδα που εκπίπτουν από την εφορίαnom masculin (Impôts) (στις ΗΠΑ) (β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.) |
ιατρικά ασφάλιστραnom masculin pluriel |
ιατρικά ασφάλιστραnom masculin pluriel |
εφάπαξ χρέωσηnom masculin |
λειτουργικές δαπάνεςnom masculin pluriel |
γενικά έξοδαnom masculin pluriel |
αποστολή και συσκευασίαnom masculin pluriel |
ταχυδρομικά τέληnom masculin pluriel |
τέλος επεξεργασίαςnom masculin pluriel (φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.) |
κόστος συντήρησης(πχ επισκευές) (φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.) |
έξοδα αποστολήςnom masculin pluriel |
έξοδα αποστολήςnom masculin pluriel |
έξοδα αποστολήςnom masculin pluriel |
προμήθεια υπηρεσιώνnom masculin (φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.) |
έξοδα αποστολήςnom masculin pluriel (φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.) |
έξοδα ελλιμενισμούnom masculin pluriel (φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.) |
επιχειρηματικά έξοδα, εταιρικά έξοδαnom masculin pluriel |
<div></div><div>(<i>β' συνθετικό</i>: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλό<i>βαθμος</i>, χαμηλό<i>βαθμος</i>κλπ.)</div>nom masculin pluriel Avec les frais de notaire, tu peux ajouter 5% au prix de la maison. |
φρέσκα λαχανικάnom masculin pluriel L'été, nous mangeons beaucoup de légumes frais de notre jardin. |
ταξιδιωτικά έξοδαnom masculin pluriel (ουσιαστικό αρσενικό πληθυντικός: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και είτε χρησιμοποιείται μόνο στον πληθυντικό, π.χ. τα κάλαντα, είτε αναφέρεται στον πληθυντικό για την ορθή απόδοση του μεταφραζόμενου όρου.) Les frais de déplacement seront remboursés selon le coût du trajet en train, en deuxième classe. |
τραπεζικά έξοδα, τραπεζικά τέληnom masculin pluriel |
μεταφορικάnom masculin pluriel |
δικαστικά έξοδαnom masculin pluriel |
δαπάνες σύστασης, κόστος σύστασηςnom masculin et féminin (ίδρυση εταιρείας) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
έκτακτα έξοδαnom masculin pluriel |
γενικές δαπάνεςnom masculin pluriel |
πληρώνω τις συνέπειες, πληρώνω το κόστος, πληρώνω το τίμημαlocution verbale (μεταφορικά) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
επηρεάζομαι στο μεγαλύτερο βαθμό από κτ
(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Ce secteur a été le plus touché par la crise. |
τηλεφωνώ σε κπ με δική του χρέωση
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Επειδή δεν είχε χρήματα, τηλεφώνησε στους γονείς του με δική τους χρέωση. |
δροσίζομαιlocution verbale (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) William a utilisé un petit ventilateur électrique pour rester au frais. |
συμμετέχω(μαζί με κπ) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) |
φτηνάlocution adverbiale (επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) Les nouvelles maisons sont souvent construites à peu de frais et ont rapidement besoin de réparations. |
δίδακτρα
(ουσιαστικό αρσενικό πληθυντικός: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και είτε χρησιμοποιείται μόνο στον πληθυντικό, π.χ. τα κάλαντα, είτε αναφέρεται στον πληθυντικό για την ορθή απόδοση του μεταφραζόμενου όρου.) Plusieurs étudiants ont du mal à payer leurs frais de scolarité. Πολλοί φοιτητές πασχίζουν να πληρώσουν τα δίδακτρά τους. |
ταξίδιnom masculin (familier) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) |
έξοδα αποστολήςnom masculin pluriel |
έξοδα αποστολήςnom masculin pluriel |
έξοδα αποστολήςnom masculin pluriel |
Ας μάθουμε Γαλλικά
Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του frais στο Γαλλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Γαλλικά.
Σχετικές λέξεις του frais
Ενημερωμένες λέξεις του Γαλλικά
Γνωρίζετε για το Γαλλικά
Γαλλικά (le français) είναι μια ρομανική γλώσσα. Όπως τα ιταλικά, τα πορτογαλικά και τα ισπανικά, προέρχεται από τα δημοφιλή λατινικά, που κάποτε χρησιμοποιήθηκαν στη Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία. Ένα γαλλόφωνο άτομο ή χώρα μπορεί να ονομαστεί «γαλλόφωνος». Τα γαλλικά είναι η επίσημη γλώσσα σε 29 χώρες. Τα γαλλικά είναι η τέταρτη πιο ομιλούμενη μητρική γλώσσα στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Τα γαλλικά κατατάσσονται στην τρίτη θέση στην ΕΕ, μετά τα αγγλικά και τα γερμανικά, και είναι η δεύτερη πιο ευρέως διδασκόμενη γλώσσα μετά τα αγγλικά. Η πλειοψηφία του γαλλόφωνου πληθυσμού του κόσμου ζει στην Αφρική, με περίπου 141 εκατομμύρια Αφρικανούς από 34 χώρες και περιοχές που μπορούν να μιλούν γαλλικά ως πρώτη ή δεύτερη γλώσσα. Τα γαλλικά είναι η δεύτερη πιο ευρέως ομιλούμενη γλώσσα στον Καναδά, μετά τα αγγλικά, και οι δύο είναι επίσημες γλώσσες σε ομοσπονδιακό επίπεδο. Είναι η πρώτη γλώσσα 9,5 εκατομμυρίων ανθρώπων ή το 29% και η δεύτερη γλώσσα 2,07 εκατομμυρίων ανθρώπων ή το 6% του συνόλου του πληθυσμού του Καναδά. Σε αντίθεση με άλλες ηπείρους, τα γαλλικά δεν έχουν δημοτικότητα στην Ασία. Επί του παρόντος, καμία χώρα στην Ασία δεν αναγνωρίζει τα γαλλικά ως επίσημη γλώσσα.