Τι σημαίνει το forgot στο Αγγλικά;
Ποια είναι η σημασία της λέξης forgot στο Αγγλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του forgot στο Αγγλικά.
Η λέξη forgot στο Αγγλικά σημαίνει ξεχνάω, ξεχνάω, ξεχνώ, μην ξεχάσεις, κανένα πρόβλημα, δεν πειράζει, δεν κάνει τίποτα, μην το συζητάς, ξέχνα το, μην το σκέφτεσαι, ξέχασε το, μην ασχολείσαι, δεν υπάρχει περίπτωση, ξέχασε το, μη με λησμόνει, μη-με-λησμόνει, περασμένα-ξεχασμένα. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.
Σημασία της λέξης forgot
ξεχνάωtransitive verb (not remember) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) I forgot to wash the clothes. Ξέχασα να πλύνω τα ρούχα. |
ξεχνάω, ξεχνώintransitive verb (not remember) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) I was supposed to wash the clothes, but I forgot. |
μην ξεχάσειςinterjection (informal (do not forget) (επιφώνημα: Φανερώνει έντονο συναίσθημα όπως π.χ. έκπληξη, ενθουσιασμό, απογοήτευση, πόνο κλπ.) Don't forget to turn off the light when leaving the office. |
κανένα πρόβλημα, δεν πειράζει, δεν κάνει τίποτα, μην το συζητάςinterjection (slang (don't mention it, you're welcome) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Forget about it – it was nothing really. Forget about it! - you don't owe me a thing. Μην το συζητάς! Δεν ήταν τίποτα. Μην το συζητάς! Δε μου χρωστάς τίποτα. |
ξέχνα το, μην το σκέφτεσαιinterjection (slang (don't worry, it's not important) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Look, it's not such a big deal that I lied to you, so forget about it already! Κοίτα να δεις, δεν είναι και τόσο σημαντικό το ότι σου είπα ψέμματα, γι' αυτό ξέχνα το! |
ξέχασε το, μην ασχολείσαιinterjection (stop thinking about it) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Anyone could have made the same mistake; forget about it! |
δεν υπάρχει περίπτωση, ξέχασε τοinterjection (slang (certainly not) (επιφώνημα: Φανερώνει έντονο συναίσθημα όπως π.χ. έκπληξη, ενθουσιασμό, απογοήτευση, πόνο κλπ.) If you think I'm doing the dishes for you again tonight, forget it! |
μη με λησμόνει, μη-με-λησμόνειnoun (plant with small blue flowers) (φυτό) (φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.) Forget-me-nots are my favorite flower. |
περασμένα-ξεχασμέναverbal expression (be reconciled) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Rather than simply forgive and forget, Nicholas became more and more angry. Αντί να θεωρήσει όσα έγιναν περασμένα-ξεχασμένα, ο Νίκολας θύμωνε ολοένα και περισσότερο. |
Ας μάθουμε Αγγλικά
Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του forgot στο Αγγλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Αγγλικά.
Σχετικές λέξεις του forgot
Ενημερωμένες λέξεις του Αγγλικά
Γνωρίζετε για το Αγγλικά
Τα αγγλικά προέρχονται από γερμανικές φυλές που μετανάστευσαν στην Αγγλία και έχουν εξελιχθεί σε μια περίοδο άνω των 1.400 ετών. Τα αγγλικά είναι η τρίτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, μετά τα κινέζικα και τα ισπανικά. Είναι η πιο μαθημένη δεύτερη γλώσσα και η επίσημη γλώσσα σχεδόν 60 κυρίαρχων χωρών. Αυτή η γλώσσα έχει μεγαλύτερο αριθμό ομιλητών ως δεύτερη και ξένη γλώσσα από τους μητρικούς ομιλητές. Τα αγγλικά είναι επίσης η επίσημη γλώσσα των Ηνωμένων Εθνών, της Ευρωπαϊκής Ένωσης και πολλών άλλων διεθνών και περιφερειακούς οργανισμούς. Σήμερα, οι αγγλόφωνοι σε όλο τον κόσμο μπορούν να επικοινωνούν με σχετική ευκολία.