Τι σημαίνει το forcer στο Γαλλικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης forcer στο Γαλλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του forcer στο Γαλλικά.

Η λέξη forcer στο Γαλλικά σημαίνει παραβιάζω, επιβάλλω, εξαναγκάζω, ανοίγω, αναγκάζω, εξαναγκάζω, καταναγκάζω, υποχρεώνω, σπρώχνω, αναγκάζω, παραβιάζω, σπρώχνω, στριμώχνω, αναγκάζω, υποχρεώνω, ανοίγω με χρήση βίας, ανοίγω, ανοίγω, παρακάμπτω, ανοίγω, ανοίγω, πιέζω τον εαυτό μου να κάνει κτ, αναγκάζω, υποχρεώνω, αναγκάζω, υποχρεώνω, εξαναγκασμός, ταΐζω με το ζόρι, εκτοπισμός, υποχρεώνω, αναγκάζω, εξαναγκάζω, μπαίνω με το ζόρι, αναγκάζω κπ να κάνει κτ, αναγκάζω τον εαυτό μου να κάνει κτ, κάνω διάρρηξη, αναγκάζω, υποχρεώνω, εξαναγκάζω, με τη βία, εμπνέω σεβασμό/δέος, βγάζω έξω με το ζόρι, ρίχνω στο κρεβάτι, σπρώχνω, καταπίνω κτ με δυσκολία, ανοίγω με λοστό, υπερεκτείνω, αναγκάζω, εξαναγκάζω, εξωθώ κπ σε κτ, ταΐζω κπ/κτ κτ με το ζόρι, επιβάλλω κτ σε κπ, πραγματοποιώ αναγκαστική προσγείωση, αναγκάζω, εξαναγκάζω, καταναγκάζω, υποχρεώνω, αναγκάζω κπ να φύγει από κτ, κάνω κάτι βίαια, απότομα, παραβιάζω, αναγκάζω, υποχρεώνω, εξαναγκάζω, αναγκάζω κπ να κάνει κτ, εξαναγκάζω κπ να κάνει κτ, επιβάλλω, πιέζω κπ να κάνει κτ, αναγκάζω, το παρακάνω, πιέζω, αναγκάζω, αναγκάζω, κουράζω, πιέζω, κάνω διάρηξη σε κτ. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης forcer

παραβιάζω

verbe transitif (une porte, un coffre,...) (ασκώ φυσική δύναμη)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
La police a forcé la porte.
Η αστυνομία παραβίασε την πόρτα.

επιβάλλω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

εξαναγκάζω

(κάποιον)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

ανοίγω

verbe transitif (une serrure)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Les voleurs ont forcé la serrure en utilisant un pied-de-biche.

αναγκάζω, εξαναγκάζω, καταναγκάζω, υποχρεώνω

verbe transitif

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
ⓘCette phrase n'est pas une traduction de la phrase originale. Τον ανάγκασαν (or: εξανάγκασαν) να πει ψέματα ενώ εκείνος δεν ήθελε.

σπρώχνω

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Όλοι έσπρωχναν, αλλά χωρίς αποτέλεσμα· το πεσμένο δέντρο δεν κουνιόταν.

αναγκάζω

verbe transitif

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Je n'irai pas ! Tu ne peux pas me forcer !
Δεν φεύγω! Δεν μπορείς να με αναγκάσεις!

παραβιάζω

verbe transitif

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Le cambrioleur a forcé la serrure.

σπρώχνω

verbe transitif (με δύναμη)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Kyle a forcé la porte.

στριμώχνω

(μεταφορικά)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Je n'arrive pas à croire que tu lui aies filé du fric ! Elle m'a forcé, je n'avais pas le choix.

αναγκάζω, υποχρεώνω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

ανοίγω με χρήση βίας

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

ανοίγω

(με σήκωμα)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

ανοίγω

(με μόχλευση)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

παρακάμπτω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Πίεσε εκείνο το κουμπί για να παρακάμψεις το σύστημα.

ανοίγω

(με εργαλείο, σήκωμα)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Οι διαρρήκτες παραβίασαν την πόρτα με λοστό.

ανοίγω

(με σήκωμα, μόχλευση)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Οι διαρρήκτες παραβίασαν την πόρτα με έναν λοστό.

πιέζω τον εαυτό μου να κάνει κτ

verbe pronominal

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Pour progresser, il faut se forcer à s'entraîner tous les jours.

αναγκάζω, υποχρεώνω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Beth ne voulait rien manger mais ses parents l'ont forcée.
ⓘCette phrase n'est pas une traduction de la phrase originale. Ο πατέρας του τον εξανάγκασε να βγάλει έξω τα σκουπίδια.

αναγκάζω, υποχρεώνω

(κάποιον να κάνει κάτι)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Son père l'a forcé (or: obligé) à sortir la poubelle.
Ο πατέρας του τον ανάγκασε να βγάλει έξω τα σκουπίδια.

εξαναγκασμός

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)

ταΐζω με το ζόρι

(un animal)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Η απεργία πείνας της έληξε όταν την τάισαν με το ζόρι.

εκτοπισμός

locution verbale

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)

υποχρεώνω, αναγκάζω, εξαναγκάζω

locution verbale

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Le comportement de Daniel a forcé sa mère à s'excuser de sa part.
Η συμπεριφορά του Ντάνιελ ανάγκασε τη μητέρα του να ζητήσει συγγνώμη εκ μέρους του.

μπαίνω με το ζόρι

locution verbale

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Elle a cherché à le laisser dehors mais il a forcé le passage et est entré.

αναγκάζω κπ να κάνει κτ

locution verbale

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
J'aurais aimé travailler à l'étranger mais mes obligations familiales m'ont contraint à rester dans ce pays.

αναγκάζω τον εαυτό μου να κάνει κτ

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

κάνω διάρρηξη

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Les voleurs sont entrés par effraction et ont vidé le coffre.
Οι ληστές έκαναν διάρρηξη και παραβίασαν το χρηματοκιβώτιο.

αναγκάζω, υποχρεώνω, εξαναγκάζω

(κπ, κπ να κάνει κτ)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
La menace de licenciement contraignit Tricia à dire la vérité sur ce qu'elle avait vu.

με τη βία

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

εμπνέω σεβασμό/δέος

locution verbale

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

βγάζω έξω με το ζόρι

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Il n'avait pas envie de l'admettre mais il l'a dit du bout des lèvres.

ρίχνω στο κρεβάτι

locution verbale (plus soutenu)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Une mauvaise grippe peut vous forcer à rester allité plusieurs jours.

σπρώχνω

verbe transitif

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

καταπίνω κτ με δυσκολία

locution verbale

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

ανοίγω με λοστό

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

υπερεκτείνω

(Médecine, Sport)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

αναγκάζω, εξαναγκάζω

verbe transitif

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

εξωθώ κπ σε κτ

ταΐζω κπ/κτ κτ με το ζόρι

(un animal)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

επιβάλλω κτ σε κπ

(figuré)

πραγματοποιώ αναγκαστική προσγείωση

locution verbale

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

αναγκάζω, εξαναγκάζω, καταναγκάζω, υποχρεώνω

locution verbale

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

αναγκάζω κπ να φύγει από κτ

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

κάνω κάτι βίαια, απότομα

(μεταφορικά)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Ils ont tenté de faire passer cette loi en force.

παραβιάζω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Παραβίασε με τη σκύλα την κλειδαριά και έτσι μπορέσαμε να μπουκάρουμε στο δωμάτιο.

αναγκάζω, υποχρεώνω

(κάποιον να κάνει κάτι)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Le gouvernement a été contraint d'accepter le traité.

εξαναγκάζω

(κάποιον να κάνει κάτι)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

αναγκάζω κπ να κάνει κτ, εξαναγκάζω κπ να κάνει κτ

locution verbale

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

επιβάλλω

verbe transitif

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Le président a forcé le passage de cette loi.

πιέζω κπ να κάνει κτ

locution verbale

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
L'intervieweur m'a forcé à faire des commentaires que j'ai regrettés plus tard.

αναγκάζω

(κάποιον να κάνει κάτι)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Le chat a traversé la route, faisant faire une embardée à Ellen et provoquant un accident.
ⓘCette phrase n'est pas une traduction de la phrase originale. Η γάτα έτρεξε έξω στο δρόμο, αναγκάζοντάς την να στρίψει απότομα και να τρακάρει το αυτοκίνητο.

το παρακάνω

(καθομιλουμένη)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
J'ai trop forcé sur le chocolat aujourd'hui : deux parts de gâteau au chocolat à la fête, puis de la glace au chocolat dans la soirée.
Το παράκανα με τη σοκολάτα σήμερα: δυο κομμάτια τούρτα σοκολάτα στο πάρτι και μετά παγωτό σοκολάτα το βράδυ.

πιέζω

locution verbale (κάποιον να κάνει κάτι)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
L'huissier pousse (or: force) les débiteurs à payer en les appelant sans cesse.
Ο εισπράκτορας πιέζει του οφειλέτες να πληρώσουν τηλεφωνώντας οποιαδήποτε ώρα της ημέρας.

αναγκάζω

locution verbale

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Ils ont forcé l'otage à leur donner les noms qu'ils voulaient.

αναγκάζω

locution verbale (figuré)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

κουράζω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Il a trop forcé sur la fin de la course et s'est claqué un tendon.

πιέζω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

κάνω διάρηξη σε κτ

(maison)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Des criminels ont pénétré dans la maison par effraction.
ⓘCette phrase n'est pas une traduction de la phrase originale. Από όταν μπήκαν κλέφτες στο σπίτι της, η Άννα φοβάται να μείνει μόνη.

Ας μάθουμε Γαλλικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του forcer στο Γαλλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Γαλλικά.

Σχετικές λέξεις του forcer

Γνωρίζετε για το Γαλλικά

Γαλλικά (le français) είναι μια ρομανική γλώσσα. Όπως τα ιταλικά, τα πορτογαλικά και τα ισπανικά, προέρχεται από τα δημοφιλή λατινικά, που κάποτε χρησιμοποιήθηκαν στη Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία. Ένα γαλλόφωνο άτομο ή χώρα μπορεί να ονομαστεί «γαλλόφωνος». Τα γαλλικά είναι η επίσημη γλώσσα σε 29 χώρες. Τα γαλλικά είναι η τέταρτη πιο ομιλούμενη μητρική γλώσσα στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Τα γαλλικά κατατάσσονται στην τρίτη θέση στην ΕΕ, μετά τα αγγλικά και τα γερμανικά, και είναι η δεύτερη πιο ευρέως διδασκόμενη γλώσσα μετά τα αγγλικά. Η πλειοψηφία του γαλλόφωνου πληθυσμού του κόσμου ζει στην Αφρική, με περίπου 141 εκατομμύρια Αφρικανούς από 34 χώρες και περιοχές που μπορούν να μιλούν γαλλικά ως πρώτη ή δεύτερη γλώσσα. Τα γαλλικά είναι η δεύτερη πιο ευρέως ομιλούμενη γλώσσα στον Καναδά, μετά τα αγγλικά, και οι δύο είναι επίσημες γλώσσες σε ομοσπονδιακό επίπεδο. Είναι η πρώτη γλώσσα 9,5 εκατομμυρίων ανθρώπων ή το 29% και η δεύτερη γλώσσα 2,07 εκατομμυρίων ανθρώπων ή το 6% του συνόλου του πληθυσμού του Καναδά. Σε αντίθεση με άλλες ηπείρους, τα γαλλικά δεν έχουν δημοτικότητα στην Ασία. Επί του παρόντος, καμία χώρα στην Ασία δεν αναγνωρίζει τα γαλλικά ως επίσημη γλώσσα.