Τι σημαίνει το faster στο Αγγλικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης faster στο Αγγλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του faster στο Αγγλικά.

Η λέξη faster στο Αγγλικά σημαίνει γρηγορότερος, ταχύτερος, πιο γρήγορος από κπ/κτ, γρηγορότερος, ταχύτερος, πιο γρήγορος από κπ/κτ, γρηγορότερα, ο γρηγορότερος, γρήγορος, γοργός, γρήγορα, σταθερά, νηστεία, μπροστά, νηστεύω, κάνω απεργία πείνας, ευαίσθητος, σταθερός, εύκολος, σταθερός, στενός, νωρίτερα. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης faster

γρηγορότερος, ταχύτερος

adjective (able to move more quickly)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Which is faster, a cougar or a tiger?
Ποιο είναι γρηγορότερο, ένα κούγκαρ ή μια τίγρης;

πιο γρήγορος από κπ/κτ

(able to move more quickly than)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Superman is faster than a speeding bullet.

γρηγορότερος, ταχύτερος

adjective (less time-consuming)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Let's have soup, it's faster to make.
Ας φάμε σούπα, είναι πιο γρήγορο να τη φτιάξουμε.

πιο γρήγορος από κπ/κτ

(less time-consuming than)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Ian mostly eats ready-meals because they are faster than cooking from scratch.

γρηγορότερα

adverb (more quickly)

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
You'll go down faster if you wax your skis.
Θα φτάσεις κάτω γρηγορότερα αν κερώσεις τα σκι σου.

ο γρηγορότερος

noun (quicker of two)

(φράση ως ουσιαστικό αρσενικό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους, π.χ. φακός επαφής, καθηγητής φυσικής αγωγήςκλπ.)

γρήγορος, γοργός

adjective (quick, rapid) (με μεγάλη ταχύτητα)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
The fast fox caught the chicken.
ⓘΑυτή η πρόταση δεν είναι μετάφραση της αγγλικής πρότασης. Η κυβέρνηση αποφάσισε ότι πρέπει να προβεί σε ταχύ μετασχηματισμό.

γρήγορα

adverb (quickly)

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
She ran fast to catch the train.
Έτρεξε γρήγορα (or: γοργά) για να φτάσει το τρένο.

σταθερά

adverb (non-negotiable)

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
He plans to hold fast to his asking price.
Σχεδιάζει να επιμείνει σταθερά στην τιμή που ζητά.

νηστεία

noun (period without food)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
The fast lasts for forty days.
Η νηστεία διαρκεί σαράντα μέρες.

μπροστά

adjective (clock: ahead of time)

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
That clock is five minutes fast.
Εκείνο το ρολόι πάει πέντε λεπτά μπροστά.

νηστεύω

intransitive verb (not eat for a period)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Some religions require its followers to fast during a holy season.
Μερικές θρησκείες υποχρεώνουν τους πιστούς να νηστεύουν κατά τη διάρκεια μιας ιερής περιόδου.

κάνω απεργία πείνας

intransitive verb (protest by not eating)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
To protest his treatment, the prisoner decided to fast.
Για να διαμαρτυρηθεί για τη μεταχείρισή του, ο φυλακισμένος αποφάσισε να κάνει απεργία πείνας.

ευαίσθητος

adjective (film: sensitive)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
This is a fast film, so don't expose it too long.
Αυτό το φιλμ είναι ευαίσθητο, γι' αυτό μην το εκθέτεις για πολλή ώρα.

σταθερός

adjective (fixed)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Don't worry about that handle - it's fast now.
Μην ανησυχείς για αυτό το χερούλι - είναι σταθερό τώρα.

εύκολος

adjective (slang (promiscuous) (καθομ, μειωτικό)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Stay away from her - everyone says she is fast.
Μείνε μακριά της - όλοι λένε ότι είναι εξώλης και προώλης.

σταθερός

adjective (colour: does not fade)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Yes, these colours are fast and should not bleed.
Ναι, αυτά τα χρώματα είναι σταθερά και δεν πρέπει να στάζουν.

στενός

adjective (friend: close, loyal)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Through the years, they remained fast friends.
Όλα αυτά τα χρόνια έμειναν στενοί φίλοι.

νωρίτερα

adverb (ahead of time)

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
His presentation ran fast, so they had time for questions at the end.
Η παρουσίασή του ξεκίνησε νωρίτερα, οπότε είχαν χρόνο για ερωτήσεις στο τέλος.

Ας μάθουμε Αγγλικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του faster στο Αγγλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Αγγλικά.

Σχετικές λέξεις του faster

Γνωρίζετε για το Αγγλικά

Τα αγγλικά προέρχονται από γερμανικές φυλές που μετανάστευσαν στην Αγγλία και έχουν εξελιχθεί σε μια περίοδο άνω των 1.400 ετών. Τα αγγλικά είναι η τρίτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, μετά τα κινέζικα και τα ισπανικά. Είναι η πιο μαθημένη δεύτερη γλώσσα και η επίσημη γλώσσα σχεδόν 60 κυρίαρχων χωρών. Αυτή η γλώσσα έχει μεγαλύτερο αριθμό ομιλητών ως δεύτερη και ξένη γλώσσα από τους μητρικούς ομιλητές. Τα αγγλικά είναι επίσης η επίσημη γλώσσα των Ηνωμένων Εθνών, της Ευρωπαϊκής Ένωσης και πολλών άλλων διεθνών και περιφερειακούς οργανισμούς. Σήμερα, οι αγγλόφωνοι σε όλο τον κόσμο μπορούν να επικοινωνούν με σχετική ευκολία.