Τι σημαίνει το faith στο Αγγλικά;
Ποια είναι η σημασία της λέξης faith στο Αγγλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του faith στο Αγγλικά.
Η λέξη faith στο Αγγλικά σημαίνει πίστη, εμπιστοσύνη, πίστη, πίστη, αφοσίωση, πράξη πίστης, εκδήλωση ευσυνειδησίας, άρθρο της πίστης, άρθρο της πίστης, τυφλή πίστη, αθέτηση υπόσχεσης, κρίση πίστεως, θεραπευτής της πίστης, θεραπεύτρια της πίστης, θεραπεία μέσω της πίστης, ευελπιστώ, έχω πίστη, πιστεύω, κακόβουλα, καλόπιστα, με καλές προθέσεις, μένω πιστός, άλμα πίστης, στηρίζω τις ελπίδες μου σε κπ/κτ, πίστη, αφοσίωση. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.
Σημασία της λέξης faith
πίστη, εμπιστοσύνηnoun (belief without proof) (πεποίθηση) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Though he couldn't prove it, he had faith that the package would arrive on time. Αν και δεν μπορούσε να το αποδείξει, είχε πίστη (or: εμπιστοσύνη) ότι το πακέτο θα έφτανε εγκαίρως. |
πίστηnoun (religious belief) (θρησκεία) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) His faith in God led him to believe in Heaven. Η πίστη του στο Θεό τον έκανε να πιστεύει στον Παράδεισο. |
πίστηnoun (trust) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) She had faith that he would do as he said. Του είχε εμπιστοσύνη ότι θα έκανε αυτό που είπε. |
αφοσίωσηnoun (loyalty) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) He shows great faith towards his friends. Δείχνει αληθινή αφοσίωση στους φίλους του. |
πράξη πίστηςnoun (out of religious conviction) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Going on a religious pilgrimage is an act of faith. |
εκδήλωση ευσυνειδησίαςnoun (demonstration of earnestness) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Putting down a deposit is considered an act of faith. |
άρθρο της πίστηςnoun (religion: statement of belief) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) The Nicene Creed states the articles of faith of most Christian believers. |
άρθρο της πίστηςnoun (tenet, belief) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) |
τυφλή πίστηnoun (unquestioning devotion) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) You should try not to take things on blind faith. |
αθέτηση υπόσχεσηςnoun (betrayal) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) |
κρίση πίστεωςnoun (struggle with religious belief) (λόγιος) (φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.) |
θεραπευτής της πίστης, θεραπεύτρια της πίστηςnoun ([sb]: heals with prayer, etc.) |
θεραπεία μέσω της πίστηςnoun (healing through prayer) (φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.) |
ευελπιστώ(trust: future) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) I have faith that I will be able to pay the rent this month. |
έχω πίστη(religion: believe) (ρηματική έκφραση: Συνδυασμός βοηθητικού ρήματος και ουσιαστικού, επιθέτου ή μετοχής, π.χ. γίνομαι γιατρός, είμαι ψηλός, είμαι κουρασμένος κλπ.) |
πιστεύωverbal expression (religion: believe) (θρησκεία) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) I have faith in God. |
κακόβουλαadverb (intending to deceive [sb]) (επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) You acted in bad faith when you sold me a car you knew had been stolen. |
καλόπισταadverb (on trust) (επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) The carpenter asked for a partial payment in advance, which we paid in good faith. |
με καλές προθέσειςexpression (honestly) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) I entered into the lease agreement in good faith, but after a month without a working shower I've begun withholding a portion of my rent. |
μένω πιστόςverbal expression (stay true to beliefs) (ρηματική έκφραση: Συνδυασμός βοηθητικού ρήματος και ουσιαστικού, επιθέτου ή μετοχής, π.χ. γίνομαι γιατρός, είμαι ψηλός, είμαι κουρασμένος κλπ.) Cahill urged fans to keep the faith after the team slumped to its eighth loss in 12 matches. |
άλμα πίστηςnoun (figurative (act of blind trust) (μεταφορικά) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) Acceptance of the plan will require a leap of faith. |
στηρίζω τις ελπίδες μου σε κπ/κτtransitive verb (trust, believe in) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) We need to do something now; we can't put faith in their promises of a future solution. As an atheist, I put my faith in the power of the human mind. |
πίστη, αφοσίωσηnoun (devotion, strong belief) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Every religious zealot believes that theirs is the one true faith. Since I discovered the one true faith my life has been at peace. Κάθε θρησκευόμενος ζηλωτής πιστεύει ότι η δική του είναι η μοναδική πίστη. Από τη στιγμή που ανακάλυψα τη μοναδική πίστη η ζωή μου έχει ηρεμήσει. |
Ας μάθουμε Αγγλικά
Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του faith στο Αγγλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Αγγλικά.
Σχετικές λέξεις του faith
Συνώνυμα
Ενημερωμένες λέξεις του Αγγλικά
Γνωρίζετε για το Αγγλικά
Τα αγγλικά προέρχονται από γερμανικές φυλές που μετανάστευσαν στην Αγγλία και έχουν εξελιχθεί σε μια περίοδο άνω των 1.400 ετών. Τα αγγλικά είναι η τρίτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, μετά τα κινέζικα και τα ισπανικά. Είναι η πιο μαθημένη δεύτερη γλώσσα και η επίσημη γλώσσα σχεδόν 60 κυρίαρχων χωρών. Αυτή η γλώσσα έχει μεγαλύτερο αριθμό ομιλητών ως δεύτερη και ξένη γλώσσα από τους μητρικούς ομιλητές. Τα αγγλικά είναι επίσης η επίσημη γλώσσα των Ηνωμένων Εθνών, της Ευρωπαϊκής Ένωσης και πολλών άλλων διεθνών και περιφερειακούς οργανισμούς. Σήμερα, οι αγγλόφωνοι σε όλο τον κόσμο μπορούν να επικοινωνούν με σχετική ευκολία.