Τι σημαίνει το expert στο Γαλλικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης expert στο Γαλλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του expert στο Γαλλικά.

Η λέξη expert στο Γαλλικά σημαίνει εκτιμητής, εκτημήτρια, ειδικός, συμβιβαστής, εκτιμητής, εμπειρογνώμονας, εκτιμητής, εκτιμήτρια, εκτιμητής, εκτιμήτρια, ειδικός, ειδικός, αστέρι, ειδικός, πρακτικός, ειδικός, αστέρι, ειδικός, μάστορας, ειδικός, επιστήμονας, γκουρού, ειδικός, σχολιαστής, αξιόπιστος, αστέρι, άριστος, σύμβουλος, ορκωτός λογιστής, ορκωτή λογίστρια, ορκωτός λογιστής, ορκωτή λογίστρια, λογιστής, λογίστρια, από ειδικό, από εμπειρογνώμονα, αστέρι, εγκληματολογικός, επιδέξιος, επιτήδειος, δεξιοτεχνικός, άψογα καταρτισμένος, ειδικός, αυτός που κάνει καμουφλάζ, υγιεινολόγος, οικονομικός ειδήμων, αυθεντία, κοινωνιολόγος, επιθεωρητής σκαφών, επιθεωρήτρια σκαφών, καλός σε κτ, ταλαντούχος σε κτ, δεινός γνώστης, δεινή γνώστρια, βουλευτικός ειδήμων, δεξιοτέχνης, αξιολογητής, αξιολογήτρια, άριστος, εξαιρετικός, αναμείκτης, αναμείκτρια, υπεύθυνος τύπου, <div></div><div>(<i>β' συνθετικό</i>: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλό<i>βαθμος</i>, χαμηλό<i>βαθμος</i>κλπ.)</div>. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης expert

εκτιμητής, εκτημήτρια

(ουσιαστικό αρσενικό, ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού και θηλυκού γένους. Αναφέρονται αμφότερα καθώς ο ξενόγλωσσος όρος αναφέρεται και στα δύο γένη.)

ειδικός

Si les grenouilles t’intéressent, John est un expert.
Αν θέλεις να μάθεις για τα βατράχια, ο Τζον είναι ειδικός.

συμβιβαστής

(που λύνει προβλήματα)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)

εκτιμητής, εμπειρογνώμονας

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)

εκτιμητής, εκτιμήτρια

(ουσιαστικό αρσενικό, ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού και θηλυκού γένους. Αναφέρονται αμφότερα καθώς ο ξενόγλωσσος όρος αναφέρεται και στα δύο γένη.)

εκτιμητής, εκτιμήτρια

(ουσιαστικό αρσενικό, ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού και θηλυκού γένους. Αναφέρονται αμφότερα καθώς ο ξενόγλωσσος όρος αναφέρεται και στα δύο γένη.)

ειδικός

(με γνώσεις και εμπειρία)

(ουσιαστικοποιημένο επίθετο: Επίθετο που χρησιμοποιείται ως ουσιαστικό, π.χ. κάνε το καλό και ρίξτο στον γυαλό, οι πλούσιοι, κλπ.)
C'est un expert en bridge mondialement reconnu.

ειδικός

Un expert de l'industrie affirme que notre nouveau produit est voué au succès.

αστέρι

(καθομ, μεταφορικά)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Dan est un expert en pâtisserie.
Ο Νταν είναι αστέρι στη ζαχαροπλαστική.

ειδικός

(σε κάτι)

Lisa a fait sa thèse sur Foucault et est donc experte en la matière.
Η Λίζα έγραψε τη διδακτορική διατριβή της με θέμα τον Φουκώ, οπότε είναι ειδικός στο αντικείμενο.

πρακτικός

(œil)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

ειδικός

(σε κάτι)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Je suis un expert pour identifier les papillons.
Είμαι πολύ καλός στο να ταυτοποιώ πεταλούδες.

αστέρι

(μεταφορικά)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Ma petite sœur est une véritable experte en informatique.
Η αδερφή μου είναι αστέρι στους υπολογιστές.

ειδικός

L'expert en informatique est venu régler le problème.
ⓘCette phrase n'est pas une traduction de la phrase originale. Ήρθε ο γιατρός και μας έφτιαξε τον υπολογιστή.

μάστορας

(μεταφορικά, καθομιλουμένη)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
Είναι μάστορας (or: μετρ) στο να επισκευάζει παλιά αυτοκίνητα.

ειδικός

(σε κάτι)

Nous avons besoin d'un spécialiste de Sartre pour venir parler de l'existentialisme français à notre conférence.

επιστήμονας

(ουσιαστικό αρσενικό/θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού ή θηλυκού γένους, π.χ. ο/η μηχανικός, ο/η δικηγόρος κλπ.)

γκουρού

(figuré) (μεταφορικά)

(ουσιαστικό αρσενικό/θηλυκό άκλιτο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού ή θηλυκού γένους και δεν κλίνεται, π.χ. ρόκερ, ντιτζέι κλπ. Συχνά είναι ξενικής προέλευσης.)

ειδικός

(professionnel)

On voit bien que c'est un spécialiste à sa façon de travailler.
Μπορείς να καταλάβεις πως είναι ειδικός από τον τρόπο που δουλεύει.

σχολιαστής

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
Une spécialiste a dit croire qu'une invasion était imminente.
Ένας σχολιαστής είπε ότι εκείνη σκέφτηκε πως επίκειται εισβολή.

αξιόπιστος

(όσον αφορά σε κάτι)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

αστέρι

(familier)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

άριστος

(familier)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Annie Oakley a commencé à tirer à huit ans et était une as du fusil à quinze. Un crack de la presse à scandale a révélé l'affaire au grand public.

σύμβουλος

(ουσιαστικό αρσενικό/θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού ή θηλυκού γένους, π.χ. ο/η μηχανικός, ο/η δικηγόρος κλπ.)
Un consultant est venu analyser la structure de notre entreprise.
Ένας σύμβουλος ήρθε να αναλύσει τη δομή της εταιρείας μας.

ορκωτός λογιστής, ορκωτή λογίστρια

nom masculin

ορκωτός λογιστής, ορκωτή λογίστρια

nom masculin

λογιστής, λογίστρια

nom masculin

(ουσιαστικό αρσενικό, ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού και θηλυκού γένους. Αναφέρονται αμφότερα καθώς ο ξενόγλωσσος όρος αναφέρεται και στα δύο γένη.)

από ειδικό, από εμπειρογνώμονα

locution adjectivale (conseil, avis...)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
La police a rencontré un docteur afin d'avoir un avis d'expert (or: l'avis d'un expert).
Η αστυνομία συμβουλεύτηκε ένα γιατρό για να πάρει μια εμπεριστατωμένη άποψη.

αστέρι

(μεταφορικά)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Natasha est notre génie des maths.

εγκληματολογικός

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Mary voulait travailler dans le secteur de la criminalistique.

επιδέξιος, επιτήδειος, δεξιοτεχνικός

(compétent)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Elle est experte (or: excellente) pour aider les gens à développer leurs points forts.

άψογα καταρτισμένος

adjectif

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Le professeur était expert dans son domaine mais c'est tout.

ειδικός

Bob est expert en vin.

αυτός που κάνει καμουφλάζ

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

υγιεινολόγος

nom masculin

(ουσιαστικό αρσενικό/θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού ή θηλυκού γένους, π.χ. ο/η μηχανικός, ο/η δικηγόρος κλπ.)

οικονομικός ειδήμων

(οικονομολόγος)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
Atkins apparaît régulièrement à la télévision en tant qu'expert financier.

αυθεντία

nom masculin

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

κοινωνιολόγος

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)

επιθεωρητής σκαφών, επιθεωρήτρια σκαφών

nom masculin

καλός σε κτ, ταλαντούχος σε κτ

Il était compétent dans de nombreux domaines pratiques.

δεινός γνώστης, δεινή γνώστρια

(με γενική: ενός θέματος)

βουλευτικός ειδήμων

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)

δεξιοτέχνης

(σε κάτι)

(ουσιαστικό σε θέση επιθέτου: Ουσιαστικό που χρησιμοποιείται ως επίθετο, π.χ. είμαι χώμα από την κούραση κλπ.)
Ma mère est douée en couture et en pâtisserie.
Η μητέρα μου είναι μαστόρισσα στην τέχνη του ραψίματος και του ψησίματος.

αξιολογητής, αξιολογήτρια

(ουσιαστικό αρσενικό, ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού και θηλυκού γένους. Αναφέρονται αμφότερα καθώς ο ξενόγλωσσος όρος αναφέρεται και στα δύο γένη.)

άριστος, εξαιρετικός

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Ο Φρανκ είναι άριστος (or: εξαιρετικός) κολυμβητής.

αναμείκτης, αναμείκτρια

(άτομο)

(ουσιαστικό αρσενικό, ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού και θηλυκού γένους. Αναφέρονται αμφότερα καθώς ο ξενόγλωσσος όρος αναφέρεται και στα δύο γένη.)
En matière de recettes de thé maison, Celia est une mélangeuse hors pair.

υπεύθυνος τύπου

(φράση ως ουσιαστικό αρσενικό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους, π.χ. φακός επαφής, καθηγητής φυσικής αγωγήςκλπ.)

<div></div><div>(<i>β' συνθετικό</i>: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλό<i>βαθμος</i>, χαμηλό<i>βαθμος</i>κλπ.)</div>

(alerte)

Ας μάθουμε Γαλλικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του expert στο Γαλλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Γαλλικά.

Σχετικές λέξεις του expert

Γνωρίζετε για το Γαλλικά

Γαλλικά (le français) είναι μια ρομανική γλώσσα. Όπως τα ιταλικά, τα πορτογαλικά και τα ισπανικά, προέρχεται από τα δημοφιλή λατινικά, που κάποτε χρησιμοποιήθηκαν στη Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία. Ένα γαλλόφωνο άτομο ή χώρα μπορεί να ονομαστεί «γαλλόφωνος». Τα γαλλικά είναι η επίσημη γλώσσα σε 29 χώρες. Τα γαλλικά είναι η τέταρτη πιο ομιλούμενη μητρική γλώσσα στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Τα γαλλικά κατατάσσονται στην τρίτη θέση στην ΕΕ, μετά τα αγγλικά και τα γερμανικά, και είναι η δεύτερη πιο ευρέως διδασκόμενη γλώσσα μετά τα αγγλικά. Η πλειοψηφία του γαλλόφωνου πληθυσμού του κόσμου ζει στην Αφρική, με περίπου 141 εκατομμύρια Αφρικανούς από 34 χώρες και περιοχές που μπορούν να μιλούν γαλλικά ως πρώτη ή δεύτερη γλώσσα. Τα γαλλικά είναι η δεύτερη πιο ευρέως ομιλούμενη γλώσσα στον Καναδά, μετά τα αγγλικά, και οι δύο είναι επίσημες γλώσσες σε ομοσπονδιακό επίπεδο. Είναι η πρώτη γλώσσα 9,5 εκατομμυρίων ανθρώπων ή το 29% και η δεύτερη γλώσσα 2,07 εκατομμυρίων ανθρώπων ή το 6% του συνόλου του πληθυσμού του Καναδά. Σε αντίθεση με άλλες ηπείρους, τα γαλλικά δεν έχουν δημοτικότητα στην Ασία. Επί του παρόντος, καμία χώρα στην Ασία δεν αναγνωρίζει τα γαλλικά ως επίσημη γλώσσα.