Τι σημαίνει το European στο Αγγλικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης European στο Αγγλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του European στο Αγγλικά.

Η λέξη European στο Αγγλικά σημαίνει ευρωπαϊκός, ευρωπαϊκός, ευρωπαϊκός, Ευρωπαίος, Ευρωπαία, αντίθετος προς την Ευρωπαϊκή Ένωση, ΕΚ, Ευρωπαϊκό Κέντρο Πρόληψης και Ελέγχου Νόσων, ΕΟΚ, Ευρωπαϊκή Ζώνη Ελεύθερων Συναλλαγών, Ευρωπαϊκό Νομισματικό Σύστημα, ΕΟΔ, ΕΕ. Ε.Ε., Ευρωπαϊκή Οικονομική Κοινότητα, Ευρωπαϊκός Οργανισμός Διαστήματος, Ευρωπαϊκή Ένωση, ινδοευρωπαϊκές γλώσσες, ινδοευρωπαϊκός, πανευρωπαϊκός. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης European

ευρωπαϊκός

adjective (geography)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
France is a European country.
Η Γαλλία είναι ευρωπαϊκή χώρα.

ευρωπαϊκός

adjective (of Europe)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Roman and Gothic are examples of early European architecture.
Η ρωμαϊκή και η γοτθική αρχιτεκτονική είναι παραδείγματα της πρώιμης ευρωπαϊκής αρχιτεκτονικής.

ευρωπαϊκός

adjective (of European Community)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
The new European laws affect all member states.
Οι νέοι ευρωπαϊκοί νόμοι ισχύουν για όλα τα κράτη μέλη.

Ευρωπαίος, Ευρωπαία

noun (person) (άτομο)

Italian, French, Irish - it makes no difference now, we're all Europeans.
Τι κι αν είσαι Ιταλός ή Γάλλος ή Ιρλανδός; Καμία σημασία δεν έχει στη σημερινή εποχή. Είμαστε όλοι Ευρωπαίοι.

αντίθετος προς την Ευρωπαϊκή Ένωση

adjective (hostile to European Union)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
The politician is well-known for his anti-European opinions.

ΕΚ

noun (historical, initialism (European Community) (σντμ: Ευρωπαϊκή Κοινότητα)

(ουσιαστικό θηλυκό άκλιτο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους και δεν κλίνεται, π.χ. μακιγιέζ, μπέιμπι-σίτερ κλπ. Συχνά είναι ξενικής προέλευσης.)
The EC was formed in 1957.

Ευρωπαϊκό Κέντρο Πρόληψης και Ελέγχου Νόσων

noun (initialism (European Centre for Disease Prevention and Control)

(φράση ως ουσιαστικό αρσενικό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους, π.χ. φακός επαφής, καθηγητής φυσικής αγωγήςκλπ.)

ΕΟΚ

noun (historical, initialism (European Economic Community) (σντμ: Ευρωπαϊκή Οικονομική Κοινότητα)

(ουσιαστικό θηλυκό άκλιτο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους και δεν κλίνεται, π.χ. μακιγιέζ, μπέιμπι-σίτερ κλπ. Συχνά είναι ξενικής προέλευσης.)
The EEC was established in 1957 to integrate European economies.

Ευρωπαϊκή Ζώνη Ελεύθερων Συναλλαγών

noun (initialism (European Free Trade Association)

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)

Ευρωπαϊκό Νομισματικό Σύστημα

noun (initialism (European Monetary System)

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)

ΕΟΔ

noun (initialism (European Space Agency) (σντμ: Eυρωπαϊκός Οργανισμός Διαστήματος)

(ουσιαστικό αρσενικό άκλιτο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους και δεν κλίνεται, π.χ. μασέρ, αντικέρ κλπ. Συχνά είναι ξενικής προέλευσης.)

ΕΕ. Ε.Ε.

noun (initialism (European Union)

(ουσιαστικό θηλυκό άκλιτο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους και δεν κλίνεται, π.χ. μακιγιέζ, μπέιμπι-σίτερ κλπ. Συχνά είναι ξενικής προέλευσης.)
Many of the EU's institutions are based in Brussels.

Ευρωπαϊκή Οικονομική Κοινότητα

noun (historical (economic alliance)

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)

Ευρωπαϊκός Οργανισμός Διαστήματος

noun (space exploration organization)

(φράση ως ουσιαστικό αρσενικό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους, π.χ. φακός επαφής, καθηγητής φυσικής αγωγήςκλπ.)

Ευρωπαϊκή Ένωση

noun (political union)

Croatia became a member of the European Union in 2013.

ινδοευρωπαϊκές γλώσσες

noun (language family)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

ινδοευρωπαϊκός

adjective (related to language family)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

πανευρωπαϊκός

adjective (across all of Europe)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
The Commission has launched a pan-European initiative.

Ας μάθουμε Αγγλικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του European στο Αγγλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Αγγλικά.

Σχετικές λέξεις του European

Γνωρίζετε για το Αγγλικά

Τα αγγλικά προέρχονται από γερμανικές φυλές που μετανάστευσαν στην Αγγλία και έχουν εξελιχθεί σε μια περίοδο άνω των 1.400 ετών. Τα αγγλικά είναι η τρίτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, μετά τα κινέζικα και τα ισπανικά. Είναι η πιο μαθημένη δεύτερη γλώσσα και η επίσημη γλώσσα σχεδόν 60 κυρίαρχων χωρών. Αυτή η γλώσσα έχει μεγαλύτερο αριθμό ομιλητών ως δεύτερη και ξένη γλώσσα από τους μητρικούς ομιλητές. Τα αγγλικά είναι επίσης η επίσημη γλώσσα των Ηνωμένων Εθνών, της Ευρωπαϊκής Ένωσης και πολλών άλλων διεθνών και περιφερειακούς οργανισμούς. Σήμερα, οι αγγλόφωνοι σε όλο τον κόσμο μπορούν να επικοινωνούν με σχετική ευκολία.