Τι σημαίνει το enfermer στο Γαλλικά;
Ποια είναι η σημασία της λέξης enfermer στο Γαλλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του enfermer στο Γαλλικά.
Η λέξη enfermer στο Γαλλικά σημαίνει κρύβω, κλειδώνω κπ/κτ μέσα, κλείνω κπ/κτ μέσα, κλείνω κτ κάπου, κλείνω στο κοτέτσι, περικλείω, απομονώνω, κλειδώνω, κλειδώνω, περικλείω, φυλακίζω, θέτω υπό περιορισμό, θέτω υπό κράτηση, χώνω, κλείνω, εγκλωβίζω, περιορίζω, κλείνω, χώνω κπ μέσα, απομονώνω, περιορίζω, περικλείω, απομονώνομαι, κλειδώνομαι έξω, κλειδώνομαι απ΄ έξω, κλειδώνω κπ έξω, κλειδώνω κπ έξω από κτ, χώνω κπ σε κτ, κλείνω σε ψυχιατρική κλινική, κλείνω σε δοχείο, σφραγίζω κτ μέσα σε κτ. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.
Σημασία της λέξης enfermer
κρύβω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
κλειδώνω κπ/κτ μέσαverbe transitif Le policier a jeté les deux hommes dans une cellule et les a enfermés. |
κλείνω κπ/κτ μέσαverbe transitif (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Nous enfermons toujours le chat pendant qu'il mange pour que le chien ne le dérange pas. |
κλείνω κτ κάπουverbe transitif (des animaux) |
κλείνω στο κοτέτσιverbe transitif (de la volaille) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Nous enfermons nos poulets la nuit et les laissons en liberté le jour. Περιορίζουμε τα κοτόπουλά μας τη νύχτα και τα αφήνουμε να περιπλανιούνται ελεύθερα κατά τη διάρκεια της νύχτας. |
περικλείω, απομονώνωverbe transitif (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Les anciens Egyptiens enfermaient dans le tombeau des Pharaons les choses dont ils auraient besoin dans l'au-delà. |
κλειδώνω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
κλειδώνωverbe transitif (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Elle a enfermé le chien dans sa niche. Κλείδωσε τον σκύλο στο σπιτάκι του. |
περικλείωverbe transitif (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
φυλακίζω
(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.) |
θέτω υπό περιορισμό, θέτω υπό κράτηση
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Les détenus restaient confinés jusqu'à 20 heures par jour. Οι φυλακισμένοι ήταν έγκλειστοι για ως και 20 ώρες την ημέρα. |
χώνω, κλείνω(μεταφορικά, καθομ: μέσα σε κτ) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Ils l'ont enfermé dans une cellule qui lui laissait à peine de place pour bouger. Τον έκλεισαν (or: έχωσαν) σ' ένα κελί που ήταν μόλις και μετά βίας αρκετά μεγάλο ώστε να μετακινείται. |
εγκλωβίζω, περιορίζω, κλείνω(μεταφορικά) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Les parents de Marie l'enferment trop dans la maison. ⓘCette phrase n'est pas une traduction de la phrase originale. Τη μέρα που θα γίνω 30 θα κλειστώ στην κρεβατοκάμαρά μου. |
χώνω κπ μέσα(μεταφορικά, καθομιλουμένη) Le juge devrait emprisonner (or: enfermer) le meurtrier et jeter la clé. Ο δικαστής έπρεπε να χώσει τον δολοφόνο μέσα και να πετάξει το κλειδί! |
απομονώνωverbe transitif (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
περιορίζω, περικλείωverbe transitif (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Il faut parquer (or: enfermer) la chèvre si nous ne voulons pas qu'elle s'échappe. |
απομονώνομαιverbe transitif (εγω ο ίδιος) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Les cardinaux se sont cloîtrés au Vatican jusqu'à l'élection du Pape. ⓘCette phrase n'est pas une traduction de la phrase originale. Γιατί κλειδαμπαρώθηκες στο δωμάτιό σου; Είσαι στενοχωρημένη; |
κλειδώνομαι έξω, κλειδώνομαι απ΄ έξω
|
κλειδώνω κπ έξω
J'ai commencé à tambouriner à la porte quand je me suis rendu compte qu'il m'avait enfermée dehors. Όταν συνειδητοποίησα ότι με είχε κλειδώσει απέξω, άρχισα να χτυπάω την πόρτα. |
κλειδώνω κπ έξω από κτ
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Ο Ντένις πάντα αργούσε να επιστρέψει στο σπίτι. Έτσι, η Σίλα τον κλείδωσε έξω, για να τον συμμορφώσει. |
χώνω κπ σε κτverbe transitif (μεταφορικά, αργκό: ίδρυμα) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
κλείνω σε ψυχιατρική κλινική(καθομιλουμένη) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
κλείνω σε δοχείοverbe transitif (βάζο, μπουκάλι κ.ά.) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Ils ont enfermé les lucioles dans un bocal et sont rentrés à la maison. |
σφραγίζω κτ μέσα σε κτ
L'infirmière enferma l'échantillon de sang dans une petite boîte en plastique. |
Ας μάθουμε Γαλλικά
Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του enfermer στο Γαλλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Γαλλικά.
Σχετικές λέξεις του enfermer
Ενημερωμένες λέξεις του Γαλλικά
Γνωρίζετε για το Γαλλικά
Γαλλικά (le français) είναι μια ρομανική γλώσσα. Όπως τα ιταλικά, τα πορτογαλικά και τα ισπανικά, προέρχεται από τα δημοφιλή λατινικά, που κάποτε χρησιμοποιήθηκαν στη Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία. Ένα γαλλόφωνο άτομο ή χώρα μπορεί να ονομαστεί «γαλλόφωνος». Τα γαλλικά είναι η επίσημη γλώσσα σε 29 χώρες. Τα γαλλικά είναι η τέταρτη πιο ομιλούμενη μητρική γλώσσα στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Τα γαλλικά κατατάσσονται στην τρίτη θέση στην ΕΕ, μετά τα αγγλικά και τα γερμανικά, και είναι η δεύτερη πιο ευρέως διδασκόμενη γλώσσα μετά τα αγγλικά. Η πλειοψηφία του γαλλόφωνου πληθυσμού του κόσμου ζει στην Αφρική, με περίπου 141 εκατομμύρια Αφρικανούς από 34 χώρες και περιοχές που μπορούν να μιλούν γαλλικά ως πρώτη ή δεύτερη γλώσσα. Τα γαλλικά είναι η δεύτερη πιο ευρέως ομιλούμενη γλώσσα στον Καναδά, μετά τα αγγλικά, και οι δύο είναι επίσημες γλώσσες σε ομοσπονδιακό επίπεδο. Είναι η πρώτη γλώσσα 9,5 εκατομμυρίων ανθρώπων ή το 29% και η δεύτερη γλώσσα 2,07 εκατομμυρίων ανθρώπων ή το 6% του συνόλου του πληθυσμού του Καναδά. Σε αντίθεση με άλλες ηπείρους, τα γαλλικά δεν έχουν δημοτικότητα στην Ασία. Επί του παρόντος, καμία χώρα στην Ασία δεν αναγνωρίζει τα γαλλικά ως επίσημη γλώσσα.