Τι σημαίνει το emergency στο Αγγλικά;
Ποια είναι η σημασία της λέξης emergency στο Αγγλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του emergency στο Αγγλικά.
Η λέξη emergency στο Αγγλικά σημαίνει έκτακτη ανάγκη, για περίπτωση ανάγκης, τμήμα επειγόντων περιστατικών, κλιματική έκτακτη ανάγκη, χειρόφρενο, επείγουσα ιατρική βοήθεια, έξοδος κινδύνου, αναγκαστική προσγείωση, υπηρεσία έκτακτης ιατρικής βοήθειας, υπηρεσία πρώτων βοηθειών, Τεχνικός Επείγουσας Ιατρικής, επείγουσα χειρουργική επέμβαση, Τμήμα Εκτάκτων Περιστατικών, απότομο σταμάτημα, πρώτες βοήθειες, διασώστης, διασώστρια, εντατική, σε περίπτωση έκτακτης ανάγκης, σε περίπτωση εκτάκτου ανάγκης, επείγον ιατρικό περιστατικό, κατάσταση έκτακτης ανάγκης. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.
Σημασία της λέξης emergency
έκτακτη ανάγκηnoun (situation) There was an emergency and the Prime Minister had to come back from his holiday. Προέκυψε για έκτακτη ανάγκη και ο Πρωθυπουργός έπρεπε να γυρίσει απ' τις διακοπές του. |
για περίπτωση ανάγκηςnoun as adjective (for emergencies) (φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.) Glenn always carries an emergency supply of chocolate. Ο Γκλεν έχει πάντα μαζί του μια ποσότητα σοκολάτας για περίπτωση ανάγκης. |
τμήμα επειγόντων περιστατικώνnoun (UK (emergency room) (φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.) |
κλιματική έκτακτη ανάγκηnoun (urgent need to counter climate change) (φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.) |
χειρόφρενοnoun (hand brake in car) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) You should set the emergency brake when you park on a hill. |
επείγουσα ιατρική βοήθειαnoun (urgent medical attention) (φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.) The paramedics gave emergency care at the scene of the accident. |
έξοδος κινδύνουnoun (door, way out) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) |
αναγκαστική προσγείωσηnoun (aircraft: emergency descent) |
υπηρεσία έκτακτης ιατρικής βοήθειας, υπηρεσία πρώτων βοηθειώνnoun (often plural (paramedics) (φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.) |
Τεχνικός Επείγουσας Ιατρικήςnoun (paramedic) (φράση ως ουσιαστικό αρσενικό/θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού ή θηλυκού γένους, π.χ. πολιτικός μηχανικός, Διευθύνων Σύμβουλος κλπ.) |
επείγουσα χειρουργική επέμβασηnoun (surgery: urgent) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) |
Τμήμα Εκτάκτων Περιστατικώνnoun (hospital: casualty department) (φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.) The ambulance took the injured man to the emergency room. The casualty department was filled with victims of the accident. |
απότομο σταμάτημαnoun (driving manoeuvre: sudden halt) |
πρώτες βοήθειεςnoun (initialism (emergency medical service) |
διασώστης, διασώστριαnoun (initialism (emergency medical technician) (ουσιαστικό αρσενικό, ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού και θηλυκού γένους. Αναφέρονται αμφότερα καθώς ο ξενόγλωσσος όρος αναφέρεται και στα δύο γένη.) |
εντατικήnoun (initialism (emergency room) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Where do you turn for the entrance to the ER? |
σε περίπτωση έκτακτης ανάγκης, σε περίπτωση εκτάκτου ανάγκηςadverb (in a case of urgent need) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
επείγον ιατρικό περιστατικόnoun (illness or injury needing urgent treatment) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) In case of a medical emergency, please call a doctor immediately. |
κατάσταση έκτακτης ανάγκηςnoun (disaster situation) (φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.) |
Ας μάθουμε Αγγλικά
Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του emergency στο Αγγλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Αγγλικά.
Σχετικές λέξεις του emergency
Συνώνυμα
Ενημερωμένες λέξεις του Αγγλικά
Γνωρίζετε για το Αγγλικά
Τα αγγλικά προέρχονται από γερμανικές φυλές που μετανάστευσαν στην Αγγλία και έχουν εξελιχθεί σε μια περίοδο άνω των 1.400 ετών. Τα αγγλικά είναι η τρίτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, μετά τα κινέζικα και τα ισπανικά. Είναι η πιο μαθημένη δεύτερη γλώσσα και η επίσημη γλώσσα σχεδόν 60 κυρίαρχων χωρών. Αυτή η γλώσσα έχει μεγαλύτερο αριθμό ομιλητών ως δεύτερη και ξένη γλώσσα από τους μητρικούς ομιλητές. Τα αγγλικά είναι επίσης η επίσημη γλώσσα των Ηνωμένων Εθνών, της Ευρωπαϊκής Ένωσης και πολλών άλλων διεθνών και περιφερειακούς οργανισμούς. Σήμερα, οι αγγλόφωνοι σε όλο τον κόσμο μπορούν να επικοινωνούν με σχετική ευκολία.