Τι σημαίνει το easier στο Αγγλικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης easier στο Αγγλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του easier στο Αγγλικά.

Η λέξη easier στο Αγγλικά σημαίνει ευκολότερος, εύκολος, άνετος, άνετος, ήρεμος, εύκολος, ήρεμα, υποχωρητικός, φτηνά, ανακουφίζομαι, αναπνέω πιο εύκολα, πιο εύκολο να το λες παρά να το κάνεις, κάνω κτ πιο εύκολο, κάνω κτ ευκολότερο. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης easier

ευκολότερος

adjective (comparative: more easy) (συγκριτικό)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
It would be easier to solve that math problem if you were to use a calculator.
Θα ήταν ευκολότερο να λύσεις αυτό το πρόβλημα στα μαθηματικά, αν χρησιμοποιούσες κομπιουτεράκι.

εύκολος

adjective (not difficult) (όχι δύσκολος)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Correcting the spelling was an easy job.
Η διόρθωση των ορθογραφικών λαθών ήταν εύκολη υπόθεση.

άνετος

adjective (comfortable)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
He sat in his easy chair and watched TV.
Κάθισε στην άνετη καρέκλα του και παρακολούθησε τηλεόραση.

άνετος

adjective (sufficiently wealthy) (οικονομικά)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Yes, we have an easy life here.
Ναι, έχουμε μια άνετη ζωή εδώ.

ήρεμος

adjective (relaxed)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
It was a nice, easy atmosphere at the party.
Η ατμόσφαιρα στο πάρτυ ήταν ωραία και ήρεμη.

εύκολος

adjective (slang (promiscuous) (καθομ: χαλαρής ηθικής)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
The rumour was that she was easy.
Υπήρχαν φήμες ότι ήταν εύκολη.

ήρεμα

adverb (gently, with moderation)

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
I'm taking it easy tonight because I have to drive home.
Θα το πάρω χαλαρά σήμερα γιατί πρέπει να οδηγήσω ως το σπίτι.

υποχωρητικός

adjective (informal (with no strong opinion)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
He was easy, and didn't object to anything.
Ήταν άβουλος και δεν έφερνε αντίρρηση σε τίποτα.

φτηνά

adverb (informal (without severe punishment) (μτφ: ξεφεύγω, γλιτώνω)

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
He really got off easy this time! I can't believe his parents didn't punish him!
Πολύ φτηνά τη γλίτωσε αυτή τη φορά! Δεν το πιστεύω ότι οι γονείς του δεν τον τιμώρησαν!

ανακουφίζομαι

(informal, figurative (feel relieved)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
We can all breathe easier now that the escaped prisoner has been captured.
Όλοι μας ανακουφιστήκαμε τώρα που συνελήφθη ο δραπέτης.

αναπνέω πιο εύκολα

(stop struggling for breath)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
The drug relaxes the muscles in the chest so the patient can breathe easier.

πιο εύκολο να το λες παρά να το κάνεις

adjective (difficult to do) (δύσκολο στην εφαρμογή)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Losing weight is easier said than done.

κάνω κτ πιο εύκολο, κάνω κτ ευκολότερο

(cause to be less difficult)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

Ας μάθουμε Αγγλικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του easier στο Αγγλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Αγγλικά.

Σχετικές λέξεις του easier

Γνωρίζετε για το Αγγλικά

Τα αγγλικά προέρχονται από γερμανικές φυλές που μετανάστευσαν στην Αγγλία και έχουν εξελιχθεί σε μια περίοδο άνω των 1.400 ετών. Τα αγγλικά είναι η τρίτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, μετά τα κινέζικα και τα ισπανικά. Είναι η πιο μαθημένη δεύτερη γλώσσα και η επίσημη γλώσσα σχεδόν 60 κυρίαρχων χωρών. Αυτή η γλώσσα έχει μεγαλύτερο αριθμό ομιλητών ως δεύτερη και ξένη γλώσσα από τους μητρικούς ομιλητές. Τα αγγλικά είναι επίσης η επίσημη γλώσσα των Ηνωμένων Εθνών, της Ευρωπαϊκής Ένωσης και πολλών άλλων διεθνών και περιφερειακούς οργανισμούς. Σήμερα, οι αγγλόφωνοι σε όλο τον κόσμο μπορούν να επικοινωνούν με σχετική ευκολία.