Τι σημαίνει το doubt στο Αγγλικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης doubt στο Αγγλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του doubt στο Αγγλικά.

Η λέξη doubt στο Αγγλικά σημαίνει αμφισβητώ, αμφιβάλλω, αμφιβολία, αβεβαιότητα, αμφιβολία, αμφιβάλλω, το τεκμήριο της αθωότητας, αναμφίβολα, αδιαμφισβήτητα, πέραν αμφιβολίας, θέτω εν αμφιβόλω, αντιμετωπίζω κπ καλή τη πίστει, δεν έχω αμφιβολία, δεν έχω αμφιβολία ότι/πως, που αμφισβητείται, αμφιβολία, αναμφίβολα, εύλογη αμφιβολία, εξαφανίζω κάθε αμφιβολία, διαλύω κάθε αμφιβολία, αυτοαμφισβήτηση, ίχνος αμφιβολίας, χωρίς αμφιβολία. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης doubt

αμφισβητώ

transitive verb (not believe) (κάτι)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Vernon doubted Kyle's version of events.
Ο Βερνόν αμφισβήτησε την εκδοχή του Κάιλ για τα γεγονότα.

αμφιβάλλω

transitive verb (not believe)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
He doubted that her story was true.
Εκείνος αμφέβαλλε αν ήταν αληθινή η ιστορία της.

αμφιβολία

noun (lack of confidence)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
He had doubts about his ability to do his job. He was so full of doubt he didn't know where to start.
ⓘΑυτή η πρόταση δεν είναι μετάφραση της αγγλικής πρότασης. Ξεπερνώντας τους ενδοιασμούς του, της έκανε πρόταση γάμου.

αβεβαιότητα

noun (uncertainty)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
The doubt about his job's future kept them from buying a new car.

αμφιβολία

noun (lack of trust)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
His honesty erased my doubts about his trustworthiness.

αμφιβάλλω

intransitive verb (be uncertain) (αν, εάν)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
I doubt if I can help you.
Αμφιβάλλω αν μπορώ να σε βοηθήσω.

το τεκμήριο της αθωότητας

expression (favorable judgement)

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)

αναμφίβολα, αδιαμφισβήτητα

adverb (undeniably)

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
This is beyond doubt the best song on the CD.

πέραν αμφιβολίας

adjective (certain)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
The theory of evolution is scientifically beyond doubt.

θέτω εν αμφιβόλω

verbal expression (dispute the authenticity of [sth])

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
The recent scientific discoveries cast doubt on previous theories.

αντιμετωπίζω κπ καλή τη πίστει

verbal expression (believe [sb] despite misgivings)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
When John said he hadn't broken the lamp, I decided to give him the benefit of the doubt and believe him.

δεν έχω αμφιβολία

verbal expression (be certain)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Have no doubt, we'll get in trouble for eating all the cake.

δεν έχω αμφιβολία ότι/πως

verbal expression (be certain)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
I have no doubt that he'll be back tomorrow with the same story.

που αμφισβητείται

adjective (uncertain)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Because he is known to have lied before, his honesty is in doubt.

αμφιβολία

noun (total certainty)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
I have no doubt that heaven exists. It is better to be quiet and be thought a fool than to open your mouth and leave no doubt.
Δεν έχω αμφιβολία ότι υπάρχει παράδεισος.

αναμφίβολα

adverb (undoubtedly)

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
No doubt you have more experience in this field than I do.

εύλογη αμφιβολία

noun (law: grounds for believing [sb] is innocent)

εξαφανίζω κάθε αμφιβολία, διαλύω κάθε αμφιβολία

verbal expression (confirm [sth])

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
You may remain silent and people will think you are ignorant, or you may open your mouth and remove all doubt.
ⓘΑυτή η πρόταση δεν είναι μετάφραση της αγγλικής πρότασης. Η ολοκληρωμένη απάντηση που μου έδωσε διέλυσε κάθε μου αμφιβολία.

αυτοαμφισβήτηση

noun (low self-confidence)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

ίχνος αμφιβολίας

noun (figurative (slight uncertainty)

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)
There's not the shadow of a doubt that he's guilty of the murder.

χωρίς αμφιβολία

adverb (definitely)

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
Without a doubt, this is the best chocolate cake I've ever tasted.

Ας μάθουμε Αγγλικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του doubt στο Αγγλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Αγγλικά.

Σχετικές λέξεις του doubt

Γνωρίζετε για το Αγγλικά

Τα αγγλικά προέρχονται από γερμανικές φυλές που μετανάστευσαν στην Αγγλία και έχουν εξελιχθεί σε μια περίοδο άνω των 1.400 ετών. Τα αγγλικά είναι η τρίτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, μετά τα κινέζικα και τα ισπανικά. Είναι η πιο μαθημένη δεύτερη γλώσσα και η επίσημη γλώσσα σχεδόν 60 κυρίαρχων χωρών. Αυτή η γλώσσα έχει μεγαλύτερο αριθμό ομιλητών ως δεύτερη και ξένη γλώσσα από τους μητρικούς ομιλητές. Τα αγγλικά είναι επίσης η επίσημη γλώσσα των Ηνωμένων Εθνών, της Ευρωπαϊκής Ένωσης και πολλών άλλων διεθνών και περιφερειακούς οργανισμούς. Σήμερα, οι αγγλόφωνοι σε όλο τον κόσμο μπορούν να επικοινωνούν με σχετική ευκολία.