Τι σημαίνει το disponible στο Γαλλικά;
Ποια είναι η σημασία της λέξης disponible στο Γαλλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του disponible στο Γαλλικά.
Η λέξη disponible στο Γαλλικά σημαίνει βγαίνω, διαθέσιμος, διαθέσιμος, διαθέσιμος, ελεύθερος, διαθέσιμος, διαθέσιμος, ελεύθερος, διαθέσιμος, διαθέσιμος, εργασία, απασχόληση, στην πράξη, ρευστοποιήσιμος, διαθέσιμος, που μπορεί να αποκτηθεί, που δεν ανήκει σε κανέναν, διαθέσιμος, εύκολα προσβάσιμος, όρθιος, κενός, ελεύθερος, άδειος, διαθέσιμος, αποκτήσιμος, σε απόθεμα, που διανέμεται,κυκλοφορεί, ελεύθερος, μη διαθέσιμος, που δεν είναι διαθέσιμος, διαθέσιμος προς ενοικίαση, διαθέσιμος προς εκμίσθωση, διαθέσιμος για ενοικίαση, διαθέσιμος για εκμίσ, διαθέσιμο κατόπιν αιτήματος, αν το επιτρέψει ο χρόνος, διαθέσιμο εισόδημα, αγοραστική δύναμη, ελεύθερη μνήμη, εργατικό δυναμικό, ράφια, προς ενοικίαση, προς μίσθωση, για ενοικίαση, για μίσθωση, ανοιχτή θέση, κενή θέση, είμαι διαθέσιμος. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.
Σημασία της λέξης disponible
βγαίνω
(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Ce T-shirt est-il disponible dans d'autres couleurs ? Είναι διαθέσιμο σε άλλα χρώματα αυτό το πουκάμισο; |
διαθέσιμος
(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) |
διαθέσιμος
(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) |
διαθέσιμοςadjectif (fonds, revenu,...) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Mon revenu disponible ne me permet pas de voyager. |
ελεύθεροςadjectif (χρέος) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) |
διαθέσιμοςadjectif (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) La société traversait une période compliquée sur le plan financier et a donc décidé de vendre ses actions disponibles. |
διαθέσιμος, ελεύθερος(personne) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) J'ai trois personnes disponibles qui peuvent commencer à travailler demain. Έχω τρία άτομα ελεύθερα (or: διαθέσιμα) να ξεκινήσουν δουλειά αύριο. |
διαθέσιμοςadjectif (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Puisque l'aide de l'État n'était pas disponible, les étudiants ont trouvé d'autres moyens pour payer leur inscription à l'université. Δεδομένου ότι δεν υπήρχε διαθέσιμη πολιτειακή χρηματοδότηση για την εκπαίδευση, οι φοιτητές έπρεπε να βρουν άλλους τρόπους να πληρώσουν το πανεπιστήμιο. |
διαθέσιμοςadjectif (puissance) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Le moteur de cette voiture a une puissance disponible de 200 chevaux. |
εργασία, απασχόλησηadjectif (à l'embauche) (επίσημο) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Femme de ménage disponible ! Tarif concurrentiel. Καθαρίστρια ζητά εργασία! Λογικές τιμές. |
στην πράξηadjectif (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) De combien de soldats disponibles disposons-nous ? Πόσους μάχιμους στρατιώτες έχουμε; |
ρευστοποιήσιμοςadjectif (Finance : bien...) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Les valeurs disponibles sont presque aussi pratiques que l'argent liquide. |
διαθέσιμοςadjectif (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Le conseil n'a pas de fonds disponibles pour les travaux proposés dans le bâtiment. |
που μπορεί να αποκτηθείadjectif (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
που δεν ανήκει σε κανένανadjectif (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
διαθέσιμοςadjectif (personne) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Je ne serai pas disponible (or: joignable) en début de semaine prochaine. Δε θα είμαι διαθέσιμος στις αρχές της επόμενης βδομάδας. |
εύκολα προσβάσιμοςadjectif La Chine constitue un marché disponible (or: accessible) pour la quasi-totalité de nos produits. |
όρθιος(personne) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Quatre-ving-dix ans plus tard, il était toujours vivant. Ακόμα και μετά από 90 χρόνια ο ηλικιωμένος άντρας παρέμενε ακμαίος. |
κενός, ελεύθερος, άδειοςadjectif (siège) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Edward est arrivé en retard à la réunion et s'est assis dans le seul siège libre. |
διαθέσιμος, αποκτήσιμος
(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) |
σε απόθεμα
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Appelle le magasin et demande-leur s'ils ont ce livre en stock. Ces chaussures sont toujours en stock. |
που διανέμεται,κυκλοφορεί
(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
ελεύθεροςadjectif (siège, place) (θέση) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Excusez-moi, ce siège est-il libre (or: disponible) ? Συγνώμη, αυτή η θέση είναι ελεύθερη; |
μη διαθέσιμος(personne) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
που δεν είναι διαθέσιμος
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
διαθέσιμος προς ενοικίαση, διαθέσιμος προς εκμίσθωση, διαθέσιμος για ενοικίαση, διαθέσιμος για εκμίσadjectif (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Après les travaux de rénovation, la maison était disponible à la location. |
διαθέσιμο κατόπιν αιτήματοςlocution adjectivale (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
αν το επιτρέψει ο χρόνοςlocution adverbiale (φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.) |
διαθέσιμο εισόδημαnom masculin Le revenu disponible est ce qui reste une fois l'essentiel payé, comme le loyer, les factures et la nourriture. |
αγοραστική δύναμηnom masculin |
ελεύθερη μνήμηnom masculin (Η/Υ) |
εργατικό δυναμικόnom féminin |
ράφιαnom masculin (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
προς ενοικίαση, προς μίσθωση, για ενοικίαση, για μίσθωσηadjectif (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
ανοιχτή θέση, κενή θέσηnom masculin Un poste d'associé junior est disponible. |
είμαι διαθέσιμος
(ρηματική έκφραση: Συνδυασμός βοηθητικού ρήματος και ουσιαστικού, επιθέτου ή μετοχής, π.χ. γίνομαι γιατρός, είμαι ψηλός, είμαι κουρασμένος κλπ.) Lisa a téléphoné : elle ne sera pas disponible le 23 mai, mais pourrait vous voir le 24. Seriez-vous disponible à 14 heures ? |
Ας μάθουμε Γαλλικά
Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του disponible στο Γαλλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Γαλλικά.
Σχετικές λέξεις του disponible
Ενημερωμένες λέξεις του Γαλλικά
Γνωρίζετε για το Γαλλικά
Γαλλικά (le français) είναι μια ρομανική γλώσσα. Όπως τα ιταλικά, τα πορτογαλικά και τα ισπανικά, προέρχεται από τα δημοφιλή λατινικά, που κάποτε χρησιμοποιήθηκαν στη Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία. Ένα γαλλόφωνο άτομο ή χώρα μπορεί να ονομαστεί «γαλλόφωνος». Τα γαλλικά είναι η επίσημη γλώσσα σε 29 χώρες. Τα γαλλικά είναι η τέταρτη πιο ομιλούμενη μητρική γλώσσα στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Τα γαλλικά κατατάσσονται στην τρίτη θέση στην ΕΕ, μετά τα αγγλικά και τα γερμανικά, και είναι η δεύτερη πιο ευρέως διδασκόμενη γλώσσα μετά τα αγγλικά. Η πλειοψηφία του γαλλόφωνου πληθυσμού του κόσμου ζει στην Αφρική, με περίπου 141 εκατομμύρια Αφρικανούς από 34 χώρες και περιοχές που μπορούν να μιλούν γαλλικά ως πρώτη ή δεύτερη γλώσσα. Τα γαλλικά είναι η δεύτερη πιο ευρέως ομιλούμενη γλώσσα στον Καναδά, μετά τα αγγλικά, και οι δύο είναι επίσημες γλώσσες σε ομοσπονδιακό επίπεδο. Είναι η πρώτη γλώσσα 9,5 εκατομμυρίων ανθρώπων ή το 29% και η δεύτερη γλώσσα 2,07 εκατομμυρίων ανθρώπων ή το 6% του συνόλου του πληθυσμού του Καναδά. Σε αντίθεση με άλλες ηπείρους, τα γαλλικά δεν έχουν δημοτικότητα στην Ασία. Επί του παρόντος, καμία χώρα στην Ασία δεν αναγνωρίζει τα γαλλικά ως επίσημη γλώσσα.