Τι σημαίνει το desordenado στο ισπανικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης desordenado στο ισπανικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του desordenado στο ισπανικά.

Η λέξη desordenado στο ισπανικά σημαίνει ανοργάνωτος, ανοργάνωτος, ακατάστατος, ακατάστατος, άτακτος, άτακτος, απείθαρχος, μπερδεμένος, ανάκατος, ακατάστατος, ακατάστατος, ανάστατος, ακατάστατος,άτακτος, ανακατεμένος, αταξινόμητος, ακατάστατος, ακατάστατος, ακατάστατος, άτακτος, χαώδης, άναρχος, ανοργάνωτος, ακατάστατος, μπερδεμένος, ανακατεμένος, ακατάστατος, απεριποίητος, ατημέλητος, ασυστηματοποίητος, ανακατεμένος, αχτένιστος, ταραγμένος, ανοργάνωτος, ακατάστατος, τσαπατσούλης, πρόχειρος, ανοργάνωτος, ανακατεμένος, μετακινημένος, πειραγμένος, άνω κάτω, ανακατεύω, ανακατεύω, ανακατώνω, χαλάω, χαλώ, κάνω άνω κάτω, κάνω κτ άνω-κάτω, γεμίζω, ανακατεύω, μπερδεύω, ανακατεύω, ανακατώνω, πειράζω, μπερδεύω, μπερδεύω, ανακατεύω. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης desordenado

ανοργάνωτος

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
La secretaria es muy inteligente, pero también es desorganizada y desaliñada.

ανοργάνωτος

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Debido al mal planeamiento, el evento estuvo desorganizado y mucha gente se fue antes.

ακατάστατος

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Paul castigó a su hijo porque su cuarto estaba desordenado.
Ο Πωλ έβαλε τιμωρία τον γιο του επειδή το δωμάτιό του ήταν ακατάστατο.

ακατάστατος, άτακτος

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Chad solía ser una persona muy prolija, pero últimamente su apartamento está desordenado y sucio.

άτακτος, απείθαρχος

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Los estudiantes desordenados destruyeron la unión estudiantil.

μπερδεμένος, ανάκατος

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

ακατάστατος

adjetivo

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

ακατάστατος

adjetivo

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

ανάστατος

adjetivo

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Tuve que salir de prisa esta mañana y la casa quedó desordenada.

ακατάστατος,άτακτος

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Les metieron cinco goles porque la defensa estaba desordenada.

ανακατεμένος

adjetivo

(μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.)
Sara puso los muebles desordenados de nuevo en su lugar.

αταξινόμητος

adjetivo

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

ακατάστατος

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
La biblioteca estaba desordenada, con todo puesto en el lugar equivocado.
Το ράφι ήταν άνω κάτω με όλα τα αντικείμενα τοποθετημένα σε λάθος σημείο.

ακατάστατος

(μέρος)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Su casa está desordenada desde que su esposa se fue.
Το σπίτι του είναι ακατάστατο από την ημέρα που έφυγε η γυναίκα του.

ακατάστατος, άτακτος, χαώδης

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Cuando me estreso, mi pensamiento se torna desordenado.

άναρχος

(figurado)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

ανοργάνωτος

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

ακατάστατος

adjetivo

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Rachel se mudó porque su compañero de cuarto era muy desordenado.
Η Ρέιτσελ μετακόμισε επειδή η συγκάτοικός της ήταν υπερβολικά ακατάστατη.

μπερδεμένος, ανακατεμένος

(μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.)
Se me cayó el manuscrito y ahora las páginas están desordenadas.
Μου έπεσε το χειρόγραφό μου και τώρα οι σελίδες είναι μπερδεμένες.

ακατάστατος

(με πολλά πράγματα)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
La cocina estaba abarrotada, aunque era alegre y colorida.
Η κουζίνα ήταν ευχάριστη και φωτεινή παρότι ήταν ακατάστατη.

απεριποίητος, ατημέλητος

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
El hombre que llamó a la puerta tenía un aspecto descuidado.

ασυστηματοποίητος

(χωρίς σύστημα)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

ανακατεμένος

(από τον αέρα)

(μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.)
Había tormenta y el pelo de Lindsey estaba revuelto y encrespado cuando llegó a casa.
Όταν μπήκε μέσα, τα μαλλιά της Λίντσεϋ ήταν ανακατεμένα και φριζαρισμένα από την καταιγίδα.

αχτένιστος

(persona)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Chip se peina todas las mañanas, pero para la noche está siempre despeinado.

ταραγμένος

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

ανοργάνωτος, ακατάστατος

(persona)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

τσαπατσούλης

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Mi hija es muy descuidada y su habitación siempre es un lío.
Η κόρη μου είναι τσαπατσούλα. Το δωμάτιό της είναι πάντα χάλια.

πρόχειρος, ανοργάνωτος

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Dan perdió su empleo por su descuidada ética de trabajo.

ανακατεμένος, μετακινημένος, πειραγμένος

(μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.)
Por los papeles revueltos en su escritorio Daphne dedujo que alguien había estado en su oficina.

άνω κάτω

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
La habitación de mi hijo está hecha un lío.

ανακατεύω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

ανακατεύω, ανακατώνω

verbo transitivo (προκαλώ ακαταστασία)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

χαλάω, χαλώ

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
El viento desordenó la pila de papeles, esparciéndolos por toda la habitación.
Ο αέρας χάλασε τις ωραίες στοίβες με τα χαρτιά και τα σκόρπισε σε όλο το δωμάτιο.

κάνω άνω κάτω

κάνω κτ άνω-κάτω

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Μην κάνεις άνω-κάτω το ωραίο και καθαρό καθιστικό μου!

γεμίζω

(ανάκατα πράγματα)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
¡No desordenes mi escritorio con tu papeleo!
Μην μου γεμίζεις το γραφείο με χαρτιά!

ανακατεύω, μπερδεύω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Alguien desordenó todas las anotaciones y no puedo entenderlas.
Κάποιος ανακάτεψε τα αρχεία και έτσι δε μπορώ να βγάλω άκρη.

ανακατεύω, ανακατώνω

verbo transitivo

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Karen vio que el de limpieza desordenó los papeles de su escritorio una vez más.
Η Κάρεν διαπίστωσε ότι η καθαρίστρια είχε ανακατέψει πάλι τα χαρτιά στο γραφείο της.

πειράζω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Por favor, no desordenes los papeles de mi escritorio; sé que parecen desordenados, pero sé dónde está todo.
Παρακαλώ μην πειράζετε τα χαρτιά στο γραφείο μου· ξέρω πως φαίνονται ακατάστατα, αλλά γνωρίζω που είναι το κάθε τι.

μπερδεύω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

μπερδεύω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
El pastelero mezcló la sal con el azúcar, por lo que la torta estaba incomible.

ανακατεύω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Por favor no mezcles mis piezas de ajedrez.
Σε παρακαλώ μην ανακατέψεις τα πιόνια απ' το σκάκι μου.

Ας μάθουμε ισπανικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του desordenado στο ισπανικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο ισπανικά.

Γνωρίζετε για το ισπανικά

Τα ισπανικά (español), επίσης γνωστή ως Castilla, είναι μια γλώσσα της ιβηρορομανικής ομάδας των ρομανικών γλωσσών και η 4η πιο κοινή γλώσσα στον κόσμο σύμφωνα με ορισμένες πηγές, ενώ άλλες την αναφέρουν ως 2η ή 3η πιο κοινή γλώσσα. Είναι η μητρική γλώσσα περίπου 352 εκατομμυρίων ανθρώπων και ομιλείται από 417 εκατομμύρια άτομα όταν προσθέτουμε τους ομιλητές της ως γλώσσα. δευτερεύουσα (εκτιμάται το 1999). Τα ισπανικά και τα πορτογαλικά έχουν πολύ παρόμοια γραμματική και λεξιλόγιο· Ο αριθμός παρόμοιου λεξιλογίου αυτών των δύο γλωσσών είναι έως και 89%. Τα ισπανικά είναι η κύρια γλώσσα 20 χωρών σε όλο τον κόσμο. Υπολογίζεται ότι ο συνολικός αριθμός των ομιλητών της Ισπανικής είναι μεταξύ 470 και 500 εκατομμύρια, καθιστώντας τα δεύτερη πιο ευρέως ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο ως προς τον αριθμό των φυσικών ομιλητών.