Τι σημαίνει το desesperado στο ισπανικά;
Ποια είναι η σημασία της λέξης desesperado στο ισπανικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του desesperado στο ισπανικά.
Η λέξη desesperado στο ισπανικά σημαίνει απελπισμένος, απεγνωσμένος, απελπιστικός, απεγνωσμένος, άμεσος, έκτακτος, είμαι σε απόγνωση, έσχατος, ύστατος, απεγνωσμένα, απελπισμένα, απεγνωσμένος, απελπισμένος, απελπιστικός, απελπισμένος, αβοήθητος, απελπισμένος, απεγνωσμένος, απελπισμένος, απεγνωσμένος, απελπιστικός, αποκαρδιωτικός, απελπίζομαι, απελπισμένα, απεγνωσμένα, θέλω απελπισμένα, θέλω απεγνωσμένα, οδηγώ κπ στην απόγνωση. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.
Σημασία της λέξης desesperado
απελπισμένος, απεγνωσμένοςadjetivo (μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.) La gente del país azotado por la hambruna está desesperada. Οι άνθρωποι της πληγείσας απ' το λιμό χώρας είναι σε απόγνωση. |
απελπιστικός
(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Las víctimas del desastre se encontraron en una situación desesperada. Τα θύματα της καταστροφής βρέθηκαν σε απελπιστική κατάσταση. |
απεγνωσμένοςadjetivo (μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.) Sarah hizo un intento desesperado de agarrar la mano de Mark antes de que cayera del precipicio. Η Σάρα έκανε μια απεγνωσμένη προσπάθεια να αρπάξει το χέρι του Μαρκ πριν εκείνος πέσει απ' τον γκρεμό. |
άμεσος, έκτακτος(η ανάγκη) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) La familia pobre necesitaba ayuda urgente. Η φτωχή οικογένεια αντιμετώπιζε άμεση ανάγκη. |
είμαι σε απόγνωσηadjetivo (ρηματική έκφραση: Συνδυασμός βοηθητικού ρήματος και ουσιαστικού, επιθέτου ή μετοχής, π.χ. γίνομαι γιατρός, είμαι ψηλός, είμαι κουρασμένος κλπ.) Carla estaba desesperada cuando su hijo no llegó a casa de la escuela. Η Κάθι ήταν σε απόγνωση όταν ο γιος της δε γύρισε σπίτι από το σχολείο. |
έσχατος, ύστατος
(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) |
απεγνωσμένα, απελπισμέναadjetivo (επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) Lloró desesperada cuando no pudo arrancar el auto esta mañana. |
απεγνωσμένος, απελπισμένοςadjetivo (μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.) |
απελπιστικός, απελπισμένος, αβοήθητοςadjetivo (desvalido) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Hace horas que deberían haber llegado, estoy desesperada, tengo miedo de que les haya pasado algo malo. |
απελπισμένος, απεγνωσμένος
(μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.) ¿Salir con Juan? ¡No, gracias! No estoy tan desesperada. Να βγω ραντεβού με τον Τζον; Ευχαριστώ δεν θα πάρω, δεν είμαι και τόσο απελπισμένη! |
απελπισμένος, απεγνωσμένος
(μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.) La desesperanzada mujer había perdido su empleo y no sabía cómo iba a pagar la renta del mes próximo. |
απελπιστικός, αποκαρδιωτικός(situación) (κατάσταση) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Los rescatistas siguieron escarbando en los escombros, pero después de mucho tiempo, parecía imposible encontrar a alguien. Οι διασώστες συνέχιζαν να σκάβουν μέσα στα ερείπια, αλλά μετά από τόση ώρα που είχε περάσει, φαινόταν απέλπιδα η προσπάθεια. |
απελπίζομαι
(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Cuando llegó otra factura que no podía pagar, Marie empezó a desesperar. Όταν ήρθε ακόμα ένας λογαριασμός τον οποίο δεν μπορούσε να πληρώσει, η Μαίρη άρχισε να απελπίζεται. |
απελπισμένα, απεγνωσμένα(ζητώ, χρειάζομαι κλπ) (επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) Los padres del niño perdido están desesperados por conseguir cualquier información sobre su paradero. Οι γονείς του αγνοούμενου παιδιού αναζητούν απελπισμένα οποιαδήποτε πληροφορία για το που μπορεί να βρίσκεται. |
θέλω απελπισμένα, θέλω απεγνωσμένα(να κάνω κάτι) Gerald está desesperado por encontrar un trabajo. Ο Τζέραλντ θέλει απελπισμένα να βρει μια δουλειά. |
οδηγώ κπ στην απόγνωση
(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
Ας μάθουμε ισπανικά
Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του desesperado στο ισπανικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο ισπανικά.
Σχετικές λέξεις του desesperado
Ενημερωμένες λέξεις του ισπανικά
Γνωρίζετε για το ισπανικά
Τα ισπανικά (español), επίσης γνωστή ως Castilla, είναι μια γλώσσα της ιβηρορομανικής ομάδας των ρομανικών γλωσσών και η 4η πιο κοινή γλώσσα στον κόσμο σύμφωνα με ορισμένες πηγές, ενώ άλλες την αναφέρουν ως 2η ή 3η πιο κοινή γλώσσα. Είναι η μητρική γλώσσα περίπου 352 εκατομμυρίων ανθρώπων και ομιλείται από 417 εκατομμύρια άτομα όταν προσθέτουμε τους ομιλητές της ως γλώσσα. δευτερεύουσα (εκτιμάται το 1999). Τα ισπανικά και τα πορτογαλικά έχουν πολύ παρόμοια γραμματική και λεξιλόγιο· Ο αριθμός παρόμοιου λεξιλογίου αυτών των δύο γλωσσών είναι έως και 89%. Τα ισπανικά είναι η κύρια γλώσσα 20 χωρών σε όλο τον κόσμο. Υπολογίζεται ότι ο συνολικός αριθμός των ομιλητών της Ισπανικής είναι μεταξύ 470 και 500 εκατομμύρια, καθιστώντας τα δεύτερη πιο ευρέως ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο ως προς τον αριθμό των φυσικών ομιλητών.