Τι σημαίνει το degree στο Αγγλικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης degree στο Αγγλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του degree στο Αγγλικά.

Η λέξη degree στο Αγγλικά σημαίνει βαθμός, μοίρα, βαθμός, πτυχίο, λίγος, βαθμός, βαθμός, βαθμός, βαθμός, βήμα, πανεπιστημιακό πτυχίο, μεταπτυχιακός τίτλος σπουδών, δίπλωμα διετών σπουδών, πτυχίο bachelor, πτυχίο επιπέδου bachelor, πτυχίο, μάθημα πτυχίου, ελευθερίες, διδακτορικό, βιασμός πρώτου βαθμού, κπ με περνάω από ανάκριση, ανακρίνω, μεταπτυχιακό, υψηλότατος βαθμός, μεταπτυχιακό δίπλωμα, πτυχίο ιατρικής, απόλυτος βαθμός, υπέρτατος βαθμός, πτυχίο εναλλασσόμενης εκπαίδευσης, πτυχίο διδασκαλίας, τρίτου βαθμού, σε κάποιο βαθμό, σε μεγάλο βαθμό, κατά κύριο λόγο, ελαφρώς, σε μικρό βαθμό, κατά ένα μικρό μέρος, σε κάποιο βαθμό, πτυχίο, επαγγελματικό πτυχίο. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης degree

βαθμός

noun (temperature) (θερμοκρασία)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
Fifteen degrees Celsius is roughly equivalent to sixty degrees Fahrenheit.
Δεκαπέντε βαθμοί Κελσίου είναι περίπου ίσοι με εξήντα βαθμούς Φαρενάιτ.

μοίρα

noun (of an angle)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
A right angle is ninety degrees.
Η ορθή γωνία είναι ενενήντα μοίρες.

βαθμός

noun (extent)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
I'm not sure to what degree he believes what he says.
Δεν είμαι σίγουρος σε τι βαθμό πιστεύει αυτά που λέει.

πτυχίο

noun (academic qualification)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
He has a degree in English from the University of Virginia.
Έχει πτυχίο στην αγγλική γλώσσα από το Πανεπιστήμιο της Βιρτζίνια.

λίγος

noun (small amount)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
There is just a degree of hope that somebody is still alive in the mine.
ⓘΑυτή η πρόταση δεν είναι μετάφραση της αγγλικής πρότασης. Μην απελπίζεσαι, όσο υπάρχει αχτίδα ελπίδας θα συνεχίσουν τις έρευνες.

βαθμός

noun (classification: burns) (κατάταξη)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
She had third degree burns over half of her body.
Είχε εγκαύματα τρίτου βαθμού στο μισό σώμα της.

βαθμός

noun (classification: crime) (σοβαρότητα εγκλήματος)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
He was being prosecuted for second-degree murder.

βαθμός

noun (genealogy) (συγγένεια)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
Technically he's my cousin, but we're related only by the fifth degree.

βαθμός

noun (rank)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
He was a fourth degree Knight of Columbus.

βήμα

noun (stage) (μεταφορικά)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
I grew wearier by degrees as he continued his monologue.

πανεπιστημιακό πτυχίο

noun (university qualification)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
An academic degree looks good on paper, but you learn more on the job. An academic degree doesn't make you smart.
Ένα πανεπιστημιακό πτυχίο είναι κάτι θεωρητικά καλό, αλλά μαθαίνεις περισσότερα με τη δουλειά. Ένα πανεπιστημιακό πτυχίο δεν σε κάνει έξυπνο.

μεταπτυχιακός τίτλος σπουδών

noun (education level)

(φράση ως ουσιαστικό αρσενικό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους, π.χ. φακός επαφής, καθηγητής φυσικής αγωγήςκλπ.)

δίπλωμα διετών σπουδών

noun (US (2-year qualification)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
For an associate degree, it's not unusual for students to study part time.

πτυχίο bachelor, πτυχίο επιπέδου bachelor

noun (undergraduate qualification)

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)
Most well-paying jobs today require at least a bachelor's degree.
Οι περισσότερες από τις καλοπληρωμένες δουλειές σήμερα απαιτούν να έχεις τουλάχιστον ένα πτυχίο επιπέδου bachelor.

πτυχίο

noun (US (qualification: graduate degree)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
It is hard to get a teaching job without a college degree.

μάθημα πτυχίου

noun (course of study that leads to a degree)

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)

ελευθερίες

noun (leeway, margin of freedom allowed)

(ουσιαστικό αρσενικό πληθυντικός: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους και είτε χρησιμοποιείται μόνο στον πληθυντικό, π.χ. οι γιορτές (χρονική περίοδος), είτε αναφέρεται στον πληθυντικό για την ορθή απόδοση του μεταφραζόμενου όρου.)
As you grow older and more mature, your parents allow you a greater degree of freedom to do as you wish.

διδακτορικό

noun (PhD: postgraduate degree)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

βιασμός πρώτου βαθμού

noun (US (violent forced sex) (νομική)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
First degree rape usually involves the use of a weapon.

κπ με περνάω από ανάκριση

verbal expression (informal (be interrogated)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

ανακρίνω

verbal expression (informal (interrogate, question)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

μεταπτυχιακό

noun (US (higher education qualification)

υψηλότατος βαθμός

noun (greatest extent)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

μεταπτυχιακό δίπλωμα

noun (postgraduate qualification)

He is now studying for a master's degree in English Literature.

πτυχίο ιατρικής

noun (university qualification for doctors)

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)
Our daughter just received her medical degree.

απόλυτος βαθμός, υπέρτατος βαθμός

noun (informal (greatest or utmost extent)

The guitarist takes the music to the nth degree.

πτυχίο εναλλασσόμενης εκπαίδευσης

noun (UK (course: with work experience) (σπουδές με εργασιακή μαθητεία)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

πτυχίο διδασκαλίας

noun (postgraduate qualification to teach)

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)

τρίτου βαθμού

noun as adjective (burns: severe, deep) (εγκαύματα)

(φράση ως επίθετο ή επιθετικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ. άτομο υψηλής νοημοσύνης, άριστης ποιότητας υλικά κλπ.)

σε κάποιο βαθμό

expression (to some extent)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

σε μεγάλο βαθμό, κατά κύριο λόγο

adverb (largely, extremely)

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
He is witty to a great degree and great fun to talk with.

ελαφρώς, σε μικρό βαθμό, κατά ένα μικρό μέρος

adverb (slightly, a little)

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)

σε κάποιο βαθμό

adverb (to a certain extent)

(φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.)
Intelligence is determined to some degree by genetics.

πτυχίο

noun (bachelor degree)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

επαγγελματικό πτυχίο

noun (further education: professional qualification)

Ας μάθουμε Αγγλικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του degree στο Αγγλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Αγγλικά.

Σχετικές λέξεις του degree

Γνωρίζετε για το Αγγλικά

Τα αγγλικά προέρχονται από γερμανικές φυλές που μετανάστευσαν στην Αγγλία και έχουν εξελιχθεί σε μια περίοδο άνω των 1.400 ετών. Τα αγγλικά είναι η τρίτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, μετά τα κινέζικα και τα ισπανικά. Είναι η πιο μαθημένη δεύτερη γλώσσα και η επίσημη γλώσσα σχεδόν 60 κυρίαρχων χωρών. Αυτή η γλώσσα έχει μεγαλύτερο αριθμό ομιλητών ως δεύτερη και ξένη γλώσσα από τους μητρικούς ομιλητές. Τα αγγλικά είναι επίσης η επίσημη γλώσσα των Ηνωμένων Εθνών, της Ευρωπαϊκής Ένωσης και πολλών άλλων διεθνών και περιφερειακούς οργανισμούς. Σήμερα, οι αγγλόφωνοι σε όλο τον κόσμο μπορούν να επικοινωνούν με σχετική ευκολία.