Τι σημαίνει το dated στο Αγγλικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης dated στο Αγγλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του dated στο Αγγλικά.

Η λέξη dated στο Αγγλικά σημαίνει ξεπερασμένος, χρονολογημένος, ημερομηνία, ημερομηνία, χρονολογία, ραντεβού, εποχή, περίοδος, χουρμάς, χρονολογώ, χρονολογούμαι, βγαίνω με, δείχνω την ηλικία, προδίδω την ηλικία, συνοδός, βγαίνω ραντεβού, μακροπρόθεσμος. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης dated

ξεπερασμένος

adjective (not current)

(μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.)
That slang term is dated; no one uses it anymore.

χρονολογημένος

adjective (marked with the date)

(μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.)
The dated diary entry helped the police to understand what the victim had been doing immediately before the crime.

ημερομηνία

noun (day of the month)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Today's date is September 14.
Η ημερομηνία σήμερα είναι 14 Σεπτεμβρίου.

ημερομηνία

noun (specific day)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
I will meet you again at a later date.
Θα σας δω ξανά σε μεταγενέστερη ημερομηνία.

χρονολογία

noun (inscription) (για έτος)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
I have an old coin, bearing the date 1783.
Έχω ένα παλιό νόμισμα που φέρει τη χρονολογία 1783.

ραντεβού

noun (romantic meeting) (ρομαντικό)

Robert is late for his date.
Ο Ρόμπερτ έχει καθυστερήσει στο ραντεβού του.

εποχή, περίοδος

noun (time, historical period)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Those paintings belong to a later date.
Οι πίνακες αυτοί ανήκουν σε μεταγενέστερη εποχή (or: περίοδο).

χουρμάς

noun (fruit)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
Dates are one of my favourite fruits.
Οι χουρμάδες είναι ένα από τα αγαπημένα μου φρούτα.

χρονολογώ

transitive verb (ascertain era)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Scientists are trying to date the fossils.
Οι επιστήμονες προσπαθούν να χρονολογήσουν τα απολιθώματα.

χρονολογούμαι

(exist since) (από...)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
The settlements here date from 1678.
Οι οικισμοί της περιοχής χρονολογούνται από το 1678.

βγαίνω με

transitive verb (mostly US (romantic)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Alex is dating Pat.
Ο Αλέξης βγαίνει με την Κατερίνα.

δείχνω την ηλικία, προδίδω την ηλικία

transitive verb (informal (show age) (με γενική: κάποιου)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
The fact that she remembers commercials from the 70's really dates her.

συνοδός

noun (US (companion)

(ουσιαστικό αρσενικό/θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού ή θηλυκού γένους, π.χ. ο/η μηχανικός, ο/η δικηγόρος κλπ.)
Henry and his date went to the movies.

βγαίνω ραντεβού

intransitive verb (date people)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
The adolescent is too young to date.

μακροπρόθεσμος

adjective (financial security: 15 years to run)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

Ας μάθουμε Αγγλικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του dated στο Αγγλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Αγγλικά.

Σχετικές λέξεις του dated

Γνωρίζετε για το Αγγλικά

Τα αγγλικά προέρχονται από γερμανικές φυλές που μετανάστευσαν στην Αγγλία και έχουν εξελιχθεί σε μια περίοδο άνω των 1.400 ετών. Τα αγγλικά είναι η τρίτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, μετά τα κινέζικα και τα ισπανικά. Είναι η πιο μαθημένη δεύτερη γλώσσα και η επίσημη γλώσσα σχεδόν 60 κυρίαρχων χωρών. Αυτή η γλώσσα έχει μεγαλύτερο αριθμό ομιλητών ως δεύτερη και ξένη γλώσσα από τους μητρικούς ομιλητές. Τα αγγλικά είναι επίσης η επίσημη γλώσσα των Ηνωμένων Εθνών, της Ευρωπαϊκής Ένωσης και πολλών άλλων διεθνών και περιφερειακούς οργανισμούς. Σήμερα, οι αγγλόφωνοι σε όλο τον κόσμο μπορούν να επικοινωνούν με σχετική ευκολία.