Τι σημαίνει το costume στο Αγγλικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης costume στο Αγγλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του costume στο Αγγλικά.

Η λέξη costume στο Αγγλικά σημαίνει στολή, κουστούμι, κοστούμι, στολή, φορεσιά, ντύνω, μαγιό, σχεδιαστής κοστουμιών, σειρά εποχής, ταινία εποχής, φο μπιζού, πάρτυ μεταμφιεσμένων, σκίτσο κουστουμιού, στολή, μεταμφιεσμένος, παραδοσιακή στολή, ολόσωμο μαγιό, παραδοσιακή φορεσιά, παραδοσιακή στολή. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης costume

στολή

noun (dress-up clothes)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Marla put on her monster costume and tried to scare her big brother.
ⓘΑυτή η πρόταση δεν είναι μετάφραση της αγγλικής πρότασης. Αγόρασα μια στολή κλόουν για τις απόκριες. Λες να μου πηγαίνει;

κουστούμι, κοστούμι

noun (actor's outfit)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
The actor looked much older in his costume and make-up.
Ο ηθοποιός έδειχνε πολύ μεγαλύτερος φορώντας το κουστούμι και το μακιγιάζ του.

στολή, φορεσιά

noun (uncountable (traditional dress)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
In that part of Holland, women still wear their traditional costume.
Σε αυτό το μέρος της Ολλανδίας οι γυναίκες ακόμα φοράνε τις παραδοσιακές στολές (or: φορεσιές) τους.

ντύνω

transitive verb (usually passive (dress in a costume) (κάποιον)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
The dancers were costumed in silver and black.

μαγιό

noun (swimsuit, esp. decorative)

(ουσιαστικό ουδέτερο άκλιτο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και δεν κλίνεται, π.χ. σάντουιτς, κομπιούτερ κλπ. Συχνά είναι ξενικής προέλευσης.)

σχεδιαστής κοστουμιών

noun ([sb]: designs actors' outfits) (θέατρο, κινηματογράφος)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)

σειρά εποχής

noun (historical TV show with costumes)

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)
The final episode of the costume drama will air this Sunday evening.

ταινία εποχής

noun (historical film with costumes)

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)
"The Favourite" is a costume drama set in 18th-century England.

φο μπιζού

noun (jewelry: fake)

(ουσιαστικό ουδέτερο άκλιτο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και δεν κλίνεται, π.χ. σάντουιτς, κομπιούτερ κλπ. Συχνά είναι ξενικής προέλευσης.)
I prefer to wear costume jewellery as the real thing's so expensive.

πάρτυ μεταμφιεσμένων

noun (US (costumed ball)

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)
Children often dress up at Halloween for costume parties.
Τα παιδιά ντύνονται στη γιορτή του Halloween και πηγαίνουν σε πάρτυ μεταμφιεσμένων.

σκίτσο κουστουμιού

noun (clothing designer's drawing)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

στολή

noun (outfit for 31st October)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
This year her Halloween costume was a witch.

μεταμφιεσμένος

adjective (dressed up, in disguise)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

παραδοσιακή στολή

noun (traditional dress)

ολόσωμο μαγιό

noun (woman's one-piece bathing outfit)

Julie changed into her swimsuit and ran into the sea.
Η Τζούλια έβαλε το ολόσωμό της και έτρεξε στη θάλασσα.

παραδοσιακή φορεσιά, παραδοσιακή στολή

noun (national costume)

Ας μάθουμε Αγγλικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του costume στο Αγγλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Αγγλικά.

Σχετικές λέξεις του costume

Γνωρίζετε για το Αγγλικά

Τα αγγλικά προέρχονται από γερμανικές φυλές που μετανάστευσαν στην Αγγλία και έχουν εξελιχθεί σε μια περίοδο άνω των 1.400 ετών. Τα αγγλικά είναι η τρίτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, μετά τα κινέζικα και τα ισπανικά. Είναι η πιο μαθημένη δεύτερη γλώσσα και η επίσημη γλώσσα σχεδόν 60 κυρίαρχων χωρών. Αυτή η γλώσσα έχει μεγαλύτερο αριθμό ομιλητών ως δεύτερη και ξένη γλώσσα από τους μητρικούς ομιλητές. Τα αγγλικά είναι επίσης η επίσημη γλώσσα των Ηνωμένων Εθνών, της Ευρωπαϊκής Ένωσης και πολλών άλλων διεθνών και περιφερειακούς οργανισμούς. Σήμερα, οι αγγλόφωνοι σε όλο τον κόσμο μπορούν να επικοινωνούν με σχετική ευκολία.