Τι σημαίνει το commun στο Γαλλικά;
Ποια είναι η σημασία της λέξης commun στο Γαλλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του commun στο Γαλλικά.
Η λέξη commun στο Γαλλικά σημαίνει κοινός, κοινόχρηστος, κοινός, κοινός, του κόσμου, στερούμενος προτοτυπίας, κοινόχρηστος, μεταβλητός, κοινός, κοινός, συνήθης, ανιαρός, πεζός, μονότονος, ασήμαντος, μέτριος, κοινός, κοινός, συνήθης, κοινός, συνήθης, κοινός, κοινός, συνηθισμένος, ενωνμένος, συνενωμένος, κοινός, συγγενικός, συγγενής εκ πλαγίου, εγκεκριμένος από κοινού, από κοινού εγγεκριμένος, με κοινή αποδοχή, κοινός, από κοινού, κλισέ, απλός λαός, κοινό όφελος, κοινός παρονομαστής, γενική συναίνεση, τετριμμένη, χιλιοειπωμένη φράση, φώκια, ελάχιστος κοινός παρονομαστής, χαμηλότερος κοινός παρονομαστής, ελάχιστος κοινός παρονομαστής, κοινή συμφωνία, κοινός εχθρός, ελάχιστο κοινό πολλαπλάσιο, μέσα μαζικής μεταφοράς, κοινός φίλος, υπηρεσία συγκοινωνιών, υπηρεσία συγκοινωνιών, σύστημα δημόσιων συγκοινωνιών, θαλάσσια τερηδόνα, κοινό ουσιαστικό, εταιρεία επενδύσεων, απλός λαός, ομώνυμα κλάσματα, δεν έχω πολλά κοινά, δεν έχω κανένα κοινό, δεν έχω τίποτα κοινό, έχω κοινά, έχω παρελθόν, συνεργάζομαι με κπ/κτ, συγκοινωνία, κοινό στοιχείο, κοινό χαρακτηριστικό, κοινός παρονομαστής, κοινός όρος, αυτός που χρησιμοποιεί τις δημόσιες συγκοινωνίες, κρεββάτι που μοιράζεται με βάρδιες, εξέχων, προσηγορικό, υποχρεωτικά μαθήματα, ο απλός λαός, ενώνω. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.
Σημασία της λέξης commun
κοινός, κοινόχρηστοςadjectif (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Quelqu'un a volé tous les snacks des réserves communes du bureau. |
κοινόςadjectif (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Nos deux maisons sont séparées par une clôture commune. Τα σπίτια μας έχουν κοινό φράχτη. |
κοινός(de tous) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Le gouvernement œuvre pour le bien commun. Η κυβέρνηση εργάζεται για το δημόσιο συμφέρον. |
του κόσμου
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) L'opinion commune était que l'homme devait être pendu. Η άποψη του κόσμου ήταν ότι ό άντρας έπρεπε να κρεμαστεί. |
στερούμενος προτοτυπίαςadjectif (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
κοινόχρηστος(χρήση από πολλούς) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) La voiture est la propriété partagée de Glenn et Dan. Το αυτοκίνητο είναι κοινή περιουσία της Γκλεν και του Νταν. Κάθε ένοικος έχει το δικό του δωμάτιο και χρησιμοποιεί την κοινόχρηστη κουζίνα και το κοινόχρηστο μπάνιο και καθιστικό. |
μεταβλητός(littéraire) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) |
κοινός
(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Ο Πήτερ και η Ντόροθυ ήταν παντρεμένοι για πενήντα χρόνια και η κοινή τους ζωή ήταν ευτυχισμένη. |
κοινός, συνήθηςadjectif (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) |
ανιαρός, πεζός, μονότονοςadjectif (βαρετός) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) |
ασήμαντος, μέτριος, κοινόςadjectif (όχι κάτι το ιδιαίτερο) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) |
κοινός, συνήθηςadjectif (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) |
κοινός, συνήθης
(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) |
κοινός
(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Ένας κοινός φίλος του Νταν και της Κάρεν τους σύστησε. |
κοινός
(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Dan et Sarah étaient les chefs conjoints du club. Ο Νταν και η Σάρα ήταν από κοινού οι αρχηγοί του ομίλου. |
συνηθισμένοςadjectif (μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.) Paul est sympa, mais il n'est pas très beau. Il n'est pas moche non plus ; il est quelconque. |
ενωνμένος, συνενωμένος
(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) |
κοινός
(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Linda et Emily sont devenues amies grâce à leur passion partagée pour la danse salsa. Η Λίντα και η Έμιλυ έγιναν φίλες χάρη στην κοινή τους αγάπη για τη σάλσα. |
συγγενικός(Droit, technique : personne) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) |
συγγενής εκ πλαγίου(Droit, technique) (φράση ως ουσιαστικό αρσενικό/θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού ή θηλυκού γένους, π.χ. πολιτικός μηχανικός, Διευθύνων Σύμβουλος κλπ.) |
εγκεκριμένος από κοινού, από κοινού εγγεκριμένοςlocution adjectivale (φράση ως επίθετο ή επιθετικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ. άτομο υψηλής νοημοσύνης, άριστης ποιότητας υλικά κλπ.) |
με κοινή αποδοχήlocution adverbiale (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
κοινόςlocution adverbiale (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Je m'entends bien avec mon meilleur ami car nous avons beaucoup de choses en commun. Η καλύτερή μου φίλη και εγώ τα πάμε πολύ καλά γιατί έχουμε πολλά κοινά. |
από κοινούlocution adverbiale (φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.) |
κλισέnom masculin (ουσιαστικό ουδέτερο άκλιτο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και δεν κλίνεται, π.χ. σάντουιτς, κομπιούτερ κλπ. Συχνά είναι ξενικής προέλευσης.) L'expression « fuir comme la peste » est un cliché. Η έκφραση «αποφεύγω κάτι όπως ο διάολος το λιβάνι» είναι στερεότυπη. |
απλός λαός
(φράση ως ουσιαστικό αρσενικό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους, π.χ. φακός επαφής, καθηγητής φυσικής αγωγήςκλπ.) |
κοινό όφελοςnom masculin (το καλό όλων) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) Être honnête l'un envers l'autre est pour le bien commun. |
κοινός παρονομαστήςnom masculin (Mathématiques) (κυριολεκτικά) (ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) |
γενική συναίνεσηlocution adverbiale Nous n'avons pas voté mais nous avons décidé d'annuler le pique-nique d'un commun accord. |
τετριμμένη, χιλιοειπωμένη φράσηnom masculin (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
φώκιαnom masculin (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) |
ελάχιστος κοινός παρονομαστήςnom masculin (Mathématiques) (μαθηματικά) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Le plus petit dénominateur commun des deux fractions 1/6 et 1/4 est 12. |
χαμηλότερος κοινός παρονομαστής(Mathématiques) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Le plus petit commun multiple de 60 et 168 est 840. |
ελάχιστος κοινός παρονομαστήςnom masculin (φράση ως ουσιαστικό αρσενικό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους, π.χ. φακός επαφής, καθηγητής φυσικής αγωγήςκλπ.) |
κοινή συμφωνίαnom masculin |
κοινός εχθρόςnom masculin |
ελάχιστο κοινό πολλαπλάσιο(Maths) (φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.) Le plus petit commun multiple de 8 et de 12 est 24. |
μέσα μαζικής μεταφοράςnom masculin pluriel Je veux vivre dans une ville avec des transports en commun pour ne pas devoir acheter une voiture. |
κοινός φίλος
J'ai rencontré ma femme par un ami commun. |
υπηρεσία συγκοινωνιώνnom féminin (φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.) |
υπηρεσία συγκοινωνιώνnom féminin (φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.) |
σύστημα δημόσιων συγκοινωνιώνnom masculin (φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.) |
θαλάσσια τερηδόναnom masculin (mollusque) (σκουλήκι της θάλασσας) |
κοινό ουσιαστικόnom masculin (Grammaire) |
εταιρεία επενδύσεων(οικονομία) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
απλός λαός
(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Ils n'ont vraiment rien de spécial, ce sont juste des gens ordinaires. |
ομώνυμα κλάσματαnom féminin pluriel (μαθηματικά) |
δεν έχω πολλά κοινάlocution verbale (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Les riches et les pauvres ont peu en commun. |
δεν έχω κανένα κοινό, δεν έχω τίποτα κοινόlocution verbale (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) À première vue, elle ne semble ne rien avoir en commun avec son copain. |
έχω κοινάlocution verbale (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Par chance, ils s'entendent bien parce qu'ils ont beaucoup de choses en commun. |
έχω παρελθόν(amour) (με κάποιον) (ρηματική έκφραση: Συνδυασμός βοηθητικού ρήματος και ουσιαστικού, επιθέτου ή μετοχής, π.χ. γίνομαι γιατρός, είμαι ψηλός, είμαι κουρασμένος κλπ.) |
συνεργάζομαι με κπ/κτ
|
συγκοινωνίαnom masculin pluriel (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) La ville a besoin de meilleurs transports en commun. |
κοινό στοιχείο, κοινό χαρακτηριστικό(similitude) |
κοινός παρονομαστήςnom masculin (μεταφορικά) (ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) |
κοινός όροςnom masculin (Mathématiques) |
αυτός που χρησιμοποιεί τις δημόσιες συγκοινωνίες
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
κρεββάτι που μοιράζεται με βάρδιεςnom féminin (β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.) |
εξέχων(personne) (μετοχή ενεστώτα: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. υπογράφων, υπογράφουσα, υπογράφον κλπ.) C'est un membre éminent (or: remarquable) de la communauté, connu pour ses nombreuses bonnes actions. |
προσηγορικόnom masculin (ουσιαστικοποιημένο επίθετο: Επίθετο που χρησιμοποιείται ως ουσιαστικό, π.χ. κάνε το καλό και ρίξτο στον γυαλό, οι πλούσιοι, κλπ.) |
υποχρεωτικά μαθήματαnom masculin (Éducation) |
ο απλός λαός
(φράση ως ουσιαστικό αρσενικό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους, π.χ. φακός επαφής, καθηγητής φυσικής αγωγήςκλπ.) |
ενώνω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Mettons notre argent en commun pour acheter une voiture. |
Ας μάθουμε Γαλλικά
Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του commun στο Γαλλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Γαλλικά.
Σχετικές λέξεις του commun
Ενημερωμένες λέξεις του Γαλλικά
Γνωρίζετε για το Γαλλικά
Γαλλικά (le français) είναι μια ρομανική γλώσσα. Όπως τα ιταλικά, τα πορτογαλικά και τα ισπανικά, προέρχεται από τα δημοφιλή λατινικά, που κάποτε χρησιμοποιήθηκαν στη Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία. Ένα γαλλόφωνο άτομο ή χώρα μπορεί να ονομαστεί «γαλλόφωνος». Τα γαλλικά είναι η επίσημη γλώσσα σε 29 χώρες. Τα γαλλικά είναι η τέταρτη πιο ομιλούμενη μητρική γλώσσα στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Τα γαλλικά κατατάσσονται στην τρίτη θέση στην ΕΕ, μετά τα αγγλικά και τα γερμανικά, και είναι η δεύτερη πιο ευρέως διδασκόμενη γλώσσα μετά τα αγγλικά. Η πλειοψηφία του γαλλόφωνου πληθυσμού του κόσμου ζει στην Αφρική, με περίπου 141 εκατομμύρια Αφρικανούς από 34 χώρες και περιοχές που μπορούν να μιλούν γαλλικά ως πρώτη ή δεύτερη γλώσσα. Τα γαλλικά είναι η δεύτερη πιο ευρέως ομιλούμενη γλώσσα στον Καναδά, μετά τα αγγλικά, και οι δύο είναι επίσημες γλώσσες σε ομοσπονδιακό επίπεδο. Είναι η πρώτη γλώσσα 9,5 εκατομμυρίων ανθρώπων ή το 29% και η δεύτερη γλώσσα 2,07 εκατομμυρίων ανθρώπων ή το 6% του συνόλου του πληθυσμού του Καναδά. Σε αντίθεση με άλλες ηπείρους, τα γαλλικά δεν έχουν δημοτικότητα στην Ασία. Επί του παρόντος, καμία χώρα στην Ασία δεν αναγνωρίζει τα γαλλικά ως επίσημη γλώσσα.