Τι σημαίνει το clearing στο Αγγλικά;
Ποια είναι η σημασία της λέξης clearing στο Αγγλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του clearing στο Αγγλικά.
Η λέξη clearing στο Αγγλικά σημαίνει ξέφωτο, εκκαθάριση, διαφανής, σαφής, προφανής, ξεκάθαρος, καθαρός, απρόσκοπτος, ανεμπόδιστος, διαυγής, καθαρός, αψεγάδιαστος, ανοίξω, καθαρίζω, καθαρός, φωτεινός, καθαρός, βέβαιος, σίγουρος, καθαρός, καθαρός, ελεύθερος από, καθαρός, καθαρός, απλός, προηγούμαι, μακριά, άνοιγμα, καθαρίζω, εγκρίνομαι, καθαρίζω, μαζεύω τα πιάτα, καθαρίζω, καθαρίζω, αδειάζω, καθαρίζω, ξεμπλέκω, ξεμπερδεύω, περνώ, περνάω, περνάω, προσπερνάω, καθαρίζω, απαλάσσω, δίνω άδεια, βγάζω καθαρό κέρδος, εξοφλώ, αποπληρώνω, εγκρίνω, περνάω, εκκενώνω, ανοίγω, απελευθερώνω, ελεύθερο ύψος, χώρος, ξεπούλημα, άδεια, εξουσιοδότηση, άδεια, εκκαθάριση, εκκαθάριση, εκπτωτικός, γραφείο συμψηφισμού, γραφείο ανταλλαγής πληροφοριών, επιχείρηση εκκαθάρισης ναρκοπεδίου. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.
Σημασία της λέξης clearing
ξέφωτοnoun (field) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) Three deer stood in the clearing. |
εκκαθάρισηnoun (act of clearing) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) The farmer did the clearing of the field yesterday. |
διαφανήςadjective (transparent) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) He poured water into a clear glass. Έριξε νερό σε ένα διαφανές ποτήρι. |
σαφήςadjective (unambiguous) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) The message of the new law is clear. Το μήνυμα του νέου νόμου είναι ξεκάθαρο (or: σαφές). |
προφανής, ξεκάθαροςadjective (evident) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) The truth is clear to us. Η αλήθεια είναι προφανής σ' εμάς. |
καθαρόςadjective (with sharp definition) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) This television has a clear picture. ⓘΑυτή η πρόταση δεν είναι μετάφραση της αγγλικής πρότασης. Το αστρικό φαινόμενο ήταν πιο ευκρινές από το βορινό μπαλκόνι του σπιτιού. |
απρόσκοπτος, ανεμπόδιστοςadjective (view, path: unobstructed) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) The students have a clear view of the teacher. Οι μαθητές βλέπουν καθαρά τον δάσκαλο. |
διαυγής, καθαρόςadjective (limpid) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) They swam in clear mountain pools. Κολύμπησαν σε κρυστάλλινες λίμνες στο βουνό. |
αψεγάδιαστοςadjective (skin: flawless) (δέρμα, επιδερμίδα) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) You're so lucky to have such beautiful, clear skin! Είσαι τόσο τυχερή που έχεις τέτοιο δέρμα, όμορφο και αψεγάδιαστο! |
ανοίξωtransitive verb (unobstruct) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) He had surgery to clear the blocked artery. Έκανε εγχείρηση για να του ανοίξουν τη βουλωμένη αρτηρία. |
καθαρίζωtransitive verb (remove) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) The ploughs have to clear snow from the roads. Τα εκχιονιστικά πρέπει να καθαρίσουν το χιόνι από τους δρόμους. |
καθαρόςadjective (cloudless) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) The sky is clear today. |
φωτεινόςadjective (bright) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) That is a nice, clear, blue colour. |
καθαρόςadjective (of pure color) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Her eyes were a clear blue. |
βέβαιος, σίγουροςadjective (with no uncertainty) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) The soldiers are clear about their mission. |
καθαρόςadjective (free of guilt) (μεταφορικά) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) The police officer does his job with a clear conscience. |
καθαρόςadjective (calm, serene) (μεταφορικά) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) I always leave my yoga class with a clear mind. |
ελεύθερος απόadjective (without debts or obligation) (μεταφορικά) It's hard to get a loan that's clear of interest. Είναι δύσκολο να πάρεις δάνειο χωρίς τόκο. |
καθαρόςadjective (without deductions) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) You'll make a clear twenty thousand. |
καθαρός, απλόςadjective (not encoded) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) The message was clear; no one had scrambled it. |
προηγούμαιadjective (sports: ahead) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) The away team is now 20 points clear. |
μακριάadverb (away from) (από κάποιον/κάτι) (επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) Keep clear of him. He's dangerous. Μείνε μακριά του. Είναι επικίνδυνος. |
άνοιγμαnoun (unobstructed space) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) He pushed through the opposing players and out into the clear, ready to receive the ball. |
καθαρίζωintransitive verb (become clear) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) The sky cleared after the rain. |
εγκρίνομαιintransitive verb (check, account: be settled) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) The check will clear in five days. |
καθαρίζωintransitive verb (become free of anxiety, etc.) (μεταφορικά) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Just relax, and let your mind clear. |
μαζεύω τα πιάταintransitive verb (clean a table after eating) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) I'll serve dinner, and you clear when they have finished eating. |
καθαρίζωtransitive verb (remove [sth] unwanted from) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) We will clear the land, and then plant new grass. Θα αποψιλώσουμε τη γη και μετά θα φυτέψουμε νέο χορτάρι. |
καθαρίζωtransitive verb (make transparent) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Clear the water with a fine mesh filter. |
αδειάζω, καθαρίζωtransitive verb (remove or disperse) (προφορικό: ένα μέρος από κάτι) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) The police cleared the street of onlookers. Η αστυνομία απομάκρυνε τους περίεργους από τον δρόμο. |
ξεμπλέκω, ξεμπερδεύωtransitive verb (disentangle) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Let's clear our lines and resume fishing. |
περνώtransitive verb (jump over) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) The runner cleared all of the hurdles. Ο δρομέας πέρασε όλα τα εμπόδια. |
περνάωtransitive verb (pass over) (πάνω από κάτι) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) The plane cleared the treetops. |
περνάωtransitive verb (pass under) (κάτω από κάτι) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) The top of the trailer cleared the bridge with inches to spare. |
προσπερνάωtransitive verb (pass by) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) The lobster boat cleared the shoals safely. |
καθαρίζωtransitive verb (purify) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) We cleared the air with a filter. |
απαλάσσωtransitive verb (acquit) (από κατηγορίες) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) The court cleared the suspect of all charges. |
δίνω άδειαtransitive verb (approve, give permission) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) The security office cleared the visitors to enter. |
βγάζω καθαρό κέρδοςtransitive verb (earn after expenses) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Anne cleared a million in income this year. Η Αν καθάρισε ένα εκατομμύριο φέτος. |
εξοφλώ, αποπληρώνωtransitive verb (eliminate: a debt) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) This final cheque will clear your debt. ⓘΑυτή η πρόταση δεν είναι μετάφραση της αγγλικής πρότασης. Μπορείς να ξεπληρώσεις το χρέος σου σε λίγες δόσεις. |
εγκρίνωtransitive verb (bank check: accept) (επιταγή) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) The bank cleared your check, so the purchase is now official! Η τράπεζα ενέκρινε την επιταγή σου, οπότε η αγορά ολοκληρώθηκε! |
περνάωtransitive verb (check: pass through) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) We will meet you after you clear customs. |
εκκενώνωtransitive verb (building, land: vacate) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) There was a fire alarm and everyone had to clear the building. |
ανοίγω, απελευθερώνωtransitive verb (schedule: make time available) (δεν υπήρχε διαθεσιμότητα) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Kate cleared her schedule so that she could visit her mother in hospital. |
ελεύθερο ύψοςnoun (headroom) The ceiling clearance is pretty low in this house. Το ύψος του ταβανιού είναι αρκετά χαμηλό σε αυτό το σπίτι. |
χώροςnoun (space, room to move) (σε ύψος) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) There is not enough clearance under the bridge to accommodate large trucks. Η γέφυρα δεν έχει αρκετό ύψος ώστε να περνάνε μεγάλα φορτηγά. |
ξεπούλημαnoun (closeout: sale to clear stock) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) I bought a dress on clearance. Αγόρασα ένα φόρεμα στο ξεπούλημα. |
άδεια, εξουσιοδότησηnoun (access to secret information) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Thomas does not have the necessary clearance for those files. Ο Τομάς δεν έχει την απαραίτητη εξουσιοδότηση για εκείνα τα αρχεία. |
άδειαnoun (aircraft, etc.: permission) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) The pilot was given clearance to take off. Ο πιλότος πήρε άδεια για την απογείωση. |
εκκαθάρισηnoun (removal, clearing out) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) |
εκκαθάρισηnoun (cheque: being credited to account) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) |
εκπτωτικόςadjective (discounted, on sale) (τιμή, προϊόν) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) The clearance section is at the back of the store. |
γραφείο συμψηφισμούnoun (agency: settles transactions) (φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.) |
γραφείο ανταλλαγής πληροφοριώνnoun (academic: handles information) (φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.) A scholarship clearinghouse is a source of information from a wide range of institutions. |
επιχείρηση εκκαθάρισης ναρκοπεδίουplural noun (removal of explosive devices) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) The company's mine-clearing operations destroyed the beautiful landscape. |
Ας μάθουμε Αγγλικά
Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του clearing στο Αγγλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Αγγλικά.
Σχετικές λέξεις του clearing
Συνώνυμα
Ενημερωμένες λέξεις του Αγγλικά
Γνωρίζετε για το Αγγλικά
Τα αγγλικά προέρχονται από γερμανικές φυλές που μετανάστευσαν στην Αγγλία και έχουν εξελιχθεί σε μια περίοδο άνω των 1.400 ετών. Τα αγγλικά είναι η τρίτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, μετά τα κινέζικα και τα ισπανικά. Είναι η πιο μαθημένη δεύτερη γλώσσα και η επίσημη γλώσσα σχεδόν 60 κυρίαρχων χωρών. Αυτή η γλώσσα έχει μεγαλύτερο αριθμό ομιλητών ως δεύτερη και ξένη γλώσσα από τους μητρικούς ομιλητές. Τα αγγλικά είναι επίσης η επίσημη γλώσσα των Ηνωμένων Εθνών, της Ευρωπαϊκής Ένωσης και πολλών άλλων διεθνών και περιφερειακούς οργανισμούς. Σήμερα, οι αγγλόφωνοι σε όλο τον κόσμο μπορούν να επικοινωνούν με σχετική ευκολία.