Τι σημαίνει το classer στο Γαλλικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης classer στο Γαλλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του classer στο Γαλλικά.

Η λέξη classer στο Γαλλικά σημαίνει ταξινομώ, κατατάσσω, κατηγοριοποιώ, ταξινομώ, χωρίζω, ταξινομώ, αρχειοθετώ, ταξινομώ, συμπεριλαμβάνω, κατατάσσω, χαρακτηρίζω, κρίνω, κατατάσσω, τοποθετώ, βάζω, κατατάσσω, κατηγοριοποιώ, κατατάσσω, ταξινομώ, ταξινομώ, κατατάσσω, κατατάσσω, κατηγοριοποιώ, βάζω κπ/κτ σε κατηγορία, φυλάω, χαρακτηρίζω κπ/κτ ως κτ, ταξινομώ, κατατάσσω, ταξινομώ, τακτοποιώ, ταξινομώ, κατατάσσω, θεωρώ, βάζω κτ σε τάξη, χωρίζω, διαχωρίζω, χαρακτηρίζω, ταξινομώ, βαθμολογώ, χαρακτηρίζω, περιγράφω, χαρακτηρίζω κτ ως απόρρητο, χωρίζω σε ομάδες, Ταξινόμηση κατά, βάζω κτ σε σειρά προτεραιότητας, καταχωρώ λανθασμένα, περιλαμβάνομαι σε κτ, χωρίζω κτ σε κτ, εμπίπτω σε κατηγορία, κατηγοριοποιούμαι, κάνω πλασέ, κατατάσσομαι. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης classer

ταξινομώ, κατατάσσω, κατηγοριοποιώ

verbe transitif

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Classez les étudiants par mois de naissance.
Να κατατάξεις τους μαθητές σύμφωνα με τον μήνα γέννησης.

ταξινομώ

verbe transitif

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Avez-vous fini de trier (or: ranger) ces cartes par ordre alphabétique ?
ⓘCette phrase n'est pas une traduction de la phrase originale. Πώς κατέταξες τελικά τα λεξικά σου, ανά γλώσσα ή ανά θέμα;

χωρίζω, ταξινομώ

verbe transitif

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
J'ai trié (or: classé) mes billets en piles différentes pour chaque société.
Χώρισα (or: ταξινόμησα) τους λογαριασμούς μου σε στοίβες ανά εταιρεία.

αρχειοθετώ

verbe transitif (επίσημο)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Je range (or: Je classe) toutes mes factures de téléphone dans un même dossier.
Αρχειοθετώ όλους τους λογαριασμούς τηλεφώνου μαζί.

ταξινομώ

verbe transitif

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

συμπεριλαμβάνω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Je ne la classerais pas dans mon top 10 de chanteuses préférées.
Εάν έκανα μια λίστα με τους δέκα αγαπημένους μου τραγουδιστές δεν θα την συμπεριλάμβανα.

κατατάσσω

verbe transitif

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Lydia classe Johnny Depp au-dessus de Brad Pitt.
Η Λύντια βάζει τον Τζόνι Ντεπ σε υψηλότερη θέση από τον Μπραντ Πιτ.

χαρακτηρίζω, κρίνω

verbe transitif (un film) (ο κριτικός)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Η ταινία χαρακτηρίστηκε ακατάλληλη από το συμβούλιο.

κατατάσσω

verbe transitif

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Je le classerais parmi les dix meilleurs joueurs de tous les temps.

τοποθετώ, βάζω

verbe transitif

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Classe les livres par ordre chronologique.

κατατάσσω

verbe transitif (σε κατηγορία)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Je le classerais dans la catégorie des élèves studieux mais timides.

κατηγοριοποιώ

verbe transitif

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Les gens sont quelquefois classés selon leur situation socio-économique.

κατατάσσω, ταξινομώ

verbe transitif

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Le professeur a classé ses élèves du plus petit au plus grand.
Ο δάσκαλος κατέταξε τους μαθητές κατά ύψος.

ταξινομώ, κατατάσσω

verbe transitif

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Wendy a classé les dossiers en ordre alphabétique.

κατατάσσω

(participant) (διαγωνιζόμενο)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

κατηγοριοποιώ

verbe transitif

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Σε ποια κατηγορία κατατάσσει ο νόμος κατατάσσει αυτό το ναρκωτικό;

βάζω κπ/κτ σε κατηγορία

verbe transitif

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Christa est difficile à classer parce que ses intérêts sont très variés.

φυλάω

verbe transitif

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
C'était une information intéressante qu'il a classée pour référence ultérieure.
Ήταν μια ενδιαφέρουσα πληροφορία και τη φύλαξε για μελλοντική χρήση.

χαρακτηρίζω κπ/κτ ως κτ

locution verbale

D'après sa façon de s'habiller, nous avons classé Eli comme étant quelqu'un qui aime passer du temps dehors.

ταξινομώ

verbe transitif

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Veuillez classer ces revues par ordre chronologique.

κατατάσσω, ταξινομώ

verbe transitif

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Vous devriez classer (or: ranger) les spécimens du plus petit au plus grand.

τακτοποιώ, ταξινομώ, κατατάσσω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Τακτοποίησε τα βιβλία με αλφαβητική σειρά.

θεωρώ

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Le nouveau professeur fut rapidement déclaré ennuyeux par la classe.
Ο νέος δάσκαλος θεωρήθηκε βαρετός πολύ γρήγορα.

βάζω κτ σε τάξη

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

χωρίζω, διαχωρίζω

verbe transitif

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
L'instituteur a demandé aux enfants de diviser les animaux en fonction de ce qu'ils mangeaient.
Ο δάσκαλος ζήτησε απ' τα παιδιά να χωρίσουν τα ζώα σύμφωνα με το τι τρώνε.

χαρακτηρίζω

(figuré) (κπ κτ, κπ ως κτ)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Από μικρή ηλικία οι δάσκαλοι της Κάρεν την χαρακτήρισαν μπελά.

ταξινομώ

(rangement)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Il a rangé les dossiers par date.

βαθμολογώ

verbe transitif

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Les critiques de cinéma notent (or: classent) les films sur une échelle de un à cinq.
Οι κριτικοί ταινιών βαθμολογούν τις ταινίες με μια κλίμακα από ένα έως δέκα.

χαρακτηρίζω, περιγράφω

verbe transitif (κατηγοριοποιώ)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
La police l'a catalogué (or: classé) parmi les individus radicaux.
Η αστυνομία τον χαρακτήρισε ριζοσπάστη.

χαρακτηρίζω κτ ως απόρρητο

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Le rapport a été classé secret défense et n'a jamais été publié.
Η αναφορά χαρακτηρίστηκε ως απόρρητη και δε δημοσιοποιήθηκε ποτέ.

χωρίζω σε ομάδες

(κατηγοριοποιώ)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Il est possible de diviser le monde animal en deux grands groupes : les vertébrés et les invertébrés.

Ταξινόμηση κατά

locution verbale (Η/Υ: αποτελέσματα)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

βάζω κτ σε σειρά προτεραιότητας

locution verbale

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Je vous prie de bien vouloir classer par ordre de priorité les tâches à effectuer.

καταχωρώ λανθασμένα

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)

περιλαμβάνομαι σε κτ

verbe pronominal

χωρίζω κτ σε κτ

Les biologistes divisent les insectes en différents ordres.
Οι βιολόγοι χωρίζουν τα έντομα σε διαφορετικές τάξεις.

εμπίπτω σε κατηγορία, κατηγοριοποιούμαι

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Le projet de réforme se classe dans la catégorie des projets bien intentionnés, mais réellement malavisés.
Το νομοσχέδιο των μεταρρυθμίσεων εμπίπτει στην κατηγορία των έργων που έχουν καλές προθέσεις αλλά τελικά είναι άστοχα.

κάνω πλασέ

verbe pronominal (Course hippique) (ιπποδρομίες)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Mon cheval ne s'est même pas classé.

κατατάσσομαι

verbe pronominal

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Glenn se classe parmi les grands chefs du monde.

Ας μάθουμε Γαλλικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του classer στο Γαλλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Γαλλικά.

Σχετικές λέξεις του classer

Γνωρίζετε για το Γαλλικά

Γαλλικά (le français) είναι μια ρομανική γλώσσα. Όπως τα ιταλικά, τα πορτογαλικά και τα ισπανικά, προέρχεται από τα δημοφιλή λατινικά, που κάποτε χρησιμοποιήθηκαν στη Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία. Ένα γαλλόφωνο άτομο ή χώρα μπορεί να ονομαστεί «γαλλόφωνος». Τα γαλλικά είναι η επίσημη γλώσσα σε 29 χώρες. Τα γαλλικά είναι η τέταρτη πιο ομιλούμενη μητρική γλώσσα στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Τα γαλλικά κατατάσσονται στην τρίτη θέση στην ΕΕ, μετά τα αγγλικά και τα γερμανικά, και είναι η δεύτερη πιο ευρέως διδασκόμενη γλώσσα μετά τα αγγλικά. Η πλειοψηφία του γαλλόφωνου πληθυσμού του κόσμου ζει στην Αφρική, με περίπου 141 εκατομμύρια Αφρικανούς από 34 χώρες και περιοχές που μπορούν να μιλούν γαλλικά ως πρώτη ή δεύτερη γλώσσα. Τα γαλλικά είναι η δεύτερη πιο ευρέως ομιλούμενη γλώσσα στον Καναδά, μετά τα αγγλικά, και οι δύο είναι επίσημες γλώσσες σε ομοσπονδιακό επίπεδο. Είναι η πρώτη γλώσσα 9,5 εκατομμυρίων ανθρώπων ή το 29% και η δεύτερη γλώσσα 2,07 εκατομμυρίων ανθρώπων ή το 6% του συνόλου του πληθυσμού του Καναδά. Σε αντίθεση με άλλες ηπείρους, τα γαλλικά δεν έχουν δημοτικότητα στην Ασία. Επί του παρόντος, καμία χώρα στην Ασία δεν αναγνωρίζει τα γαλλικά ως επίσημη γλώσσα.