Τι σημαίνει το chocar στο ισπανικά;
Ποια είναι η σημασία της λέξης chocar στο ισπανικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του chocar στο ισπανικά.
Η λέξη chocar στο ισπανικά σημαίνει συγκρούομαι, πέφτω πάνω σε κπ/κτ, τσουγκρίζω, χτυπάω, διαφωνώ, συγκρούομαι, είμαι αντίθετος, συγκρούομαι, χτυπάω, συγκρούομαι με κπ/κτ, παθαίνω ατύχημα, χτυπάω, χτυπώ, τρακάρω, τρακέρνω, συγκρούομαι, διίσταμαι, αντικρούομαι, τρακάρω, δέρνω, μαστιγώνω, συγκρούω, εντελώς σε, καταπάνω σε, ακριβώς πάνω σε, χτυπάω το κεφάλι μου με κπ, <div>για στρατιώτη όταν χαιρετά ανώτερο και παράγει κρότο χτυπώντας τις σόλες των παπουτσιών του</div><div>(<i>β' συνθετικό</i>: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλό<i>βαθμος</i>, χαμηλό<i>βαθμος</i>κλπ.)</div>, τρακάρω, πέφτω πάνω σε κάτι/κάποιον, συγκρούομαι με κπ/κτ, συγκρούομαι, χτυπάω, δίνω μπουνιά σε κάποιον, προσκρούω, συγκρούομαι, χτυπώ κτ κάνοντας όπισθεν, πέφτω πάνω σε κπ/κτ, συγκρούομαι με κπ/κτ, τρακάρω, συγκρούομαι, χτυπάω, χτυπώ, δέρνω, μαστιγώνω, διαφωνώ με κτ, πέφτω πάνω σε κάτι/κάποιον. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.
Σημασία της λέξης chocar
συγκρούομαι
(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Los dos coches de carreras pisaron la mancha de aceite y chocaron. Τα δύο αγωνιστικά αυτοκίνητα πατήσαν τα λάδια και συγκρούστηκαν. |
πέφτω πάνω σε κπ/κτ
(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Dos coches chocaron esta mañana. Δυο αμάξια έπεσαν το ένα πάνω στο άλλο σήμερα το πρωί. |
τσουγκρίζω(brindis) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Propuso un brindis y todos chocamos nuestras copas. |
χτυπάω(brindis) (και προκαλώ κουδούνισμα) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) "Salud" dijo, y todos chocamos nuestras copas. |
διαφωνώ(informal) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Ambos eran grandes amigos, pero chocaban en sus gustos musicales. Οι δυο τους ήταν καλοί φίλοι, αλλά διαφωνούσαν στις μουσικές τους προτιμήσεις. |
συγκρούομαιverbo intransitivo (culturas) (μεταφορικά) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) |
είμαι αντίθετος
(ρηματική έκφραση: Συνδυασμός βοηθητικού ρήματος και ουσιαστικού, επιθέτου ή μετοχής, π.χ. γίνομαι γιατρός, είμαι ψηλός, είμαι κουρασμένος κλπ.) |
συγκρούομαιverbo intransitivo (encontrarse con violencia) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Los carros que corrían a toda velocidad chocaron con un fuerte estrépito. Τα δυο αυτοκίνητα που έτρεχαν, συναντήθηκαν σε μια ηχηρή σύγκρουση. |
χτυπάωverbo transitivo (με δύναμη) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Sus cabezas se chocaron. Κοπάνησε ο ένας το κεφάλι του άλλου. |
συγκρούομαι με κπ/κτ
|
παθαίνω ατύχημα(αυτοκίνητο) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Si manejas muy rápido te vas a estrellar. Αν οδηγείς πολύ γρήγορα, θα τρακάρεις. |
χτυπάω, χτυπώ
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) El cartel golpeó a Dan en la cara. Η περιστρεφόμενη πινακίδα χτύπησε τον Νταν στο κεφάλι. |
τρακάρω, τρακέρνω(καθομιλουμένη) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
συγκρούομαι, διίσταμαι, αντικρούομαι(διαφωνώ) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Las opiniones de los médicos difieren. Οι απόψεις των γιατρών διίστανται. |
τρακάρω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Roger estrelló su moto y tuvo que retirarse de la carrera. Ο Ρότζερ τράκαρε τη μοτοσυκλέτα του και έπρεπε να αποσυρθεί απ' τον αγώνα. |
δέρνω, μαστιγώνω(figurado) (μεταφορικά) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Las olas golpeaban la costa. |
συγκρούω(Física) (κτ με κτ) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Los científicos colisionaron las partículas en un reactor. |
εντελώς σε, καταπάνω σε, ακριβώς πάνω σε
(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Al girar choqué contra la puerta, y me rompí la nariz y dos dientes. |
χτυπάω το κεφάλι μου με κπlocución verbal (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Las dos niñas acabaron llorando después de chocar cabeza con cabeza mientras jugaban. |
<div>για στρατιώτη όταν χαιρετά ανώτερο και παράγει κρότο χτυπώντας τις σόλες των παπουτσιών του</div><div>(<i>β' συνθετικό</i>: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλό<i>βαθμος</i>, χαμηλό<i>βαθμος</i>κλπ.)</div>locución verbal |
τρακάρω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Tengo un gran morete donde choqué con la esquina de la mesa. Έχω μια τεράστια μελανιά εκεί που τράκαρα στη γωνία του τραπεζιού. Με τράκαρε και έπεσα. Τράκαρα με το μπροστινό αυτοκίνητο στον δρόμο για τη δουλειά. |
πέφτω πάνω σε κάτι/κάποιον
(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
συγκρούομαι με κπ/κτ
Un conductor borracho chocó contra la pared. Το φορτηγό έπεσε πάνω σε ένα διερχόμενο αμάξι. Ο σκιέρ έπεσε πάνω στον άλλο σκιέρ. |
συγκρούομαι(με κπ/κτ) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) El Titanic chocó contra un iceberg. Ο Τιτανικός συγκρούστηκε με το παγόβουνο. |
χτυπάω(κάτι) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Chocó su carro contra el árbol. Προσέκρουσε σε ένα δέντρο με το αυτοκίνητό του. |
δίνω μπουνιά σε κάποιον
(ρηματική έκφραση: Συνδυασμός βοηθητικού ρήματος και ουσιαστικού, επιθέτου ή μετοχής, π.χ. γίνομαι γιατρός, είμαι ψηλός, είμαι κουρασμένος κλπ.) |
προσκρούω
(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) El conductor borracho chocó contra una pared. Ο πιωμένος οδηγός στούκαρε σε τοίχο. |
συγκρούομαι(figurado) (μεταφορικά: με κτ) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Sus ideas radicales chocan con las de ellos. Οι ριζοσπαστικές ιδέες του έρχονταν σε σύγκρουση με τις δικές τους. |
χτυπώ κτ κάνοντας όπισθενlocución verbal (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) No estaba prestando atención y chocó marcha atrás contra el bolardo. Δεν πρόσεχε και χτύπησε τη δέστρα κάνοντας όπισθεν. |
πέφτω πάνω σε κπ/κτ
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
συγκρούομαι με κπ/κτ
Tres soldados murieron el martes cuando las fuerzas de seguridad tuvieron un enfrentamiento con los separatistas. Τρεις στρατιώτες σκοτώθηκαν την Τρίτη όταν οι δυνάμεις ασφαλείας συγκρούστηκαν με τους αποσχιστές. |
τρακάρω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Estrelló su auto contra un árbol. Έπεσε με το αυτοκίνητό του σε ένα δέντρο. |
συγκρούομαι(με κάποιον, κάτι) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
χτυπάω, χτυπώ(ελαφρά) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Polly chocó levemente el hombro de su hermana por accidente. Η Πόλι χτύπησε κατά λάθος τον ώμο της αδερφής της. |
δέρνω, μαστιγώνω(μεταφορικά) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Las olas chocaban contra las rocas. |
διαφωνώ με κτ(figurado) |
πέφτω πάνω σε κάτι/κάποιον
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
Ας μάθουμε ισπανικά
Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του chocar στο ισπανικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο ισπανικά.
Σχετικές λέξεις του chocar
Ενημερωμένες λέξεις του ισπανικά
Γνωρίζετε για το ισπανικά
Τα ισπανικά (español), επίσης γνωστή ως Castilla, είναι μια γλώσσα της ιβηρορομανικής ομάδας των ρομανικών γλωσσών και η 4η πιο κοινή γλώσσα στον κόσμο σύμφωνα με ορισμένες πηγές, ενώ άλλες την αναφέρουν ως 2η ή 3η πιο κοινή γλώσσα. Είναι η μητρική γλώσσα περίπου 352 εκατομμυρίων ανθρώπων και ομιλείται από 417 εκατομμύρια άτομα όταν προσθέτουμε τους ομιλητές της ως γλώσσα. δευτερεύουσα (εκτιμάται το 1999). Τα ισπανικά και τα πορτογαλικά έχουν πολύ παρόμοια γραμματική και λεξιλόγιο· Ο αριθμός παρόμοιου λεξιλογίου αυτών των δύο γλωσσών είναι έως και 89%. Τα ισπανικά είναι η κύρια γλώσσα 20 χωρών σε όλο τον κόσμο. Υπολογίζεται ότι ο συνολικός αριθμός των ομιλητών της Ισπανικής είναι μεταξύ 470 και 500 εκατομμύρια, καθιστώντας τα δεύτερη πιο ευρέως ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο ως προς τον αριθμό των φυσικών ομιλητών.