Τι σημαίνει το charger στο Γαλλικά;
Ποια είναι η σημασία της λέξης charger στο Γαλλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του charger στο Γαλλικά.
Η λέξη charger στο Γαλλικά σημαίνει φορτώνω σε, φορτώνω με, ορμώ, ορμώ, χιμώ, γεμίζω, φορτώνω, φορτώνω, φορτώνω, αφηνιάζω, φορτώνω, κάνω buffering, φορτώνω, περνάω κτ σε κτ, περνώ κτ σε κτ, <div></div><div>(<i>β' συνθετικό</i>: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλό<i>βαθμος</i>, χαμηλό<i>βαθμος</i>κλπ.)</div>, φορτώνω, κάνω τάκλιν σε κπ, επιτίθεμαι σε κτ/κπ, φορτώνω, γεμίζω, επιτίθεμαι σε κπ/κτ, είμαι υπερβολικός, μπλοκάρω κπ με το σώμα, ορμάω σε κπ, ορμώ σε κπ, χιμώ σε κπ, επιτίθεμαι, μπλοκάρω με το σώμα, μαρκάρω, δίνω εντολή, αναθέτω, αναθέτω κτ σε κπ, απόδοση ευθυνών στο θύμα, φορτώνομαι, αναθέτω εργασία, αναθέτω δουλειά, αναλαμβάνω να κάνω κτ, αισθηματοποιώ, φορτώνω από εμπρός, φορτώνω από μπροστά, αντιμετωπίζω, χειρίζομαι, φορτώνω, φορτώνω, βάζω κτ στο τρένο, βάζω κτ στο τραίνο, τα καταφέρνω, τα βγάζω πέρα, αναθέτω, φορτώνω, αναθέτω, αναθέτω, χειρίζομαι, διατάζω, προστάζω, σηκώνω στους ώμους μου. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.
Σημασία της λέξης charger
φορτώνω σεverbe transitif Ils ont chargé le camion de livraison de marchandises. Φόρτωσαν τα προϊόντα στο φορτηγό διανομής. |
φορτώνω μεverbe transitif On a chargé la brouette de briques. Φορτώσαμε το καρότσι με τούβλα. |
ορμώverbe transitif (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Le taureau chargea, encore et encore. |
ορμώ, χιμώverbe transitif (Rugby, ...) (σε κάποιον, κάτι) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) L'équipe adverse a chargé le quarterback. Η άλλη ομάδα ρίχτηκε στον επιθετικό. |
γεμίζωverbe transitif (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Les soldats ont chargé le canon et ont fait feu. |
φορτώνωverbe transitif (poids) (κάτι με κάτι) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Le camion était complètement chargé et ne pouvait rien porter d'autre. Είχαν φορτώσει το φορτηγό πλήρως με ηλεκτρολογικό εξοπλισμό και δεν άντεχε άλλο. |
φορτώνωverbe transitif (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
φορτώνωverbe transitif (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
αφηνιάζωverbe intransitif (animal) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Les buffles chargeaient dans ces plaines. |
φορτώνωverbe transitif (une charge à transporter) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Je dois aider à charger les bagages pour notre voyage en camping. |
κάνω buffering(Informatique, courant) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) J'essaie de regarder une vidéo mais l'ordinateur continue à charger. Προσπαθώ να δω ένα βίντεο αλλά ο υπολογιστής συνεχώς φορτώνει. |
φορτώνωverbe transitif (κάτι με κάτι άλλο) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Ils ont chargé le camion en ajoutant encore plus de poids. Φόρτωσαν το φορτηγό με ακόμα μεγαλύτερο βάρος. |
περνάω κτ σε κτ, περνώ κτ σε κτverbe transitif (Cinéma, Photographie) Elle chargea le film dans le projecteur de cinéma. Πέρασε το φιλμ στην φωτογραφική μηχανή. |
<div></div><div>(<i>β' συνθετικό</i>: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλό<i>βαθμος</i>, χαμηλό<i>βαθμος</i>κλπ.)</div>verbe intransitif (Football américain) L'équipe charge en moyenne deux cents mètres par match. |
φορτώνωverbe transitif (le coffre, la voiture) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Je dois charger la voiture avant que nous partions. |
κάνω τάκλιν σε κπlocution verbale (Football américain) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Il a chargé le joueur avec le ballon. |
επιτίθεμαι σε κτ/κπverbe transitif (attaquer) |
φορτώνω, γεμίζωverbe transitif (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Nous avons chargé (or: rempli) la voiture et sommes partis à la plage. |
επιτίθεμαι σε κπ/κτverbe transitif (Militaire) L'armée chargea (or: attaqua) l'ennemi. |
είμαι υπερβολικός
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Oh, tu exagères ! Je n'ai que deux minutes de retard ! ⓘCette phrase n'est pas une traduction de la phrase originale. Ήταν εντελώς υπερβολικός στον ρόλο του καουμπόι. |
μπλοκάρω κπ με το σώμα(Hockey, Can) (αθλητισμός) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
ορμάω σε κπ, ορμώ σε κπ, χιμώ σε κπ
|
επιτίθεμαιverbe transitif (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Le chevalier a tiré son épée et a attaqué son ennemi. |
μπλοκάρω με το σώμα(Hockey, Can) (αθλητισμός) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
μαρκάρω(Hockey, Can) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Ne mettez jamais un autre hockeyeur en échec par derrière parce que cela peut causer des blessures à la colonne vertébrale. |
δίνω εντολήverbe transitif (σε κάποιον να κάνει κάτι) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Je vous charge de surveiller correctement la maison en mon absence. |
αναθέτω(κάτι σε κάποιον) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Le sergent a confié le commandement de la section au caporal. |
αναθέτω κτ σε κπ
Le gardien de prison l'a chargé de nettoyer les latrines. |
απόδοση ευθυνών στο θύμαverbe transitif (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Charger la victime est une technique de défense déloyale. |
φορτώνομαι(μεταφορικά) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Μην φορτωθείς εσύ με το πρακτικό κομμάτι της μετακόμισης. Άφησέ το στη μεταφορική εταιρεία. |
αναθέτω εργασία, αναθέτω δουλειάlocution verbale Comme Catherine venait d'arriver dans l'entreprise, je l'ai chargée d'une tâche assez facile. |
αναλαμβάνω να κάνω κτ
(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
αισθηματοποιώ
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
φορτώνω από εμπρός, φορτώνω από μπροστά
(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
αντιμετωπίζω, χειρίζομαι
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) On m'a parlé de ce problème, et je m'en suis occupé. Έλαβα γνώση του προβλήματος και το αντιμετώπισα. |
φορτώνω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) J'ai chargé (or: rempli) le chariot de courses. |
φορτώνω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Lucy a chargé son mari de valises. |
βάζω κτ στο τρένο, βάζω κτ στο τραίνοlocution verbale (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
τα καταφέρνω, τα βγάζω πέρα(καθομιλουμένη) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Tu peux t'occuper de toutes les assiettes ou tu as besoin d'aide ? Μπορείς να τα καταφέρεις (or: να τα βγάλεις πέρα) με όλα τα πιάτα, ή να σε βοηθήσω; |
αναθέτω(à une tâche) (σε κάποιον να κάνει κάτι) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Ils ont affecté Cheri à la préparation de gâteaux pour le déjeuner. Ανέθεσαν στην Τσέρι να φτιάξει μπισκότα για το γεύμα. |
φορτώνω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Le chef a surchargé le personnel de travail. |
αναθέτω(κάτι σε κάποιον) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) L'avocat a chargé son assistant du travail administratif. Ο δικηγόρος ανέθεσε τη χαρτούρα στον βοηθό του. |
αναθέτωlocution verbale (σε κπ να κάνει κτ) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Il a été chargé d'intégrer les données dans l'ordinateur. Του ανέθεσαν να φορτώσει τα δεδομένα στο σύστημα του υπολογιστή. |
χειρίζομαι(κάποιον/κάτι) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Elle s'occupa (or: se chargea) des finances de la famille. Χειρίζεται (or: διαχειρίζεται) όλα τα οικονομικά της οικογένειας. |
διατάζω, προστάζω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
σηκώνω στους ώμους μου
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Le fermier a chargé le sac de grains sur son épaule. |
Ας μάθουμε Γαλλικά
Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του charger στο Γαλλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Γαλλικά.
Σχετικές λέξεις του charger
Ενημερωμένες λέξεις του Γαλλικά
Γνωρίζετε για το Γαλλικά
Γαλλικά (le français) είναι μια ρομανική γλώσσα. Όπως τα ιταλικά, τα πορτογαλικά και τα ισπανικά, προέρχεται από τα δημοφιλή λατινικά, που κάποτε χρησιμοποιήθηκαν στη Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία. Ένα γαλλόφωνο άτομο ή χώρα μπορεί να ονομαστεί «γαλλόφωνος». Τα γαλλικά είναι η επίσημη γλώσσα σε 29 χώρες. Τα γαλλικά είναι η τέταρτη πιο ομιλούμενη μητρική γλώσσα στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Τα γαλλικά κατατάσσονται στην τρίτη θέση στην ΕΕ, μετά τα αγγλικά και τα γερμανικά, και είναι η δεύτερη πιο ευρέως διδασκόμενη γλώσσα μετά τα αγγλικά. Η πλειοψηφία του γαλλόφωνου πληθυσμού του κόσμου ζει στην Αφρική, με περίπου 141 εκατομμύρια Αφρικανούς από 34 χώρες και περιοχές που μπορούν να μιλούν γαλλικά ως πρώτη ή δεύτερη γλώσσα. Τα γαλλικά είναι η δεύτερη πιο ευρέως ομιλούμενη γλώσσα στον Καναδά, μετά τα αγγλικά, και οι δύο είναι επίσημες γλώσσες σε ομοσπονδιακό επίπεδο. Είναι η πρώτη γλώσσα 9,5 εκατομμυρίων ανθρώπων ή το 29% και η δεύτερη γλώσσα 2,07 εκατομμυρίων ανθρώπων ή το 6% του συνόλου του πληθυσμού του Καναδά. Σε αντίθεση με άλλες ηπείρους, τα γαλλικά δεν έχουν δημοτικότητα στην Ασία. Επί του παρόντος, καμία χώρα στην Ασία δεν αναγνωρίζει τα γαλλικά ως επίσημη γλώσσα.