Τι σημαίνει το brown στο Αγγλικά;
Ποια είναι η σημασία της λέξης brown στο Αγγλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του brown στο Αγγλικά.
Η λέξη brown στο Αγγλικά σημαίνει καφέ, καφετί, καφέ, μαυρισμένος, καφετίζω, κάνω κάτι να ροδίσει, σοτάρω, τσαντίζω, ροδίζω, πέφτει η τάση, καφέ αρκούδα, καφέ ζώνη, καφέ ζώνη, μαύρο ψωμί, μαύρο ψωμί, τσιγαρισμένο βούτυρο, <div></div><div>(<i>β' συνθετικό</i>: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλό<i>βαθμος</i>, χαμηλό<i>βαθμος</i>κλπ.)</div>, καστανά μάτια, καστανά μαλλιά, γλείφτης, είμαι γλύφτης, κωλογλύφτης, κόλακας, που φιλάει κατουρημένες ποδιές, γλύφω, κίτρινο κρεμμύδι, χουχουριστής, μαύρο ρύζι, καστανή σάλτσα, σάλτσα εσπανιόλ, είδος σάλτσας με βάση τον ζωμό κρέατος, μαύρη ζάχαρη, καστανομάτης, καστανός, καστανομάλλης, μελαχροινός, καστανό, καστανός, σκούρο καφέ, σκούρο καφέ, χρυσαφής, χρυσαφένιος, καφετής, χρυσαφής, χρυσαφένιος, καφετής, ανοιχτό καστανό, φουντουκί, ανοιχτό καστανό, φουντουκί, χαρτί περιτυλίγματος, ανοιχτό καφέ, ανοιχτός καφέ, σκούρο καφέ, σκούρος καφέ, καφεκόκκινο, καφεκόκκινος, καστανοκόκκινος. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.
Σημασία της λέξης brown
καφέ, καφετίadjective (color) (χρώμα) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Jane lives in the brown house. Dan's hair is brown. ⓘΑυτή η πρόταση δεν είναι μετάφραση της αγγλικής πρότασης. Ερωτεύτηκε μια κοπέλα με καφέ (or: καστανά) μαλλιά και μάτια. |
καφέnoun (color) (χρώμα) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) Which do you prefer? Black or brown? Ποιο χρώμα προτιμάς; Το καφέ ή το μαύρο; |
μαυρισμένοςadjective (suntanned) (μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.) I can't believe how brown you got at the beach. Δεν το πιστεύω πόσο μαύρισες στην παραλία. |
καφετίζωintransitive verb (become brown) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) The oak leaves browned and fell from the trees. |
κάνω κάτι να ροδίσειtransitive verb (make brown from heat) (για φαγητό) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) The heat of the oven browned the turkey. |
σοτάρωtransitive verb (sauté, fry) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) First you need to brown the potatoes. |
τσαντίζωphrasal verb, transitive, separable (UK, figurative, informal (annoy or anger) (καθομιλουμένη: κάποιον) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) |
ροδίζωphrasal verb, transitive, separable (cook until brown) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
πέφτει η τάσηphrasal verb, intransitive (US (electricity: be reduced) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) The high use of air conditioners during the heat waves caused the electricity to brown out. Η αυξημένη χρήση αιρκοντίσιον κατά τους καύσωνες ήταν η αιτία που έπεφτε η τάση του ρεύματος. |
καφέ αρκούδαnoun (North American mammal) Kodiak bears and grizzly bears are species of the brown bear. |
καφέ ζώνηnoun (karate rank) (κατάταξη καράτε) It took me three years to earn my brown belt. |
καφέ ζώνηnoun (karate student) I wouldn't mess with her if I were you, she's a brown belt. Στη θέση σου δεν θα τα έβαζα μαζί της, έχει καφέ ζώνη. |
μαύρο ψωμίnoun (bread made of darker flour) |
μαύρο ψωμίnoun (Boston brown bread) |
τσιγαρισμένο βούτυροnoun (roasted butter) |
<div></div><div>(<i>β' συνθετικό</i>: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλό<i>βαθμος</i>, χαμηλό<i>βαθμος</i>κλπ.)</div>noun (edible crustacean) |
καστανά μάτιαplural noun (eyes with brown irises) (ουσιαστικό αρσενικό πληθυντικός: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και είτε χρησιμοποιείται μόνο στον πληθυντικό, π.χ. τα κάλαντα, είτε αναφέρεται στον πληθυντικό για την ορθή απόδοση του μεταφραζόμενου όρου.) I have brown eyes. Έχω καστανά μάτια. |
καστανά μαλλιάnoun (brunette or chestnut hair) (ουσιαστικό αρσενικό πληθυντικός: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και είτε χρησιμοποιείται μόνο στον πληθυντικό, π.χ. τα κάλαντα, είτε αναφέρεται στον πληθυντικό για την ορθή απόδοση του μεταφραζόμενου όρου.) She wore a brown shirt to match her brown hair. Φόρεσε ένα καφέ πουκάμισο για να ταιριάζει με τα καστανά της μαλλιά. |
γλείφτηςnoun (vulgar, figurative, pejorative, slang (sycophant) (αργκό, μειωτικό) (ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) What a brown-nose - always sucking up to the boss, hoping for a promotion. Τι κόλακας! Πάντα γλείφει το αφεντικό του, ελπίζοντας να πάρει προαγωγή. |
είμαι γλύφτης, κωλογλύφτης, κόλακας, που φιλάει κατουρημένες ποδιές, γλύφωtransitive verb (vulgar, figurative, pejorative, slang (be obsequious) You got that promotion because you brown-nosed the boss. Πήρες αυτή την προαγωγή γιατί έγλυψες το αφεντικό. |
κίτρινο κρεμμύδιnoun (root vegetable) |
χουχουριστήςnoun (nocturnal bird of prey) (κουκουβάγια) (ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) |
μαύρο ρύζιnoun (whole rice) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) Brown rice takes longer to cook than white rice, unless you have a pressure cooker. |
καστανή σάλτσαnoun (cuisine: Chinese sauce) |
σάλτσα εσπανιόλnoun (cuisine: basic sauce) (φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.) |
είδος σάλτσας με βάση τον ζωμό κρέατοςnoun (commercial product) (β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.) |
μαύρη ζάχαρηnoun (sugar not completely refined) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) This cookie recipe calls for one cup of brown sugar. |
καστανομάτηςadjective (having brown eyes) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) I prefer brown-eyed girls. Προτιμώ τις καστανομάτες. |
καστανός, καστανομάλληςadjective (having brunette or chestnut hair) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Samantha is a brown-haired girl. |
μελαχροινόςadjective (person: with brown skin) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Anita is a brown-skinned girl. |
καστανόnoun (reddish brown) (χρώμα) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) |
καστανόςadjective (reddish brown) (χρώμα) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) The chestnut-brown horse ran like the wind. |
σκούρο καφέnoun (color: deep shade of brown) |
σκούρο καφέadjective (color: deep shade of brown) |
χρυσαφής, χρυσαφένιος, καφετήςnoun (warm light-brown color) (χρώμα) (ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) Her hair was a beautiful shade of golden brown. |
χρυσαφής, χρυσαφένιος, καφετήςadjective (warm light brown in color) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Her golden brown hair shone in the sunlight. |
ανοιχτό καστανό, φουντουκίnoun (light-brown colour) (χρώμα) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Hazel brown is what my mother always called my hair, though I thought it was darker. |
ανοιχτό καστανό, φουντουκίadjective (light brown in color) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Her hair was hazel brown, much lighter than mine. |
χαρτί περιτυλίγματοςnoun (brown wrapping paper) (μόνο καφέ χρώματος) (φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.) Kraft paper is strong enough to make a kite. |
ανοιχτό καφέnoun (pale brown color) The old leather bag had faded to light brown. Η παλιά δερμάτινη τσάντα ξεθώριασε και τώρα έχει χρώμα ανοιχτό καφέ. |
ανοιχτός καφέadjective (pale brown in color) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) The police described the attacker as tall, with short, light-brown hair. Σύμφωνα με τους αστυνομικούς, το άτομο που έκανε την επίθεση είναι ψηλό με κοντά μαλλιά ανοικτού καστανού χρώματος. |
σκούρο καφέnoun (medium brown color) (χρώμα) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) |
σκούρος καφέadjective (medium brown in color) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
καφεκόκκινοnoun (color: brown tinged with red) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) |
καφεκόκκινοςadjective (brown tinged with red) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) |
καστανοκόκκινοςadjective (russet, auburn in color) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Her hair was reddish-brown and really set off her fine green eyes. |
Ας μάθουμε Αγγλικά
Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του brown στο Αγγλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Αγγλικά.
Σχετικές λέξεις του brown
Ενημερωμένες λέξεις του Αγγλικά
Γνωρίζετε για το Αγγλικά
Τα αγγλικά προέρχονται από γερμανικές φυλές που μετανάστευσαν στην Αγγλία και έχουν εξελιχθεί σε μια περίοδο άνω των 1.400 ετών. Τα αγγλικά είναι η τρίτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, μετά τα κινέζικα και τα ισπανικά. Είναι η πιο μαθημένη δεύτερη γλώσσα και η επίσημη γλώσσα σχεδόν 60 κυρίαρχων χωρών. Αυτή η γλώσσα έχει μεγαλύτερο αριθμό ομιλητών ως δεύτερη και ξένη γλώσσα από τους μητρικούς ομιλητές. Τα αγγλικά είναι επίσης η επίσημη γλώσσα των Ηνωμένων Εθνών, της Ευρωπαϊκής Ένωσης και πολλών άλλων διεθνών και περιφερειακούς οργανισμούς. Σήμερα, οι αγγλόφωνοι σε όλο τον κόσμο μπορούν να επικοινωνούν με σχετική ευκολία.