Τι σημαίνει το brillo στο ισπανικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης brillo στο ισπανικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του brillo στο ισπανικά.

Η λέξη brillo στο ισπανικά σημαίνει λάμπω, τα πάω περίφημα, λάμπω, αστράφτω, τρεμοπαίζω, τρεμοφέγγω, λάμπω, λαμπυρίζω, αστράφτω, λάμπω, λαμποκοπώ, φαίνομαι, λάμπω, ακτινοβολώ, αστράφτω, λάμπω, αστράφτω, λαμπαδιάζω, φέγγω, λάμπω, λάμπω, αστράφτω, λάμπω, αστράφτω, λάμπω, καίω, λάμπω, αστράφτω, λαμπυρίζω, λάμπω, αστράφτω, λάμπω, αριστεύω, διαπρέπω, λάμπω, αστράφτω, λάμπω, λαμποκοπώ, αστράφτω, λαμποκοπώ, γυαλοκοπώ, λαμπυρίζω, λαμπυρίζω, φωτίζω, φωτίζομαι, λάμπω, λάμπω, αστράφτω, λάμπω, φέγγω, λαμπυρίζω, σπινθηροβολώ, αχνοφαίνομαι, λάμψη, γυάλισμα, φως, λούστρο, λαμπρότητα, φωτεινότητα, λάμψη, φωτεινότητα, λάμψη, ακτινοβολία, γυαλάδα, φωτεινότητα, γυαλάδα, ασθενής λάμψη, σπινθήρισμα, λάμψη, φωτεινότητα, λαμπρότητα, λάμψη, λάμψη, λάμψη, η λάμψη, η αίγλη, λάμψη, μαγεία, λάμψη, στιλπνότητα, γυαλάδα, λούστρο, γυαλάδα, σπινθήρισμα, σπινθηροβόλημα, λαμπύρισμα, λάμψη, λάμψη, διακρίνομαι σε κτ, διαπρέπω σε κτ, λάμπω, αστράφτω, αναβοσβήνω, φαίνομαι, λάμπω από κτ, αστράφτω από κτ, ξεπερνώ σε λάμψη, λάμπω περισσότερο, λάμπω, αστράφτω, φέγγω. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης brillo

λάμπω

verbo intransitivo

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
El sol está brillando con fuerza hoy.
ⓘEsta oración no es una traducción de la original. Ο ήλιος ακτινοβολεί στον ουρανό.

τα πάω περίφημα

(figurado)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Ella va a brillar en esta competición.
Θα τα πάει περίφημα στο διαγωνισμό.

λάμπω, αστράφτω

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
El lago brillaba a la luz de la luna.
Η λίμνη έλαμπε στο φεγγαρόφωτο.

τρεμοπαίζω, τρεμοφέγγω

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
La luz brillaba sobre el agua.
Το φως τρεμόπαιζε στο νερό.

λάμπω, λαμπυρίζω, αστράφτω

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
El diamante del anillo de compromiso de Patricia brillaba cuando le daba la luz.
Το διαμάντι στο δαχτυλίδι αρραβώνων της Πατρίσια λαμπύριζε καθώς έπεφτε πάνω του το φως.

λάμπω, λαμποκοπώ

verbo intransitivo

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)

φαίνομαι

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
El talento del equipo brilló cuando ganaron fácilmente el partido.

λάμπω, ακτινοβολώ, αστράφτω

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Las estrellas brillaban en el cielo nocturno.
Τα αστέρια έλαμπαν φωτεινά στον νυχτερινό ουρανό.

λάμπω, αστράφτω

(figurado) (μεταφορικά)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Rachel brillaba cuando se enteró de que había conseguido el trabajo.
Η Ρέιτσελ άστραφτε όταν έμαθε ότι πήρε τη δουλειά.

λαμπαδιάζω

verbo intransitivo

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
La cerilla brilló cuando Jim la encendió.
Το σπίρτο λαμπάδιασε όταν το άναψε ο Τζιμ.

φέγγω, λάμπω

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Las luces de neón brillaban en el cielo.
Τα φώτα νέον ακτινοβολούσαν (or: λαμποκοπούσαν) στον ουρανό.

λάμπω, αστράφτω

verbo intransitivo (ojos)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Los ojos de Sarah brillaban cuando dijo "¡Hagámoslo!".

λάμπω, αστράφτω

(μεταφορικά: δέρμα)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Karen supo que su hija estaba embarazada por cómo brillaba su piel.

λάμπω

verbo intransitivo (persona) (μεταφορικά)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Glenn brilló esta noche: todo el mundo estaba atento a sus comentarios.

καίω

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Una suave luz brillaba a lo lejos.

λάμπω, αστράφτω

verbo intransitivo (figurado) (μεταφορικά)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
La esperanza brilló en los ojos de Ben.

λαμπυρίζω, λάμπω, αστράφτω

verbo intransitivo

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Los ojos de la anciana brillaron de regocijo, como si se divirtiera con una buena broma.

λάμπω

(από ενθουσιασμό)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

αριστεύω, διαπρέπω

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Si hablamos de materias científicas, Jane siempre ha sobresalido.
Όταν πρόκειται για θετικά μαθήματα, η Τζέιν πάντοτε τα πήγαινε περίφημα.

λάμπω, αστράφτω

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Era mediodía y el sol resplandecía.
Ήταν μεσημέρι και ο ήλιος έλαμπε.

λάμπω, λαμποκοπώ, αστράφτω

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
El edificio de cristal relucía al sol.
Το γυάλινο κτίριο έλαμπε στον ήλιο.

λαμποκοπώ, γυαλοκοπώ, λαμπυρίζω

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Mira cómo reluce su collar a la luz.

λαμπυρίζω

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)

φωτίζω, φωτίζομαι

(luz)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
A medida que el día se iluminaba, más capullos empezaron a abrirse.
Καθώς φώτιζε η μέρα, όλο και περισσότερα μπουμπούκια άρχιζαν να ανθίζουν.

λάμπω

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)

λάμπω, αστράφτω

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Las estrellas resplandecían en el nocturno cielo invernal.
Τα αστέρια έλαμπαν στον χειμωνιάτικο νυχτερινό ουρανό.

λάμπω, φέγγω

(culto)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Hacia el este ya alboreaba la mañana.

λαμπυρίζω, σπινθηροβολώ

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Las lentejuelas del vestido de Linda resplandecían mientras bailaba.

αχνοφαίνομαι

(figurado) (μεταφορικά)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
La esperanza resplandeció cuando los escaladores vieron la cima de la montaña.

λάμψη

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Pulió los candelabros de plata hasta dejarlos con un brillo cegador.
Έτριψε τα ασημένια κηροπήγια δίνοντάς τους μια εκτυφλωτική λάμψη.

γυάλισμα

(AmL)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Mis botas necesitan una pulida.

φως

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Peter leía el libro con el brillo de una pequeña linterna.
Ο Πέτρος διάβασε ένα βιβλίο υπό το φως ενός μικρού φαναριού.

λούστρο

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Para terminar el coche nuevo recibió un brillo luminoso.

λαμπρότητα, φωτεινότητα, λάμψη

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
El brillo del sol en el agua nos dejó ciegos por un momento.
Η φωτεινότητα (or: λάμψη) του ήλιου στο νερό μας τύφλωσε για λίγο.

φωτεινότητα, λάμψη

(φως)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
¿Puedes ajustar el brillo del televisor? Me está dando dolor de cabeza.
Μπορείς να ρυθμίσεις τη φωτεινότητα της τηλεόρασης; Μου προκαλεί πονοκέφαλο.

ακτινοβολία

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
El sol, alto en el cielo, emanaba su brillo sobre la tierra.

γυαλάδα

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
La superficie del agua tenía un brillo verde.

φωτεινότητα

(color) (χρωμάτων)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

γυαλάδα

nombre masculino

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

ασθενής λάμψη

El marinero vio el brillo del faro en la distancia.
Ο ναύτης είδε το φως του φάρου στο βάθος.

σπινθήρισμα

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Brian observaba el brillo de la luz sobre el agua.
Ο Μπράιαν παρακολουθούσε το τρεμοπαίξιμο του φωτός πάνω στο νερό.

λάμψη

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
La piel de Kate siempre tiene buen brillo.
Το δέρμα της Κέιτ είχε πάντοτε μια όμορφη λάμψη.

φωτεινότητα, λαμπρότητα

(φως: βαθμός έντασης)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
¿Podrías ajustar el brillo de la TV? Me da dolor de cabeza.

λάμψη

(ojos)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
"¡Saltemos en paracaídas!" dijo John con brillo en su mirada.
«Ας πάμε για ελεύθερη πτώση με αλεξίπτωτο!», είπε ο Τζον με μια λάμψη στο μάτι του.

λάμψη

nombre masculino

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Vio el brillo de sus ojos y supo que era una buena idea.
Είδε τη λάμψη στα μάτια του και κατάλαβε ότι είχε μια καλή ιδέα.

λάμψη

nombre masculino

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Hay que cortar los diamantes para que muestren su brillo.

η λάμψη, η αίγλη

nombre masculino (μτφ: με γενική)

Denise escogió el brillo de una carrera en el mundo del espectáculo antes que ir a la facultad de medicina.

λάμψη

nombre masculino

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
A Jim le encantaba el brillo del sol de invierno resplandeciendo a través de los carámbanos de hielo en los árboles.

μαγεία, λάμψη

nombre masculino (figurado) (μεταφορικά)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
A Tim le atraía el brillo de la vida urbana.

στιλπνότητα, γυαλάδα

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

λούστρο

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

γυαλάδα

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
El lustre de un diamante determina su valor.

σπινθήρισμα, σπινθηροβόλημα

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

λαμπύρισμα

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Grace vio un centelleo de luz por delante: deseó que fuera la casa.
Η Γκρέις είδε ένα λαμπύρισμα μπροστά της και ήλπιζε ότι θα ήταν το σπίτι.

λάμψη

(υπερβολικά έντονη)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Ron estornudó cuando le dio el brillante resplandor del sol.
Ο Ρον φταρνίστηκε όταν βγήκε στο εκτυφλωτικό φως του ήλιου.

λάμψη

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
El resplandor del sol en el agua dificultaba ver.

διακρίνομαι σε κτ, διαπρέπω σε κτ

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
No es demasiado bueno compartiendo lo que sabe, pero brilla en matemáticas.
Δεν ξέρει να τα εξηγήσει καλά, αλλά πραγματικά διαπρέπει στα μαθηματικά.

λάμπω, αστράφτω

(figurado) (μεταφορικά)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Su rostro va a brillar de emoción cuando abra el regalo.
Το πρόσωπό του θα λάμψει από ενθουσιασμό, όταν ανοίξει το δώρο.

αναβοσβήνω

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Las luces parpadearon mientras afuera rugía la tormenta.
Τα φώτα αναβόσβηναν καθώς η καταιγίδα λυσσομανούσε έξω.

φαίνομαι

locución verbal

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Su bondad brilla a través de todo lo que dice.
Η ευγένειά του είναι εμφανής σε ότι και αν πει.

λάμπω από κτ, αστράφτω από κτ

Los ojos de Jane brillaban con (or: de) deleite cuando Henry le entregó su regalo.
Τα μάτια της Τζέιν έλαμπαν από χαρά όταν της έδωσε το δώρο ο Χένρυ.

ξεπερνώ σε λάμψη, λάμπω περισσότερο

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
La Estrella del Norte brilla más que las otras estrellas.

λάμπω, αστράφτω, φέγγω

locución verbal

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Eric miraba las estrellas que brillaban con luz tenue en el cielo.

Ας μάθουμε ισπανικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του brillo στο ισπανικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο ισπανικά.

Γνωρίζετε για το ισπανικά

Τα ισπανικά (español), επίσης γνωστή ως Castilla, είναι μια γλώσσα της ιβηρορομανικής ομάδας των ρομανικών γλωσσών και η 4η πιο κοινή γλώσσα στον κόσμο σύμφωνα με ορισμένες πηγές, ενώ άλλες την αναφέρουν ως 2η ή 3η πιο κοινή γλώσσα. Είναι η μητρική γλώσσα περίπου 352 εκατομμυρίων ανθρώπων και ομιλείται από 417 εκατομμύρια άτομα όταν προσθέτουμε τους ομιλητές της ως γλώσσα. δευτερεύουσα (εκτιμάται το 1999). Τα ισπανικά και τα πορτογαλικά έχουν πολύ παρόμοια γραμματική και λεξιλόγιο· Ο αριθμός παρόμοιου λεξιλογίου αυτών των δύο γλωσσών είναι έως και 89%. Τα ισπανικά είναι η κύρια γλώσσα 20 χωρών σε όλο τον κόσμο. Υπολογίζεται ότι ο συνολικός αριθμός των ομιλητών της Ισπανικής είναι μεταξύ 470 και 500 εκατομμύρια, καθιστώντας τα δεύτερη πιο ευρέως ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο ως προς τον αριθμό των φυσικών ομιλητών.