Τι σημαίνει το breeding στο Αγγλικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης breeding στο Αγγλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του breeding στο Αγγλικά.

Η λέξη breeding στο Αγγλικά σημαίνει εκτροφή, ανατροφή, αναπαραγωγής, αναπαράγομαι, εκτρέφω, ζευγαρώνω, ζευγαρώνω κτ με κτ, δημιουργώ, αναθρέφω, ανατρέφω, γεννάω, γεννώ, ράτσα, ράτσα, καταγωγή, γενιά, εκτροφείο, πρόσφορο έδαφος, πρόσφορο έδαφος, εποχή ζευγαρώματος, επιβήτορας, εκτροφή βοοειδών, της εκτροφής βοοειδών. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης breeding

εκτροφή

noun (raising animals)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Tammy is interested in dog breeding.
Η Τάμμυ ενδιαφέρεται για εκτροφή σκύλων.

ανατροφή

noun (upbringing, refinement)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Samantha's breeding is far superior to that of her classmates.
Η ανατροφή της Σαμάνθας είναι κατά πολύ ανώτερη από αυτή των συμμαθητών της.

αναπαραγωγής

adjective (for breeding) (σε γενική)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
The fishermen leave behind enough breeding stock to maintain the fishery.

αναπαράγομαι

intransitive verb (procreate)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Some mammals breed only once.
Ορισμένα θηλαστικά αναπαράγονται μόνο μία φορά.

εκτρέφω

transitive verb (raise livestock)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
The farmer breeds sheep and cows.
Ο αγρότης εκτρέφει πρόβατα και αγελάδες.

ζευγαρώνω

transitive verb (mate two animals) (κάτι με κάτι)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
This female horse was bred with a male donkey, and she gave birth to a mule.
Αυτό το θηλυκό άλογο ζευγάρωσε με έναν γάιδαρο και γέννησε ένα μουλάρι.

ζευγαρώνω κτ με κτ

(animal: make reproduce)

If you breed a horse with a donkey, you get a mule.

δημιουργώ

transitive verb (horticulture: make reproduce)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Researchers have bred a new type of zucchini plant.
Οι ερευνητές δημιούργησαν ένα νέο είδος κολοκυθιού.

αναθρέφω, ανατρέφω

transitive verb (person: rear)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Nelly's parents bred her to be a proper lady.
Οι γονείς της Νέλι την ανέθρεψαν να γίνει μια σωστή κυρία.

γεννάω, γεννώ

transitive verb (figurative (engender [sth]) (μεταφορικά)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Boredom breeds discontent, so our school strives to challenge students in all subjects.

ράτσα

noun (animal: type, race)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
The dog show is divided into categories by breed.
Η επίδειξη σκύλων χωρίζεται σε κατηγορίες ανάλογα με τη ράτσα.

ράτσα

noun (figurative, informal (type of person) (μεταφορικά, ανεπίσημο)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Politicians are an untrustworthy breed.
Οι πολιτικοί είναι αναξιόπιστη φάρα.

καταγωγή

noun (race, ancestry)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
People of her breed don't typically like spicy food.

γενιά

noun (type, group of [sth])

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
A new breed of chefs has been born at the elite culinary school.

εκτροφείο

noun (place where animals breed)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
The swamp was a breeding ground for many species of waterfowl.

πρόσφορο έδαφος

noun (figurative (place: [sth] spreads)

That drug-infested neighborhood is a breeding ground for violence.

πρόσφορο έδαφος

noun (figurative (circumstances: [sth] spreads)

Poor economic conditions created a perfect breeding ground for the revolution.

εποχή ζευγαρώματος

noun (annual period when animals mate)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

επιβήτορας

noun (stallion: sires racehorses)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
When Seabiscuit was too old to race, he was used as a breeding stud.

εκτροφή βοοειδών

noun (production, raising of cattle)

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)

της εκτροφής βοοειδών

noun as adjective (relating to cattle breeding)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

Ας μάθουμε Αγγλικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του breeding στο Αγγλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Αγγλικά.

Γνωρίζετε για το Αγγλικά

Τα αγγλικά προέρχονται από γερμανικές φυλές που μετανάστευσαν στην Αγγλία και έχουν εξελιχθεί σε μια περίοδο άνω των 1.400 ετών. Τα αγγλικά είναι η τρίτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, μετά τα κινέζικα και τα ισπανικά. Είναι η πιο μαθημένη δεύτερη γλώσσα και η επίσημη γλώσσα σχεδόν 60 κυρίαρχων χωρών. Αυτή η γλώσσα έχει μεγαλύτερο αριθμό ομιλητών ως δεύτερη και ξένη γλώσσα από τους μητρικούς ομιλητές. Τα αγγλικά είναι επίσης η επίσημη γλώσσα των Ηνωμένων Εθνών, της Ευρωπαϊκής Ένωσης και πολλών άλλων διεθνών και περιφερειακούς οργανισμούς. Σήμερα, οι αγγλόφωνοι σε όλο τον κόσμο μπορούν να επικοινωνούν με σχετική ευκολία.