Τι σημαίνει το blanc στο Γαλλικά;
Ποια είναι η σημασία της λέξης blanc στο Γαλλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του blanc στο Γαλλικά.
Η λέξη blanc στο Γαλλικά σημαίνει άσπρο, στήθος, ασπράδι, κενό, άσπρα, λευκά, κενό, λευκά, άσπρος, λευκός, άσπρος, λευκός, λευκός, λευκός, προσομοίωσης, χαρακτήρας κενού, κενός, άδειος, που ανήκει στη λευκή φυλή, μη χρησιμοποιούμενες ραδιοσυχνότητες, υφάσματα, λευκά είδη, είδη νεωτερισμών, κενός χώρος, λευκός, ασπρουλιάρης, ασπρουλιάρα, λευκός, λευκός Αμερικανός, λευκή Αμερικανίδα, μπλάνκο, ανοιχτός, ανοιχτόχρωμος, λευκός, λευκό κρασί, άσφαιρο, ασπρόμαυρος, κασσίτερος, λευκοσίδηρος, κρέμα blancmange, αρχάριος, τενεκεδένια σκεύη, αποπληρωμή, εξόφληση, απογοητεύω, ασπρόμαυρος, ιβουάρ, παιδαρέλι, αποσπώ, ανώριμος, μη Ινδοευρωπαίος, πάνω-κάτω ίδιος, ακόμα δε βγήκα από το αβγό, υπόλευκος, κάτασπρος, κατάλευκος, ολόλευκος, άσπρος σαν πανί, άσπρος σαν το χιόνι, γραφείου, απότομα, ευθέως, ασπρόμαυρα, στα πρόχειρα, στα γρήγορα, άσπρη αιματιά, χίκορι το γλαυκόν, φραντζόλα, ασβέστης, μακρύπτερος τόνος, σπυράκι, αγριόπαπια Βόρειας Αμερικής, ψευτοπαλικαράς, ψευτόμαγκας, ασπροπίνακας, ασπρόμαυρη φωτογραφία, λευκό ψωμί, άσπρο ψωμί, ασπρόμαυρη ταινία, ασπρόμαυρη τηλεόραση, ανοιχτή επιταγή, στήθος κοτόπουλου, τυρί κότατζ, ασπράδι, αστραφτερό λευκό, πολική αρκούδα, σημαία ανακωχής, πλατίνα, υπεροχή των λευκών, ακραίος ρατσιστής, γυαλιστερό λευκό, συνέντευξη για εξάσκηση, είδος ιτιάς, τσίγκινο παιχνίδι, λευκή σοκολάτα, λευκός μόσχος, λευκό παγώνι, λευκή άμμος, κοκκινούρης, πρόβα εξετάσεων, ασπρόμαυρο, λευκοκορήγονος, λευκοκορέγονος, αποψίλωση, άσπρο-μαύρο, φασόλι νέιβι, φασόλι navy, φύλλο λευκοσιδήρου, μαρκαδόρος ασπροπίνακα, λευκός καρχαρίας, σωτήρας, οπισθογράφηση. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.
Σημασία της λέξης blanc
άσπροnom masculin (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) Auriez-vous cette robe en blanc ou en noir ? Έχετε αυτό το φόρεμα σε άσπρο ή μαύρο; |
στήθοςnom masculin (volaille) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) La plupart des Américains préfèrent le blanc de poulet à la cuisse. Οι περισσότεροι Αμερικανοί προτιμούν το στήθος κοτόπουλου από το μπούτι. |
ασπράδιnom masculin (d'œuf) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) Sépare le blanc du jaune de l'œuf. Χώρισε το ασπράδι από τον κρόκο του αυγού. |
κενόnom masculin (dans questionnaire) (ουσιαστικοποιημένο επίθετο: Επίθετο που χρησιμοποιείται ως ουσιαστικό, π.χ. κάνε το καλό και ρίξτο στον γυαλό, οι πλούσιοι, κλπ.) Veuillez remplir les blancs dans le premier encart du formulaire d'inscription. Σας παρακαλώ συμπληρώστε τα κενά στο πρώτο μέρος της αίτησης. |
άσπρα, λευκάnom masculin (Jeux : pièce) (πιόνια) Est-ce que tu veux être les blancs ou les noirs dans cette partie d'échecs ? Θέλεις τα άσπρα ή τα μαύρα στο σκάκι; |
κενό
(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) Il y avait un blanc dans le rapport, là où les chiffres de mardi étaient censés se trouver. |
λευκάnom masculin (linge) Je viens de laver les couleurs, donc maintenant je dois laver le blanc. |
άσπρος, λευκόςadjectif (χρώμα) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Elle imprima le document sur du papier blanc. Τύπωσε το έγγραφο σε άσπρο (or: λευκό) χαρτί. |
άσπρος, λευκόςadjectif (δέρμα: χλωμός) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Je suis si blanc que je ne bronze jamais. Η επιδερμίδα μου είναι τόσο άσπρη (or: λευκή) που δεν μαυρίζω ποτέ. |
λευκόςadjectif (φυλή) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Bien qu'il y ait beaucoup de personnes blanches dans cette ville, le nombre de personnes appartenant à d'autres races a augmenté énormément. Αν και υπάρχουν πολλοί λευκοί άνθρωποι σε αυτήν την πόλη, ο αριθμός των άλλων φυλών έχει αυξηθεί δραματικά. |
λευκόςadjectif (vin) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) En général, nous buvons du vin blanc avec le poisson. Συνήθως πίνουμε λευκό κρασί όταν τρώμε ψάρι. |
προσομοίωσηςadjectif (examen) (σε γενική) (ουσιαστικό σε θέση επιθέτου: Ουσιαστικό που χρησιμοποιείται ως επίθετο, π.χ. είμαι χώμα από την κούραση κλπ.) Les élèves passent des examens blancs en janvier et passent les vrais en juin. Οι φοιτητές γράφουν τα τεστ προσομοίωσης τον Ιανουάριο και τα κανονικά τον Ιούνιο. |
χαρακτήρας κενούnom masculin (φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.) Les mots inappropriés dans ce texte ont été remplacés par des blancs. |
κενός, άδειος(page, formulaire) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) L'artiste fixait la toile vierge qui se tenait face à lui. Ο καλλιτέχνης κοίταζε επίμονα τον λευκό καμβά που ήταν μπροστά του. |
που ανήκει στη λευκή φυλήnom masculin (ΗΠΑ,αργκό) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
μη χρησιμοποιούμενες ραδιοσυχνότητεςnom masculin (fréquence radio) (φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.) |
υφάσματα, λευκά είδη, είδη νεωτερισμώνnom masculin (Commerce, jargon) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Ce mois-ci, il y a des soldes intéressants sur le blanc. |
κενός χώροςnom masculin (dans une page) (σελίδας) (φράση ως ουσιαστικό αρσενικό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους, π.χ. φακός επαφής, καθηγητής φυσικής αγωγήςκλπ.) |
λευκός(personne de peau blanche) Est-ce que Felix est blanc ou asiatique ? |
ασπρουλιάρης, ασπρουλιάρα(μειωτικό) (ουσιαστικό αρσενικό, ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού και θηλυκού γένους. Αναφέρονται αμφότερα καθώς ο ξενόγλωσσος όρος αναφέρεται και στα δύο γένη.) |
λευκός(personne de peau blanche) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Ben bronze facilement, mais il est blanc. |
λευκός Αμερικανός, λευκή Αμερικανίδα(Américain) |
μπλάνκο(®) (διορθωτικό υγρό) J'ai fait une faute : tu aurais du Tipp-Ex ® à me prêter ? |
ανοιχτός, ανοιχτόχρωμος, λευκός(peau) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Alfie a une peau très claire et doit se méfier du soleil. Ο Άλφι έχει πολύ ανοιχτόχρωμο δέρμα και πρέπει να προσέχει να μην καεί από τον ήλιο. |
λευκό κρασίnom masculin (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) J'ai trouvé un très bon vin blanc moelleux pour accompagner les toasts de foie gras. |
άσφαιροnom féminin (arme à feu) (ουσιαστικοποιημένο επίθετο: Επίθετο που χρησιμοποιείται ως ουσιαστικό, π.χ. κάνε το καλό και ρίξτο στον γυαλό, οι πλούσιοι, κλπ.) Ne t'inquiète pas, le pistolet n'a que des cartouches à blanc. Μην ανησυχείς, το όπλο είναι γεμάτο μόνο με άσφαιρα. |
ασπρόμαυρος
(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) |
κασσίτερος
(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) L'exploitation minière de l'étain était autrefois l'industrie première de Cornouailles. Η εξόρυξη κασσίτερου ήταν η βασική βιομηχανία της Κορνουάλης. |
λευκοσίδηροςnom masculin (μέταλλο) (ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) |
κρέμα blancmange(ζαχαροπλαστική) (φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.) |
αρχάριος(familier, péjoratif) (ουσιαστικοποιημένο επίθετο: Επίθετο που χρησιμοποιείται ως ουσιαστικό, π.χ. κάνε το καλό και ρίξτο στον γυαλό, οι πλούσιοι, κλπ.) |
τενεκεδένια σκεύη
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
αποπληρωμή, εξόφληση(μεταφορικά) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Tu as eu ton dû, maintenant laisse-moi tranquille. |
απογοητεύω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
ασπρόμαυρος
(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) |
ιβουάρ
(άκλιτο επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.κυριλέ ντύσιμο, γκρι μαλλιά κλπ, και δεν αλλάζει ανάλογα με το γένος. Συχνά είναι ξενικής προέλευσης.) Kelsey a décidé de repeindre les murs d'une jolie couleur ivoire. Η Κέσλεϋ αποφάσισε να ξαναβάψει τους τοίχους σε ένα ωραίο ιβουάρ χρώμα. |
παιδαρέλιnom masculin (καθομιλουμένη) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) Tom est un blanc-bec, il ne sait pas se comporter ! |
αποσπώ(figuré : extorquer) (κάτι από κάποιον) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Les criminels ont saigné des personnes âgées de milliers de dollars. |
ανώριμος
(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) |
μη Ινδοευρωπαίοςlocution adjectivale (pour une personne) (β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.) |
πάνω-κάτω ίδιος(chose) (φράση ως επίθετο ή επιθετικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ. άτομο υψηλής νοημοσύνης, άριστης ποιότητας υλικά κλπ.) |
ακόμα δε βγήκα από το αβγόlocution verbale (familier, péjoratif) (μεταφορικά: απειρία) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
υπόλευκος
(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) |
κάτασπρος, κατάλευκος, ολόλευκοςlocution adjectivale (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Quand je me marierai, je voudrais porter une robe de mariage d'un blanc immaculé et avoir un gros bouquet. |
άσπρος σαν πανίlocution adjectivale (μεταφορικά) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) On dirait que tu as vu un fantôme : tu es blanc comme un linge ! |
άσπρος σαν το χιόνιadjectif (μεταφορικά) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
γραφείουlocution adjectivale (σε γενική: δουλειά, υπάλληλος) (ουσιαστικό σε θέση επιθέτου: Ουσιαστικό που χρησιμοποιείται ως επίθετο, π.χ. είμαι χώμα από την κούραση κλπ.) |
απότομα, ευθέως
(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) |
ασπρόμαυραlocution adverbiale (επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) Je préfère développer mes photographies en noir et blanc. |
στα πρόχειρα, στα γρήγορα(χωρίς σκέψη) (φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.) Comme ça, sans réfléchir, je ne me souviens pas du nom de cet acteur. |
άσπρη αιματιάnom masculin (αλλαντικό) |
χίκορι το γλαυκόν(arbre) (φυτολογία) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) Plusieurs sortes de pacaniers poussent dans cette région. |
φραντζόλαnom masculin (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Simon a coupé une part de gros pain blanc et a tartiné du beurre dessus. |
ασβέστης
(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) J'ai acheté une boîte de blanc de chaux pour peindre le mur. |
μακρύπτερος τόνοςnom masculin (poisson) (ψάρι) (ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) |
σπυράκιnom masculin (sur la peau) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) |
αγριόπαπια Βόρειας Αμερικήςnom masculin (canard) (β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.) |
ψευτοπαλικαράς, ψευτόμαγκας(péjoratif : homme seulement) (ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) |
ασπροπίνακαςnom masculin (ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) N'oubliez pas d'effacer le tableau blanc à la fin de chaque leçon. Θυμηθείτε να σβήνετε τον πίνακα (or: ασπροπίνακα) μετά το τέλος κάθε μαθήματος. |
ασπρόμαυρη φωτογραφίαnom féminin (art) (διαδικασία) Il s'est spécialisé dans la photographie noir et blanc. |
λευκό ψωμί, άσπρο ψωμίnom masculin Le pain complet est plus nutritif que le pain blanc. |
ασπρόμαυρη ταινίαnom masculin J'aime regarder les films muets, ces films en noir et blanc sans son. |
ασπρόμαυρη τηλεόρασηnom masculin Mes parents se souviennent de l'époque où les téléviseurs noir et blanc étaient le seul type de télé disponible. |
ανοιχτή επιταγήnom masculin Quelle idée de lui avoir remis un chèque en blanc ! |
στήθος κοτόπουλουnom masculin (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) S'il te plaît, coupe-moi une tranche de blanc de poulet parce que je n'aime pas la cuisse. |
τυρί κότατζnom masculin (φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.) Si tu ne trouves pas de ricotta pour tes lasagnes, tu peux utiliser du fromage blanc à la place. Αν δεν μπορείς να βρεις τυρί ρικότα για τα λαζάνια σου, μπορείς να χρησιμοποιήσεις τυρί κότατζ. |
ασπράδιnom masculin (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) On ne peut pas faire de meringues sans blancs d'œufs. |
αστραφτερό λευκόnom masculin (χρώμα) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) |
πολική αρκούδαnom masculin (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) L'ours blanc se nourrit principalement de phoques. Οι πολικές αρκούδες κυνηγάνε φώκιες ως κύρια πηγή τροφή. |
σημαία ανακωχήςnom masculin (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) |
πλατίναnom masculin (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) |
υπεροχή των λευκώνnom masculin (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) |
ακραίος ρατσιστήςnom masculin (ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) |
γυαλιστερό λευκόnom masculin (couleur) (χρώμα) |
συνέντευξη για εξάσκησηnom masculin (προσομοίωση) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Pour s'aguerrir, elle demanda à son amie de lui faire passer un entretien blanc. |
είδος ιτιάςnom masculin (β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.) |
τσίγκινο παιχνίδιnom masculin |
λευκή σοκολάταnom masculin (φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.) |
λευκός μόσχοςnom masculin (φράση ως ουσιαστικό αρσενικό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους, π.χ. φακός επαφής, καθηγητής φυσικής αγωγήςκλπ.) |
λευκό παγώνιnom masculin (φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.) |
λευκή άμμοςnom masculin Devant nous se trouvait une belle plage de sable blanc. |
κοκκινούρηςnom masculin (oiseau) (πουλί: κόκκινο φτέρωμα) (ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) |
πρόβα εξετάσεωνnom masculin (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
ασπρόμαυροnom masculin (ουσιαστικοποιημένο επίθετο: Επίθετο που χρησιμοποιείται ως ουσιαστικό, π.χ. κάνε το καλό και ρίξτο στον γυαλό, οι πλούσιοι, κλπ.) Il a demandé à la réalisatrice pourquoi elle avait choisi le noir et blanc pour son film. Ρώτησε τη σκηνοθέτιδα γιατί επέλεξε να κάνει την ταινία της ασπρόμαυρη. |
λευκοκορήγονος, λευκοκορέγονοςnom masculin (poisson) (ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) |
αποψίλωσηnom féminin (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) |
άσπρο-μαύροnom masculin (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) |
φασόλι νέιβι, φασόλι navynom masculin |
φύλλο λευκοσιδήρουnom masculin (φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.) |
μαρκαδόρος ασπροπίνακα
(φράση ως ουσιαστικό αρσενικό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους, π.χ. φακός επαφής, καθηγητής φυσικής αγωγήςκλπ.) |
λευκός καρχαρίαςnom masculin |
σωτήραςnom masculin (héros) (ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) |
οπισθογράφησηnom masculin (Finance) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) |
Ας μάθουμε Γαλλικά
Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του blanc στο Γαλλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Γαλλικά.
Σχετικές λέξεις του blanc
Ενημερωμένες λέξεις του Γαλλικά
Γνωρίζετε για το Γαλλικά
Γαλλικά (le français) είναι μια ρομανική γλώσσα. Όπως τα ιταλικά, τα πορτογαλικά και τα ισπανικά, προέρχεται από τα δημοφιλή λατινικά, που κάποτε χρησιμοποιήθηκαν στη Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία. Ένα γαλλόφωνο άτομο ή χώρα μπορεί να ονομαστεί «γαλλόφωνος». Τα γαλλικά είναι η επίσημη γλώσσα σε 29 χώρες. Τα γαλλικά είναι η τέταρτη πιο ομιλούμενη μητρική γλώσσα στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Τα γαλλικά κατατάσσονται στην τρίτη θέση στην ΕΕ, μετά τα αγγλικά και τα γερμανικά, και είναι η δεύτερη πιο ευρέως διδασκόμενη γλώσσα μετά τα αγγλικά. Η πλειοψηφία του γαλλόφωνου πληθυσμού του κόσμου ζει στην Αφρική, με περίπου 141 εκατομμύρια Αφρικανούς από 34 χώρες και περιοχές που μπορούν να μιλούν γαλλικά ως πρώτη ή δεύτερη γλώσσα. Τα γαλλικά είναι η δεύτερη πιο ευρέως ομιλούμενη γλώσσα στον Καναδά, μετά τα αγγλικά, και οι δύο είναι επίσημες γλώσσες σε ομοσπονδιακό επίπεδο. Είναι η πρώτη γλώσσα 9,5 εκατομμυρίων ανθρώπων ή το 29% και η δεύτερη γλώσσα 2,07 εκατομμυρίων ανθρώπων ή το 6% του συνόλου του πληθυσμού του Καναδά. Σε αντίθεση με άλλες ηπείρους, τα γαλλικά δεν έχουν δημοτικότητα στην Ασία. Επί του παρόντος, καμία χώρα στην Ασία δεν αναγνωρίζει τα γαλλικά ως επίσημη γλώσσα.