Τι σημαίνει το bail στο Αγγλικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης bail στο Αγγλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του bail στο Αγγλικά.

Η λέξη bail στο Αγγλικά σημαίνει εγγύηση, βγάζω κπ με εγγύηση, αδειάζω, εγγύηση, <div></div><div>(<i>β' συνθετικό</i>: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλό<i>βαθμος</i>, χαμηλό<i>βαθμος</i>κλπ.)</div>, αρμεκτήριο, αρμεκτήριο, την κάνω, αδειάζω, εγκαταλείπω, παρατώ, εκτινάσσομαι, διασώζω, πληρώνω την εγγύηση κπ, σώζω, γλιτώνω, αδειάζω τα νερά από κτ, βγάζω τα νερά από κτ, αποχωρώ από κτ, εγκαταλείπω, παρατάω, εγγύηση, φυγόδικος, φυγόδικη, δεν εμφανίζομαι στη δική, αφού απελευθερώθηκα με εγγύηση, έξω με εγγύηση, που έχει βγει με εγγύηση, πληρώνω εγγύηση για κπ. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης bail

εγγύηση

noun (payment for [sb]'s release from jail) (χρήματα για αποφυλάκιση)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Bryan was released from jail after his mom paid his bail.
Ο Μπράιαν βγήκε από τη φυλακή αφού η μητέρα του πλήρωσε την εγγύησή του.

βγάζω κπ με εγγύηση

transitive verb (pay to release from jail) (από τη φυλακή)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Richard bailed his brother when he was arrested for drunk driving.
Ο Ρίτσαρντ έβγαλε τον αδελφό του από τη φυλακή όταν τον συνέλαβαν γιατί οδηγούσε μεθυσμένος.

αδειάζω

transitive verb (remove: water from boat)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
After the canoe hit a large rock and got a hole in the bottom, we had to bail water.
Αφού το κανό χτύπησε σε μια μεγάλη πέτρα και έγινε μια τρύπα στο κάτω μέρος του, έπρεπε να βγάλουμε το νερό.

εγγύηση

noun (system of releasing [sb] from jail)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Hannah's brother was released on bail.

<div></div><div>(<i>β' συνθετικό</i>: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλό<i>βαθμος</i>, χαμηλό<i>βαθμος</i>κλπ.)</div>

noun (top of wicket)

If the bail is knocked off the stumps, the batter is out.

αρμεκτήριο

noun (stable or barn partition) (χώρος)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
The horses in the stable were separated by bails.

αρμεκτήριο

noun (milking device) (συσκευή)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
The cows are placed in bails once a day for milking.

την κάνω

intransitive verb (figurative, slang (leave) (αργκό, μτφ)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
This party is lame - I'm going to bail.

αδειάζω

intransitive verb (remove water from boat)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
The boat sprang a leak and I had to bail all the way back to shore.

εγκαταλείπω, παρατώ

phrasal verb, intransitive (informal, figurative (abandon [sth])

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
We were planning a party, but almost everybody bailed out.
Σχεδιάζαμε ένα πάρτυ, αλλά οι περισσότεροι μας εγκατέλειψαν.

εκτινάσσομαι

phrasal verb, intransitive (jump from plane)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
The pilot bailed out just before his plane hit the trees.
Ο πιλότος εκτινάχθηκε ακριβώς πριν το αεροπλάνο του χτυπήσει στα δέντρα.

διασώζω

phrasal verb, transitive, separable (informal, figurative (help with money)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
The government bailed out many large banks during the recession.
Κατά τη διάρκεια της κρίσης, η κυβέρνηση διέσωσε πολλές μεγάλες τράπεζες.

πληρώνω την εγγύηση κπ

phrasal verb, transitive, separable (help with money)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
A relative bailed Ian out with a loan.
Ένας συγγενής πλήρωσε την εγγύηση του Ίαν με δάνειο.

σώζω, γλιτώνω

phrasal verb, transitive, separable (informal, figurative (rescue)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
You can't expect your big brother to bail you out whenever you have a problem.
Δεν μπορείς να περιμένεις ότι κάθε φορά που έχεις πρόβλημα, θα σε σώζει ο μεγάλος σου αδερφός.

αδειάζω τα νερά από κτ, βγάζω τα νερά από κτ

phrasal verb, transitive, separable (boat: empty water)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
The canoe is so full of water, it's about to sink; time to bail it out!
Το κανό είναι γεμάτο με νερό και έτοιμο να βουλιάξει. Καιρός να αδειάσουμε τα νερά!

αποχωρώ από κτ

phrasal verb, transitive, inseparable (informal, figurative (end involvement)

Eric bailed out of the project when the firm didn't pay him.

εγκαταλείπω, παρατάω

(informal, figurative (abandon: [sb])

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
James bailed out on Chris and left him to do all the work on his own.

εγγύηση

(law)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

φυγόδικος, φυγόδικη

noun (court system)

(ουσιαστικό αρσενικό, ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού και θηλυκού γένους. Αναφέρονται αμφότερα καθώς ο ξενόγλωσσος όρος αναφέρεται και στα δύο γένη.)

δεν εμφανίζομαι στη δική, αφού απελευθερώθηκα με εγγύηση

(informal (fail to appear for trial)

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)

έξω με εγγύηση

adverb (freed from prison before trial)

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
He's out on bail until his trial begins.
Είναι έξω με εγγύηση μέχρι να ξεκινήσει η δίκη του.

που έχει βγει με εγγύηση

adjective (freed from prison prior to trial)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

πληρώνω εγγύηση για κπ

verbal expression (pay for [sb]'s release from prison)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
The thief sits in jail because no one would post bail for him.

Ας μάθουμε Αγγλικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του bail στο Αγγλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Αγγλικά.

Σχετικές λέξεις του bail

Γνωρίζετε για το Αγγλικά

Τα αγγλικά προέρχονται από γερμανικές φυλές που μετανάστευσαν στην Αγγλία και έχουν εξελιχθεί σε μια περίοδο άνω των 1.400 ετών. Τα αγγλικά είναι η τρίτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, μετά τα κινέζικα και τα ισπανικά. Είναι η πιο μαθημένη δεύτερη γλώσσα και η επίσημη γλώσσα σχεδόν 60 κυρίαρχων χωρών. Αυτή η γλώσσα έχει μεγαλύτερο αριθμό ομιλητών ως δεύτερη και ξένη γλώσσα από τους μητρικούς ομιλητές. Τα αγγλικά είναι επίσης η επίσημη γλώσσα των Ηνωμένων Εθνών, της Ευρωπαϊκής Ένωσης και πολλών άλλων διεθνών και περιφερειακούς οργανισμούς. Σήμερα, οι αγγλόφωνοι σε όλο τον κόσμο μπορούν να επικοινωνούν με σχετική ευκολία.