Τι σημαίνει το avanzar στο ισπανικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης avanzar στο ισπανικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του avanzar στο ισπανικά.

Η λέξη avanzar στο ισπανικά σημαίνει προχωρώ, προχωρώ, προχωράω, προχωρώ, προοδεύω, κάνω πρόοδο, προχωρώ, προχωρώ, προχωρώ, προοδεύω, κινούμαι, προχωράω, προχωράω, κινούμαι, προοδεύω, προχωράω, οδηγώ προς τα εμπρός, προχωρώ, προοδεύω, πηγαίνω πρίμα, πηγαίνω κτ ίσια, πηγαίνω κτ μπροστά, προχωράω, προχωρώ, παίζω, -, εξελίσσομαι, προχωράω αργά, μορφώνομαι, πηγαίνω μπροστά, πάω μπροστά, ξεκινάω, ξεκινώ, βιάζομαι, προχωράω, προχωρώ, μπροστά, καλυτερεύω την κατάσταση για εμένα, -, προχωρώ με μεγάλα άλματα, φλερτάρω, σημειώνω πρόοδο, για τα καλά σε κτ, βρίσκω τον δρόμο μου ψηλαφίζοντας, περνάω σπρώχνοντας από κτ, μαθαίνω να τα βγάζω πέρα, κάνω ποδήλατο χωρίς πετάλι, περπατάω πλάγια, εξελίσσομαι ομαλά, προχωράω αργά, απλώνομαι, μετακίνηση προς τα κάτω, προχωράω αργά, προχωρώ, κινούμαι αργά και με προσπάθεια, σέρνομαι, <div></div><div>(<i>β' συνθετικό</i>: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλό<i>βαθμος</i>, χαμηλό<i>βαθμος</i>κλπ.)</div>, συνεχίζω κτ αποφασιστικά, προχωρώ σε κτ, πηγαίνω σε κτ, δυσκολεύομαι, προχωράω, προχωρώ, πηγαίνω, κατευθύνομαι, γλιστράω, γλιστρώ, προχωρώ προς κάπου, προσπαθώ να κάνω κτ, ανεβαίνω κοπιαστικά, οδηγώ, καθοδηγώ. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης avanzar

προχωρώ

verbo transitivo

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
En la partida de ajedrez, él avanzó su peón dos escaques.
Στην παρτίδα σκάκι, προχώρησε το πιόνι του κατά δύο θέσεις.

προχωρώ

verbo intransitivo

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
El ejército invasor estaba avanzando.

προχωράω, προχωρώ

verbo intransitivo (μεταφορικά ή κυριολεκτικά)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Es difícil avanzar cuando tienes el viento en contra.

προοδεύω, κάνω πρόοδο

verbo intransitivo

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
El tráfico se mueve pero avanzamos muy lento a causa del hielo.

προχωρώ

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Poné el auto en primera así podés avanzar.
Για να προχωρήσεις βάλε ταχύτητα στο αυτοκίνητο.

προχωρώ

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
El tren avanzaba a gran velocidad.
Το τρένο προχωρούσε με μεγάλη ταχύτητα.

προχωρώ, προοδεύω

verbo intransitivo

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
El ejercito de Aníbal avanzó en su marcha hacia los Alpes.

κινούμαι, προχωράω

verbo intransitivo

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Los manifestantes avanzaron hacia la línea policial.
Οι διαδηλωτές κινήθηκαν (or: προχώρησαν) προς τους παραταγμένους αστυνομικούς.

προχωράω

verbo transitivo (πηγαίνω μπροστά)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
El proyecto avanza según lo previsto.
ⓘEsta oración no es una traducción de la original. Μόνο αν διαβάζεις τα μαθήματά σου θα προοδεύσεις στη ζωή σου, μου έλεγε η μητέρα μου.

κινούμαι

verbo intransitivo (για τραίνο)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)

προοδεύω, προχωράω

(μεταφορικά)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Ahora que tengo las piezas necesarias puedo avanzar con el proyecto.
Τώρα που έχω τα απαιτούμενα εφόδια, μπορώ να προχωρήσω το σχέδιό μου. Έχουμε προοδεύσει ως χώρα από τον καιρό των διακρίσεων βάσει φυλής ή φύλου.

οδηγώ προς τα εμπρός

verbo intransitivo

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
En vez de hacer marcha atrás, avanzó y se estrelló contra un árbol.

προχωρώ, προοδεύω

verbo intransitivo

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Parece que no puedo avanzar en mi carrera.
Φαίνεται πως δεν μπορώ να προοδεύσω στο επάγγελμά μου.

πηγαίνω πρίμα

verbo intransitivo (καθομιλουμένη)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

πηγαίνω κτ ίσια, πηγαίνω κτ μπροστά

προχωράω, προχωρώ

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
El jinete agitó las riendas como señal para que el caballo avance.
Ο οδηγός κούνησε τα γκέμια για να κάνει σήμα στο άλογο να προχωρήσει.

παίζω

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Avanzó la pieza cuatro casillas.
Είναι σειρά σου να παίξεις.

-

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)
No puedo ir contigo el fin de semana, pero no dejes que eso te detenga, ve tú.
Τελικά δεν μπορώ να έρθω μαζί σας το σαββατοκύριακο, αλλά μην αφήσετε να σας σταματήσει αυτό· εσείς να πάτε.

εξελίσσομαι

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Nadie sabe cómo se desarrollará este pequeño drama.
Κανείς δεν ξέρει πως θα εξελιχθεί αυτό το μικρό δράμα.

προχωράω αργά

(sin prisa y sin pausa)

El tren circuló por la estación. El tráfico era denso y los autos apenas circulaban.

μορφώνομαι

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Paul lee revistas científicas en un intento de mejorar.

πηγαίνω μπροστά, πάω μπροστά

(γίνομαι επιτυχημένος)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Para salir adelante en el mundo de los negocios, debes ser asertivo.
Στη δουλειά για να προκόψεις πρέπει να είσαι αποφασιστικός.

ξεκινάω, ξεκινώ

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
El ejército se puso en marcha y luchó contra los romanos.

βιάζομαι

verbo intransitivo

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Muévanse chicos, que ustedes no deberían estar aquí.

προχωράω, προχωρώ

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)

μπροστά

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
El carro se movió lentamente hacia adelante.
Το αυτοκίνητο προχώρησε αργά προς τα εμπρός.

καλυτερεύω την κατάσταση για εμένα

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)
Mi padre trabajó en una fábrica, pero yo quiero mejorar y conseguir un trabajo de oficina.

-

(Δεν υπάρχει αντιστοιχία.)

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)
Seguimos adelante con el proyecto después de que el jefe nos diera el sí.
Προχωρήσαμε με το πρότζεκτ αφού το αφεντικό είπε το ναι.

προχωρώ με μεγάλα άλματα

(figurado)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
El nuevo empleado dio un salto hacia la posición de gerencia en solo dos semanas.

φλερτάρω

(ES, coloquial)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)

σημειώνω πρόοδο

για τα καλά σε κτ

(en una tarea)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
He avanzado bastante en la lectura del libro, pero parece que no encuentro el tiempo para terminarlo.

βρίσκω τον δρόμο μου ψηλαφίζοντας

locución verbal

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Estaba todo oscuro en el túnel así que tuvimos que ir a tientas.

περνάω σπρώχνοντας από κτ

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

μαθαίνω να τα βγάζω πέρα

(coloquial, figurado)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

κάνω ποδήλατο χωρίς πετάλι

locución verbal (κυριολεκτικά)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
El niño avanzó sin pedalear la empinada colina, agarrando el manillar de su bicicleta.

περπατάω πλάγια

La puerta era angosta y Sharon tuvo que caminar de lado para pasar.

εξελίσσομαι ομαλά

(figurado)

Toda iba sobre ruedas en nuestro viaje a Townsville.

προχωράω αργά

locución verbal

απλώνομαι

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
La tormenta de nieve avanza por todo el estado.

μετακίνηση προς τα κάτω

locución verbal (informática) (Η/Υ)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

προχωράω αργά

locución verbal

προχωρώ

locución verbal

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

κινούμαι αργά και με προσπάθεια, σέρνομαι

locución verbal (μεταφορικά)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
El proyecto se ha topado con imprevistos y ahora avanza con dificultad.

<div></div><div>(<i>β' συνθετικό</i>: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλό<i>βαθμος</i>, χαμηλό<i>βαθμος</i>κλπ.)</div>

συνεχίζω κτ αποφασιστικά

locución verbal

Avanza con determinación en tu vida, no dejes que la negatividad saque lo peor de ti.

προχωρώ σε κτ, πηγαίνω σε κτ

(μεταφορικά, καθομ)

Avancemos al siguiente punto en la agenda.

δυσκολεύομαι

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
John tuvo problemas en su primer día de trabajo.

προχωράω, προχωρώ

(μεταφορικά)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Una vez que los chicos dominen la suma, avanzarán a la división.
Αφού μάθουν καλά την πρόσθεση, τα παιδιά θα προχωρήσουν στη διαίρεση.

πηγαίνω, κατευθύνομαι

(σε κάτι)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
El capitán navegó hacia la costa.

γλιστράω, γλιστρώ

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
El cazador avanzó sigilosamente por el bosque buscando su presa.

προχωρώ προς κάπου

(ρηματική έκφραση: Συνδυασμός βοηθητικού ρήματος και ουσιαστικού, επιθέτου ή μετοχής, π.χ. γίνομαι γιατρός, είμαι ψηλός, είμαι κουρασμένος κλπ.)

προσπαθώ να κάνω κτ

locución verbal

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

ανεβαίνω κοπιαστικά

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Los excursionistas ascendieron con esfuerzo la colina.

οδηγώ, καθοδηγώ

locución verbal

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
No le lances el balón adonde él está, tienes que hacerlo avanzar arrojándole el balón delante de él.
Μην πετάς τη μπάλα εκεί που είναι, πρέπει να τον καθοδηγήσεις πετώντας την μπροστά του.

Ας μάθουμε ισπανικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του avanzar στο ισπανικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο ισπανικά.

Γνωρίζετε για το ισπανικά

Τα ισπανικά (español), επίσης γνωστή ως Castilla, είναι μια γλώσσα της ιβηρορομανικής ομάδας των ρομανικών γλωσσών και η 4η πιο κοινή γλώσσα στον κόσμο σύμφωνα με ορισμένες πηγές, ενώ άλλες την αναφέρουν ως 2η ή 3η πιο κοινή γλώσσα. Είναι η μητρική γλώσσα περίπου 352 εκατομμυρίων ανθρώπων και ομιλείται από 417 εκατομμύρια άτομα όταν προσθέτουμε τους ομιλητές της ως γλώσσα. δευτερεύουσα (εκτιμάται το 1999). Τα ισπανικά και τα πορτογαλικά έχουν πολύ παρόμοια γραμματική και λεξιλόγιο· Ο αριθμός παρόμοιου λεξιλογίου αυτών των δύο γλωσσών είναι έως και 89%. Τα ισπανικά είναι η κύρια γλώσσα 20 χωρών σε όλο τον κόσμο. Υπολογίζεται ότι ο συνολικός αριθμός των ομιλητών της Ισπανικής είναι μεταξύ 470 και 500 εκατομμύρια, καθιστώντας τα δεύτερη πιο ευρέως ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο ως προς τον αριθμό των φυσικών ομιλητών.