Τι σημαίνει το avancée στο Γαλλικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης avancée στο Γαλλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του avancée στο Γαλλικά.

Η λέξη avancée στο Γαλλικά σημαίνει προχωρώ, κινούμαι, προχωράω, μετακινώ κτ προς τα εμπρός, προοδεύω, κάνω πρόοδο, προοδεύω, προχωράω, κινούμαι, προχωράω, μετακινώ, κουνάω, κινούμαι συνεχώς, προχωράω, προχωρώ, πηγαίνω μπροστά, προχωρώ, προχωρώ, προχωράω, προχωρώ, παίρνω προβάδισμα, προχωρώ παρά τις δυσκολίες, προχωρώ, γυρίζω μπροστά, επισπεύδω, οδηγώ προς τα εμπρός, πηγαίνω, προχωρώ, προοδεύω, κινούμαι, μετακινούμαι προς τα εμπρός, προχωράω, προχωρώ, κάνω κάτι γρήγορα, προχωράω, προχωρώ, μπροστά, προχωρώ, πρόοδος, παρασύρομαι, πάω μπρος, πάω μπροστά, προχωρώ προς κάπου, σημειώνω πρόοδο, προχωρώ, εξελίσσομαι, διατυπώνω την αρχή, προχωράω, προχωρώ, κινούμαι, τραβάω το δρόμο μου, ταξιδεύω, πηγαίνω, σουφρώνω τα χείλη, επισπεύδω, δίνω προκαταβολή, σουφρώνω, προοδεύω, προχωρώ, πηγαίνω, προχωρημένος, προκαταβολή, προβάδισμα, αναπτυγμένος, ανεπτυγμένος, για προχωρημένους, προκαταβολή, προβάδισμα, προβάδισμα, ξεκίνημα, με διάκριση, κίνηση, πρόοδος, εξέλιξη, πορεία, εξέλιξη, προεξοχή, ανοδικό βήμα, προέλαση, επίθεση, σημαντική πρόοδος, κάνω ένα βήμα μπροστά. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης avancée

προχωρώ

verbe intransitif

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Passe la première pour avancer.
Για να προχωρήσεις βάλε ταχύτητα στο αυτοκίνητο.

κινούμαι, προχωράω

verbe intransitif

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Les manifestants avançaient vers les lignes de police.
Οι διαδηλωτές κινήθηκαν (or: προχώρησαν) προς τους παραταγμένους αστυνομικούς.

μετακινώ κτ προς τα εμπρός

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Pou faire une rotation du stock, avancez les produits moins frais sur l'étagère et rangez les plus récents à l'arrière.
ⓘCette phrase n'est pas une traduction de la phrase originale. Θα μπορούσες να μετακινήσεις τις κονσέρβες που κοντεύουν να λήξουν προς τα εμπρός;

προοδεύω, κάνω πρόοδο

verbe intransitif

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

προοδεύω, προχωράω

verbe intransitif (μεταφορικά)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Maintenant que j'ai tout le matériel nécessaire, je peux avancer dans mon projet. // Notre pays a beaucoup avancé depuis l'époque de la discrimination sexuelle et raciale.
Τώρα που έχω τα απαιτούμενα εφόδια, μπορώ να προχωρήσω το σχέδιό μου. Έχουμε προοδεύσει ως χώρα από τον καιρό των διακρίσεων βάσει φυλής ή φύλου.

κινούμαι

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Si tu arrêtes de bouger, la guêpe te laissera tranquille.
Σταμάτα να κουνιέσαι και η σφήκα θα σε αφήσει ήσυχη.

προχωράω

verbe intransitif (πηγαίνω μπροστά)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Le projet progresse (or: avance) en temps et en heure.
ⓘCette phrase n'est pas une traduction de la phrase originale. Μόνο αν διαβάζεις τα μαθήματά σου θα προοδεύσεις στη ζωή σου, μου έλεγε η μητέρα μου.

μετακινώ, κουνάω

verbe transitif (Jeu : un pion,...)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Il a avancé son pion de quatre cases.
Μετακίνησε (or: Κούνησε) το πιόνι του τέσσερα κουτάκια μπροστά.

κινούμαι συνεχώς

Certaines espèces de requins doivent bouger sans cesse pour survivre.

προχωράω, προχωρώ

(projet)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Mon projet en histoire avance bien.
Η εργασία που κάνω για την ιστορία προχωράει καλά.

πηγαίνω μπροστά, προχωρώ

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)

προχωρώ

verbe intransitif

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Το τρένο προχωρούσε με μεγάλη ταχύτητα.

προχωράω, προχωρώ

verbe intransitif

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)

παίρνω προβάδισμα

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

προχωρώ παρά τις δυσκολίες

verbe intransitif

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Malgré les contretemps, nous devons avancer sur le projet pour le finir dans les temps.

προχωρώ

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Au cours de la partie d'échecs, il a avancé son pion de deux cases.
Στην παρτίδα σκάκι, προχώρησε το πιόνι του κατά δύο θέσεις.

γυρίζω μπροστά

verbe transitif (heure, montre...) (το ρολόι)

επισπεύδω

verbe transitif (horaire)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

οδηγώ προς τα εμπρός

verbe intransitif

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Au lieu d'engager la marche arrière, il a avancé tout droit dans un arbre.

πηγαίνω

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Alors, tu avances ?
Πώς τα πας;

προχωρώ, προοδεύω

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Φαίνεται πως δεν μπορώ να προοδεύσω στο επάγγελμά μου.

κινούμαι

(véhicule, personne,...)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Le train avançait (or: roulait) à grande vitesse.
Το τρένο έτρεχε με τη μέγιστη ταχύτητά του.

μετακινούμαι προς τα εμπρός

verbe intransitif

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Le pasteur a dit : « Avancez maintenant si vous ressentez l'esprit ».
Ο ιεροκήρυκας είπε: «Μετακινηθείτε τώρα προς τα εμπρός, εάν νιώθετε το πνεύμα.»

προχωράω, προχωρώ

verbe intransitif (μεταφορικά)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Pour avancer dans la vie, il faut accepter de travailler dur.
Για να πας μπροστά στη ζωή θα πρέπει να είσαι πρόθυμος να δουλέψεις σκληρά.

κάνω κάτι γρήγορα

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

προχωράω, προχωρώ

verbe intransitif

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Ο οδηγός κούνησε τα γκέμια για να κάνει σήμα στο άλογο να προχωρήσει.

μπροστά

verbe intransitif

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
Cette horloge avance de cinq minutes.
Εκείνο το ρολόι πάει πέντε λεπτά μπροστά.

προχωρώ

verbe intransitif (armée)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Les troupes de l'envahisseur avançaient.

πρόοδος

verbe intransitif

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Si ça n'avance pas au travail, demande de l'aide.

παρασύρομαι

verbe intransitif (avec peine)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Le yacht avançait face aux vents violents.

πάω μπρος, πάω μπροστά

verbe transitif (montre)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
La vieille horloge est belle mais, malheureusement, elle avance.

προχωρώ προς κάπου

verbe intransitif

(ρηματική έκφραση: Συνδυασμός βοηθητικού ρήματος και ουσιαστικού, επιθέτου ή μετοχής, π.χ. γίνομαι γιατρός, είμαι ψηλός, είμαι κουρασμένος κλπ.)

σημειώνω πρόοδο

verbe intransitif

Quand elle a décroché son premier rôle en tant que comédienne, Maria a senti qu'elle avait finalement avancé.

προχωρώ, εξελίσσομαι

(dans un véhicule) (μεταφορικά)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Nous roulions à environ 45 km/h.
Μέχρι χθες, τα πράγματα εξελίσσονταν αρκετά καλά. Προχωράμε με περίπου 30 μίλια την ώρα.

διατυπώνω την αρχή

verbe transitif

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Darwin a avancé la notion de sélection naturelle comme principe d'évolution.

προχωράω, προχωρώ, κινούμαι

verbe intransitif

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Les camions progressaient sur la route.
Τα φορτηγά προχωρούσαν (or: κινούνταν) κατά μήκος του δρόμου.

τραβάω το δρόμο μου

verbe intransitif

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Ο αξιωματικός είπε στα αγόρια να τραβήξουν τον δρόμο τους.

ταξιδεύω, πηγαίνω

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Le navire avance (or: navigue) vers Portsmouth.
Το πλοίο πηγαίνει στο Πόρτσμουθ.

σουφρώνω τα χείλη

(ses lèvres)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

επισπεύδω

verbe transitif

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Avançons (or: Anticipons) notre départ car on a annoncé une tornade.
Ας επισπεύσουμε την αναχώρησή μας, καθώς έρχεται τυφώνας.

δίνω προκαταβολή

(de l'argent)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Son patron lui a avancé (or: lui a prêté) trois cents dollars.
Το αφεντικό του τού έδωσε προκαταβολή τριακόσια δολάρια.

σουφρώνω

(ses lèvres)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Il a avancé ses lèvres comme s'il s'apprêtait à embrasser quelqu'un.

προοδεύω, προχωρώ

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Dans ma profession, on ne progresse pas sans l'aide et le soutien de personnes plus expérimentées.
Στο επάγγελμά μου δεν πρόκειται να πας μπροστά χωρίς τη στήριξη και βοήθεια άλλων πιο έμπειρων.

πηγαίνω

(état)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Πώς πάει η αναφορά;

προχωρημένος

adjectif

(μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.)
Jenna est une lectrice avancée pour son âge.
Η Τζέννα έχει προχωρημένες δεξιότητες ανάγνωσης για την ηλικία της.

προκαταβολή

nom féminin

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
L'auteur a reçu une avance avant de finir son nouveau livre.

προβάδισμα

nom féminin

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Ma petite sœur court lentement, alors je lui laisse de l'avance.

αναπτυγμένος, ανεπτυγμένος

adjectif (plus développé)

(μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.)
Les facultés de lecture de George sont avancées pour son âge.
Οι δεξιότητες ανάγνωσης του Τζωρτζ είναι ανεπτυγμένες για την ηλικία του.

για προχωρημένους

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Alice a réussi son examen de biologie avancée facilement.
Η Άλις πέρασε εύκολα το μάθημα βιολογίας για προχωρημένους.

προκαταβολή

nom féminin (argent)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Son patron lui a donné une avance sur salaire de trois cents dollars.
Το αφεντικό του του έδωσε τριακόσια δολάρια προκαταβολή από τον μισθό του.

προβάδισμα

nom féminin (περιθώριο)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Il avait une avance de trois minutes sur le coureur suivant.
Είχε ένα προβάδισμα τριών λεπτών από τον επόμενο δρομέα.

προβάδισμα

nom féminin (πλεονέκτημα εκκίνησης)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Le chasseur a laissé une avance à la cible d'environ un mètre.
Ο κυνηγός έδωσε στο στόχο του προβάδισμα ενός μέτρου περίπου.

ξεκίνημα

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Le numéro douze a pris un bon départ.
Το νούμερο δώδεκα έχει κάνει καλό ξεκίνημα.

με διάκριση

(Éducation : sujet)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

κίνηση

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Le chérif bloqua la progression du hors-la-loi vers la porte.

πρόοδος, εξέλιξη

nom féminin

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Les récentes avancées dans le traitement du cancer vont bénéficier à des milliers de patients.

πορεία

nom féminin

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Notre avancée a été freinée par plusieurs éboulements.
Η πορεία μας εμποδίστηκε από αρκετές κατολισθήσεις.

εξέλιξη

nom féminin (figuré)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Les avancées technologiques sont inévitables.
ⓘCette phrase n'est pas une traduction de la phrase originale. Αυτά είναι τα γεγονότα που άλλαξαν τον ρου της ιστορίας.

προεξοχή

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Η προεξοχή κρατά τα παράθυρα στη σκιά κατά το μεγαλύτερο μέρος της ημέρας.

ανοδικό βήμα

(μεταφορικά)

Αυτή η προαγωγή ήταν έλα πραγματικά σημαντικό βήμα για εσένα.

προέλαση

nom féminin (προώθηση)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
L'avancée (or: La progression) des abeilles tueuses à travers le pays ne peut être stoppée.
Η προέλαση των μελισσών-δολοφόνων σε όλη τη χώρα δεν μπορεί να εμποδιστεί.

επίθεση

nom féminin (Militaire)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
L'avancée (or: L'offensive) pour prendre l'île a été ordonnée par le général.

σημαντική πρόοδος

nom féminin

Le médecin d'Evan a dit qu'il avait fait une percée dans sa thérapie.
Ο ψυχίατρος του Έβαν του είπε ότι έχει κάνει σημαντική πρόοδο με αυτή τη θεραπεία.

κάνω ένα βήμα μπροστά

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Veuillez vous avancer à l'appel de votre nom.
Όταν ακούσεις να φωνάζουν το όνομά σου, παρακαλώ κάνε ένα βήμα μπροστά.

Ας μάθουμε Γαλλικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του avancée στο Γαλλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Γαλλικά.

Σχετικές λέξεις του avancée

Γνωρίζετε για το Γαλλικά

Γαλλικά (le français) είναι μια ρομανική γλώσσα. Όπως τα ιταλικά, τα πορτογαλικά και τα ισπανικά, προέρχεται από τα δημοφιλή λατινικά, που κάποτε χρησιμοποιήθηκαν στη Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία. Ένα γαλλόφωνο άτομο ή χώρα μπορεί να ονομαστεί «γαλλόφωνος». Τα γαλλικά είναι η επίσημη γλώσσα σε 29 χώρες. Τα γαλλικά είναι η τέταρτη πιο ομιλούμενη μητρική γλώσσα στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Τα γαλλικά κατατάσσονται στην τρίτη θέση στην ΕΕ, μετά τα αγγλικά και τα γερμανικά, και είναι η δεύτερη πιο ευρέως διδασκόμενη γλώσσα μετά τα αγγλικά. Η πλειοψηφία του γαλλόφωνου πληθυσμού του κόσμου ζει στην Αφρική, με περίπου 141 εκατομμύρια Αφρικανούς από 34 χώρες και περιοχές που μπορούν να μιλούν γαλλικά ως πρώτη ή δεύτερη γλώσσα. Τα γαλλικά είναι η δεύτερη πιο ευρέως ομιλούμενη γλώσσα στον Καναδά, μετά τα αγγλικά, και οι δύο είναι επίσημες γλώσσες σε ομοσπονδιακό επίπεδο. Είναι η πρώτη γλώσσα 9,5 εκατομμυρίων ανθρώπων ή το 29% και η δεύτερη γλώσσα 2,07 εκατομμυρίων ανθρώπων ή το 6% του συνόλου του πληθυσμού του Καναδά. Σε αντίθεση με άλλες ηπείρους, τα γαλλικά δεν έχουν δημοτικότητα στην Ασία. Επί του παρόντος, καμία χώρα στην Ασία δεν αναγνωρίζει τα γαλλικά ως επίσημη γλώσσα.