Τι σημαίνει το atirar στο πορτογαλικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης atirar στο πορτογαλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του atirar στο πορτογαλικά.

Η λέξη atirar στο πορτογαλικά σημαίνει ρίχνω, πετώ, πυροβολώ, ρίχνω κπ/κτ έξω από κτ, πετάω κπ/κτ έξω από κτ, ρίχνω, πετάω, αρχίζω να πυροβολώ, αρχίζω να ρίχνω, αδειάζω, πετάω, πετώ, πυροβολώ κπ/κτ σε κτ, ρίχνω, πετάω, πετώ, πυροβολώ, εκσφενδονίζω, ρίχνω, καρφώνω, σουτάρω, πυροβολώ, πετάω, πετώ, ρίχνω, πετάω, πετώ, ρίχνω, πυροβολώ, ρίχνω, σκοτώνω, εκσφενδονίζω κτ εναντίον κπ/κτ, πετάω, ξεφορτώνομαι, ρίχνω, αδειάζω το όπλο, πυροβολώ, ρίχνω, στέλνω, εκτοξεύω, εκτινάσσω, πυροβολώ, εκσφενδονίζω, πετάω, ρίχνω, ρίχνω, είμαι ρίπτης, είμαι πίτσερ, γαζώνω, χύνομαι, πέφτω, πέφτω, ρίχνομαι σε κπ, την πέφτω σε κπ, τα ρίχνω σε κπ, ρίχνω, πυροβολώ, ρίχνω δακρυγόνα σε κάποιον, πυροβολώ, στοχεύω, σκοπεύω, ρίχνω σε κτ/κπ, εξαπολύω πυρά εναντίον κάποιου, ανοίγω πυρ κατά κάποιου, κάνω καυστικά σχόλια, ρίχνω, πετάω, πετώ, είμαι bowler, απομακρύνομαι, πετάω αβγά σε κτ/κπ, πετάω αυγά σε κτ/κπ. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης atirar

ρίχνω, πετώ

verbo transitivo

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Ele atirou uma bola pela janela aberta.

πυροβολώ

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Mire sua arma, então atire.
Σημάδεψε με το όπλο σου και μετά πυροβόλησε.

ρίχνω κπ/κτ έξω από κτ, πετάω κπ/κτ έξω από κτ

verbo transitivo

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Os passageiros do trem não devem jogar lixo pela janela.

ρίχνω, πετάω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Jogou (or: atirou) a bola para o amigo.
Βιάσου και ρίξε την μπάλα!

αρχίζω να πυροβολώ, αρχίζω να ρίχνω

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

αδειάζω

verbo transitivo

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

πετάω, πετώ

verbo transitivo (informal: pôr sem cuidado)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Paul atirou sua bolsa escolar na mesa da cozinha.
Ο Πωλ πέταξε τη σχολική του σάκα πάνω στο τραπέζι της κουζίνας.

πυροβολώ κπ/κτ σε κτ

verbo transitivo (atingir com bala)

Atiraram na perna do soldado.
Ο στρατιώτης δέχθηκε πυροβολισμό στο πόδι.

ρίχνω, πετάω, πετώ

verbo transitivo

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Tom atirou a pedra na fonte.
Ο Τομ έριξε την πέτρα στο συντριβάνι.

πυροβολώ

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Tive um breve vislumbre de um alvo, por isso atirei algumas vezes.
Είδα στα πεταχτά το στόχο και έριξα μερικές βολές.

εκσφενδονίζω

verbo transitivo

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

ρίχνω

verbo transitivo

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
O vendaval o atirou no chão.

καρφώνω

(μεταφορικά)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

σουτάρω

(figurado)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
O jogador lançou a bola entre as traves.

πυροβολώ

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
O pai de Robert o ensinou a atirar quando ele era um menininho.
Όταν ο Ρόμπερτ ήταν μικρό παιδί, ο πατέρας του του δίδαξε πώς να πυροβολεί (or: να ρίχνει).

πετάω, πετώ, ρίχνω

verbo transitivo

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
O garoto atirou uma bola de neve em seu professor.
Το αγόρι πέταξε μια χιονόμπαλα στον δάσκαλό του.

πετάω, πετώ, ρίχνω

verbo transitivo

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Trevor atirou uma pedra na árvore, mas errou.
ⓘEsta frase não é uma tradução da frase em inglês Ο Τρέβορ προσπάθησε να πετάξει μια πέτρα στο δέντρο, αλλά αστόχησε.

πυροβολώ

verbo transitivo

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Os soldados atiraram no inimigo.
Οι στρατιώτες άνοιξαν πυρ (or: έβαλαν) κατά του εχθρού.

ρίχνω

verbo transitivo (beisebol)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Em beisebol, atirar a bola é lançá-la ao batedor.

σκοτώνω

(matar)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Aonde você atirou naquele veado?
Πού σκότωσες αυτό το ελάφι;

εκσφενδονίζω κτ εναντίον κπ/κτ

πετάω, ξεφορτώνομαι

(objetos: jogar)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

ρίχνω

(figurado, BRA) (μεταφορικά)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
O ativista político foi jogado na prisão. Jogando alguns livros na bolsa dela, o aluno correu para fora pela porta.

αδειάζω το όπλο

(arma de fogo) (καθομιλουμένη: πάνω σε κπ)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
O policial sacou seu revólver e o descarregou no suspeito fugitivo.

πυροβολώ

(figurado)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

ρίχνω, στέλνω

(με δυνατό χτύπημα)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

εκτοξεύω, εκτινάσσω

(μεταφορικά)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

πυροβολώ

verbo transitivo (arma)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Ele disparou a arma.
Πυροβόλησε.

εκσφενδονίζω

verbo transitivo

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Jake perdeu a paciência e começou a arremessar pratos na parede.
Ο Τζέικ έχασε την ψυχραιμία του και άρχισε να πετά πιάτα στον τοίχο.

πετάω, ρίχνω

verbo transitivo

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Devon jogou a bola por cima da placa.
Ο Ντέβον έριξε την μπάλα πάνω από τη βαλβίδα.

ρίχνω

(propor) (καθομιλουμένη, μεταφορικά)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Μια ιδέα ρίχνω: τι θα έλεγες να μάθαινε η Λιζ να οδηγεί;

είμαι ρίπτης, είμαι πίτσερ

(beisebol)

(ρηματική έκφραση: Συνδυασμός βοηθητικού ρήματος και ουσιαστικού, επιθέτου ή μετοχής, π.χ. γίνομαι γιατρός, είμαι ψηλός, είμαι κουρασμένος κλπ.)
Luke costumava arremessar, mas recentemente ele mudou para a primeira-base.

γαζώνω

verbo transitivo (μεταφορικά: με σφαίρες)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

χύνομαι

(BRA) (καθομιλουμένη, μεταφορικά)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Meu namorado gosta de se jogar no sofá e assistir TV a noite toda.
Στον φίλο μου αρέσει να χύνεται στον καναπέ και να βλέπει τηλεόραση όλο το βράδυ.

πέφτω

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Erin se jogou na piscina.

πέφτω

(BRA, figurado) (σε κάτι)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Ela se jogou na poltrona e suspirou profundamente.
Έπεσε στην πολυθρόνα και αναστέναξε βαριά.

ρίχνομαι σε κπ, την πέφτω σε κπ, τα ρίχνω σε κπ

(figurado, BRA) (μεταφορικά)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
John se jogava em toda garota que encontrava.

ρίχνω

(tiro) (σε κάποιον)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
James acertou o alvo quatro vezes seguidas.
Ο Τζέιμς πυροβόλησε τον στόχο τέσσερις συνεχόμενες φορές.

πυροβολώ

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

ρίχνω δακρυγόνα σε κάποιον

expressão verbal

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)

πυροβολώ, στοχεύω, σκοπεύω

(atirar em, tentar acertar)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

ρίχνω σε κτ/κπ

εξαπολύω πυρά εναντίον κάποιου, ανοίγω πυρ κατά κάποιου

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

κάνω καυστικά σχόλια

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Odeio visitar a família do meu marido, minha sogra está sempre atirando de tocaia.

ρίχνω, πετάω, πετώ

(κάτι σε κάτι)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Janet atirou o prato contra a parede.
Η Τζάνετ έριξε το πιάτο στον τοίχο.

είμαι bowler

expressão verbal (jogo, críquete) (κρίκετ)

(ρηματική έκφραση: Συνδυασμός βοηθητικού ρήματος και ουσιαστικού, επιθέτου ή μετοχής, π.χ. γίνομαι γιατρός, είμαι ψηλός, είμαι κουρασμένος κλπ.)
O capitão disse para Fred que era a vez dele de atirar a bola.
Ο αρχηγός είπε στον Φρεντ ότι ήταν η σειρά του να είναι bowler.

απομακρύνομαι

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)

πετάω αβγά σε κτ/κπ, πετάω αυγά σε κτ/κπ

(BRA)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

Ας μάθουμε πορτογαλικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του atirar στο πορτογαλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο πορτογαλικά.

Γνωρίζετε για το πορτογαλικά

πορτογαλικά (português) είναι μια ρωμαϊκή γλώσσα εγγενής στην Ιβηρική χερσόνησο της Ευρώπης. Είναι η μόνη επίσημη γλώσσα της Πορτογαλίας, της Βραζιλίας, της Αγκόλας, της Μοζαμβίκης, της Γουινέας-Μπισάου, του Πράσινου Ακρωτηρίου. Τα Πορτογαλικά έχουν μεταξύ 215 και 220 εκατομμύρια φυσικούς ομιλητές και 50 εκατομμύρια ομιλητές δεύτερης γλώσσας, ήτοι συνολικά περίπου 270 εκατομμύρια. Τα πορτογαλικά συχνά αναφέρονται ως η έκτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, τρίτη στην Ευρώπη. Το 1997, μια ολοκληρωμένη ακαδημαϊκή μελέτη κατέταξε τα πορτογαλικά ως μία από τις 10 γλώσσες με τη μεγαλύτερη επιρροή στον κόσμο. Σύμφωνα με στατιστικά στοιχεία της UNESCO, τα πορτογαλικά και τα ισπανικά είναι οι ταχύτερα αναπτυσσόμενες ευρωπαϊκές γλώσσες μετά τα αγγλικά.