Τι σημαίνει το atacar στο πορτογαλικά;
Ποια είναι η σημασία της λέξης atacar στο πορτογαλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του atacar στο πορτογαλικά.
Η λέξη atacar στο πορτογαλικά σημαίνει επιτίθεμαι, επιτίθεμαι, επιτίθεμαι, γίνομαι επιθετικός, βάζω κπ στο μάτι, βάζω κπ στο στόχαστρο, την πέφτω σε κπ, επιτίθεμαι, τσακίζω, κατασπαράζω, ξεσπάω σε κπ, ξεσπώ σε κπ, επιτίθεμαι σε κπ, <div>κάνω κόμμα εναντίον κπ</div><div>(<i>έκφραση</i>: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ.<i> βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας </i>κλπ.)</div>, πέφτω με τα μούτρα, επιτίθεμαι σε, επιτίθεμαι, επιτίθεμαι σε κπ/κτ, κηρύσσω πόλεμο σε κπ/κτ, ξεσπάω, ξεσπώ, επιτίθεμαι σε κτ/κπ, επιτίθεμαι λεκτικά σε κπ, επιτίθεμαι, τη λέω, κάνω επίθεση, χτυπώ, αντιμετωπίζω, πέφτω με τα μούτρα σε κτ, πλήττω, επιτίθεμαι σε κπ, κάνω επιδρομή σε κτ, χτυπάω, χτυπώ, επιδρομή, επιτίθεμαι, επιτίθεμαι, δαγκώνω, επιτίθεμαι σε κπ, ρίχνομαι σε κτ, επιτίθεμαι, κατασπαράσσω, γίνομαι εχθρικός, γίνομαι επιθετικός, σκοτώνω, ξεκινώ, αναχωρώ, επιτίθεμαι σε κτ, ξεκινώ επίθεση, εκμεταλλεύομαι, με πιάνουν, πέφτω με τα μούτρα σε κτ, κάνω τάκλιν σε κπ, πέφτω με τα μούτρα σε κτ, επιτίθεμαι, επιτίθεμαι, επιτίθεμαι σε κπ/κτ, επιτίθεμαι σε κτ/κπ, αντιστέκομαι σε κτ/κπ, αντεπιτίθεμαι, εκτελώ αντίνυξη, αντεπιτίθεμαι, πλαγιοκοπώ, πλευροκοπώ, ανταποδίδω, αιφνιδιάζω, επιτίθεμαι με χειροβομβίδα, κάνω τάκλινγκ από τα πλάγια, τη λέω σε κπ, τσεκουρώνω, χτυπάω με σπάθη, πυροβολώ με τέιζερ, αιφνιδιάζω, κατασπαράζω, επιτίθεμαι με κοντάρι, κατασπαράζω, σκοτώνω με δηλητηριώδες αέριο, επιτίθεμαι με χημικά αέρια, επιτίθεμαι άσχημα. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.
Σημασία της λέξης atacar
επιτίθεμαιverbo transitivo (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Os ladrões o atacaram na rua. Οι ληστές του επιτέθηκαν στο δρόμο. |
επιτίθεμαιverbo transitivo (μεταφορικά) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
επιτίθεμαιverbo transitivo (μεταφορικά) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) O candidato atacou ferozmente o oponente. Η υποψήφια επιτέθηκε άγρια στον αντίπαλό της. |
γίνομαι επιθετικόςverbo transitivo (ρηματική έκφραση: Συνδυασμός βοηθητικού ρήματος και ουσιαστικού, επιθέτου ή μετοχής, π.χ. γίνομαι γιατρός, είμαι ψηλός, είμαι κουρασμένος κλπ.) |
βάζω κπ στο μάτι, βάζω κπ στο στόχαστροverbo transitivo (μεταφορικά) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
την πέφτω σε κπverbo transitivo (ανεπίσημο, αργκό) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
επιτίθεμαι
(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Joyce estava acariciando o gato quando ele repentinamente atacou. Η Τζόις χάιδευε τη γάτα όταν ξαφνικά χίμηξε. |
τσακίζω, κατασπαράζωverbo transitivo (gíria) (μεταφορικά: φαγητό) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Comecei a salivar quando senti o cheiro da torta caseira da minha mãe; eu estava pronto para atacar. ⓘEsta frase não é uma tradução da frase em inglês Έπεσε με τα μούτρα στα κρουασανάκια. |
ξεσπάω σε κπ, ξεσπώ σε κπ
Davies repentinamente atacou sua vítima, socando o Sr. Jackson no chão. |
επιτίθεμαι σε κπverbo transitivo |
<div>κάνω κόμμα εναντίον κπ</div><div>(<i>έκφραση</i>: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ.<i> βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας </i>κλπ.)</div>verbo transitivo (grupo) (καθομιλουμένη, μεταφορικά) Toda vez que a professora erra, os estudantes atacam ela para apontar o erro. Κάθε φορά που η δασκάλα κάνει ένα λάθος, οι μαθητές συσπειρώνονται εναντίον της για να της το επισημάνουν. |
πέφτω με τα μούτραlocução verbal (fazer com entusiasmo) (καθομιλουμένη, μτφ) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
επιτίθεμαι σεverbo transitivo (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Quando nos recusamos a entregar nossas carteiras, eles nos atacaram com dois tacos de baseball. Όταν αρνηθήκαμε να δώσουμε τα πορτοφόλια μας, μας επιτέθηκαν με δύο ρόπαλα του μπέιζμπολ. |
επιτίθεμαι
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) A quadrilha atacou sua vítima sem aviso prévio. Os cães atacaram a raposa. |
επιτίθεμαι σε κπ/κτverbo transitivo |
κηρύσσω πόλεμο σε κπ/κτverbo transitivo (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
ξεσπάω, ξεσπώ(figurado) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Ian tem uma tendência de atacar se acha que está sendo pessoalmente criticado. Ο Ίαν έχει την τάση να ξεσπάει αν νομίζει πως τον κρίνουν σε προσωπικό επίπεδο. |
επιτίθεμαι σε κτ/κπverbo transitivo Τα κουλουριασμένα φίδια επιτίθενται σε οτιδήποτε τα απειλεί. |
επιτίθεμαι λεκτικά σε κπverbo transitivo (verbalmente) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Οι αντίπαλοι του πολιτικού του επιτίθενται συνεχώς λεκτικά στις δημόσιες ομιλίες. |
επιτίθεμαιverbo transitivo (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Os ladrões atacaram sua vítima quando foram incomodados. Οι κλέφτες επιτέθηκαν στο θύμα τους όταν τους διέκοψαν. |
τη λέωverbo transitivo (καθομιλουμένη) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Ele realmente decidiu atacá-lo quando o viu flertando com sua esposa. Όντως αποφάσισε να του την πει όταν τον είδε να φλερτάρει με τη γυναίκα του. |
κάνω επίθεσηverbo transitivo (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
χτυπώ(figurado) (μεταφορικά) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Ως υποψήφιος για δήμαρχος, ο Μπομπ χτύπησε όλους τους αντιπάλους του. |
αντιμετωπίζω(problema) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) O dono da loja atacou o problema de furtos instalando um sistema de câmeras. Ο καταστηματάρχης αντιμετώπισε το πρόβλημα των κλοπών από το μαγαζί του εγκαθιστώντας κλειστό κύκλωμα τηλεόρασης. |
πέφτω με τα μούτρα σε κτverbo transitivo (comida) (καθομιλουμένη) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
πλήττωverbo transitivo (assaltar) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) O furacão nos atacou sem aviso. |
επιτίθεμαι σε κπverbo transitivo Os dois homem atacaram James enquanto ele caminhava no parque. Οι δύο άνδρες επιτέθηκαν στον Τζέιμς όταν περπατούσε στο πάρκο. |
κάνω επιδρομή σε κτ(figurado) (μεταφορικά) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Brenda está cansada de suas crianças atacarem a geladeira: nunca há comida sobrando quando ela quer algo. Η Μπρέντα έχει μπουχτίσει με το γεγονός ότι τα παιδιά της κάνουν επιδρομή στο ψυγείο. Δεν υπάρχει ποτέ φαγητό όταν θέλει να φάει κάτι. |
χτυπάω, χτυπώ
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
επιδρομήverbo transitivo (geladeira, informal, figurado) (μεταφορικά) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) |
επιτίθεμαι
(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) O exército atacou no meio da noite. Os ladrões de banco atacaram outra vez. |
επιτίθεμαι(com espada) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) O cavaleiro sacou a espada e atacou o inimigo. |
δαγκώνω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) A cobra atacou a perna dele sem aviso. |
επιτίθεμαι σε κπ
|
ρίχνομαι σε κτverbo transitivo (figurado) (καθομιλουμένη, μεταφορικά) Ο Τζος έπεσε με τα μούτρα στο βραδινό του λες και είχε να φάει πάνω από μία εβδομάδα. |
επιτίθεμαι(verbalmente) (όχι βία) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
κατασπαράσσωverbo transitivo (animal) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
γίνομαι εχθρικός, γίνομαι επιθετικόςverbo transitivo (mostrar hostilidade, agressão) (ρηματική έκφραση: Συνδυασμός βοηθητικού ρήματος και ουσιαστικού, επιθέτου ή μετοχής, π.χ. γίνομαι γιατρός, είμαι ψηλός, είμαι κουρασμένος κλπ.) Αφού ο Τόνι τον πείραζε για παραπάνω από μία ώρα, ο Πιτ τελικά έγινε επιθετικός. |
σκοτώνωverbo transitivo (informal) (για έντομα) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
ξεκινώ, αναχωρώ
(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) |
επιτίθεμαι σε κτverbo transitivo A milícia atacou a cidade. |
ξεκινώ επίθεση(καθομιλουμένη) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
εκμεταλλεύομαι(pessoa: vitimizar) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Pessoas que fazem bullying abusam dos fracos. Οι νταήδες εκμεταλλεύονται τους αδύναμους. |
με πιάνουν(figurado) (αμφιβολίες, τύψεις κλπ) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
πέφτω με τα μούτρα σε κτ(μεταφορικά, καθομ) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) A torta de maçã parece deliciosa; mal posso esperar para devorá-la. Η μηλόπιτα φαίνεται πεντανόστιμη, δεν κρατιέμαι να πέσω με τα μούτρα πάνω της. |
κάνω τάκλιν σε κπ
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
πέφτω με τα μούτρα σε κτ(μεταφορικά, καθομιλουμένη) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Pude dizer pela maneira que o morador de rua devorou o hambúrguer que ele não havia comido o dia todo. |
επιτίθεμαι(atacar) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) |
επιτίθεμαιverbo transitivo (fisicamente) (βιαιοπραγώ) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) ⓘEsta frase não é uma tradução da frase em inglês ⓘEsta frase não é uma tradução da frase em inglês Αν και μικρόσωμη, τις προάλλες επιτέθηκε στον σεκιουριτά που δεν την άφησε να μπει στο μπαρ και τον έστειλε στο νοσοκομείο για ράμματα. |
επιτίθεμαι σε κπ/κτ
O exército tomou o inimigo de surpresa. |
επιτίθεμαι σε κτ/κπ(informal) O grupo de homens foi para cima de Pete, o socando e chutando. |
αντιστέκομαι σε κτ/κπ
|
αντεπιτίθεμαι
(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) |
εκτελώ αντίνυξη(ξιφασκία: επίθεση) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
αντεπιτίθεμαι(figurado) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) |
πλαγιοκοπώ, πλευροκοπώ
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) O esquadrão principal do exército atacou o inimigo enquanto um grupo menor flanqueava. |
ανταποδίδωverbo transitivo (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
αιφνιδιάζω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) O inimigo os surpreendeu de manhã cedo. |
επιτίθεμαι με χειροβομβίδα(με το χέρι) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
κάνω τάκλινγκ από τα πλάγιαlocução verbal (esporte) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
τη λέω σε κπ(αργκό) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Η Νάνσι εξοργίστηκε με την Τζέιν και της την είπε. |
τσεκουρώνωlocução verbal (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
χτυπάω με σπάθη
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Ο στρατιώτης χτύπησε γρήγορα τον φυλακισμένο με τη σπάθη χωρίς να περιμένει να του δώσει εξηγήσεις. |
πυροβολώ με τέιζερexpressão verbal (anglicismo: arma de choque) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
αιφνιδιάζω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) O jaguar atacou de tocaia os caçadores que dormiam. Το τζάγκουαρ επιτέθηκε αιφνιδιαστικά στον κυνηγό που κοιμόταν. |
κατασπαράζωlocução verbal (για ζώα) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) O leão atacou o gnu ferozmente. Το λιοντάρι κατασπάραξε το γκνου. |
επιτίθεμαι με κοντάριexpressão verbal (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
κατασπαράζωlocução verbal (figurado) (μεταφορικά) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
σκοτώνω με δηλητηριώδες αέριοexpressão verbal (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
επιτίθεμαι με χημικά αέριαexpressão verbal (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
επιτίθεμαι άσχημα
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
Ας μάθουμε πορτογαλικά
Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του atacar στο πορτογαλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο πορτογαλικά.
Σχετικές λέξεις του atacar
Ενημερωμένες λέξεις του πορτογαλικά
Γνωρίζετε για το πορτογαλικά
πορτογαλικά (português) είναι μια ρωμαϊκή γλώσσα εγγενής στην Ιβηρική χερσόνησο της Ευρώπης. Είναι η μόνη επίσημη γλώσσα της Πορτογαλίας, της Βραζιλίας, της Αγκόλας, της Μοζαμβίκης, της Γουινέας-Μπισάου, του Πράσινου Ακρωτηρίου. Τα Πορτογαλικά έχουν μεταξύ 215 και 220 εκατομμύρια φυσικούς ομιλητές και 50 εκατομμύρια ομιλητές δεύτερης γλώσσας, ήτοι συνολικά περίπου 270 εκατομμύρια. Τα πορτογαλικά συχνά αναφέρονται ως η έκτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, τρίτη στην Ευρώπη. Το 1997, μια ολοκληρωμένη ακαδημαϊκή μελέτη κατέταξε τα πορτογαλικά ως μία από τις 10 γλώσσες με τη μεγαλύτερη επιρροή στον κόσμο. Σύμφωνα με στατιστικά στοιχεία της UNESCO, τα πορτογαλικά και τα ισπανικά είναι οι ταχύτερα αναπτυσσόμενες ευρωπαϊκές γλώσσες μετά τα αγγλικά.