Τι σημαίνει το art στο Γαλλικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης art στο Γαλλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του art στο Γαλλικά.

Η λέξη art στο Γαλλικά σημαίνει τέχνη, τέχνη, τέχνη, τέχνη, τέχνη, τέχνη, έργα τέχνης, ποιοτικός, επιδέξια, δεξιοτεχνικά, βιβλιοδεσία, κινηματογραφία, το να δίνω παραστάσεις, κλωστοϋφαντουργία, υποκριτική, γκαλερί, αγόρευση, ερωτική λογοτεχνία, προσωπογραφία, καλλιτεχνία, κωδωνοκρουσία, καμπανοκρουσία, τέχνη απόδρασης, ικανότητα στις πωλήσεις, τέχνη της πώλησης, γραφική τέχνη, pop art, ποπ αρτ, αφηρημένη τέχνη, δραματική σχολή, κριτικός τέχνης, τμήμα καλών τεχνών, έκθεση τέχνης, μορφή, μουσείο τέχνης, τέχνη του πολέμου, αφρικάνικη τέχνη, εμπορική τέχνη, εννοιολογική τέχνη, ερωτική τέχνη, πολεμική τέχνη, αριστοτέχνημα, κομψοτέχνημα, οπ αρτ, αρ ντεκό, σχολή καλών τεχνών, έργο τέχνης, έργο τέχνης, ιστορία τέχνης, φιλότεχνος, διακόσμηση κοιλιάς εγκύου, ψηφιακή τέχνη, θεατρολόγος, τέχνη που πεθαίνει, λαϊκή τέχνη, πρωτότυπο έργο τέχνης, αυθεντικό έργο τέχνης, το να καλομαθαίνω τον εαυτό μου, συχνά σε υπερβολικό βαθμό, μάθημα θεάτρου, εκτίμηση της τέχνης, ανθοδετική, Αρ Νουβό, κινηματογράφος τέχνης, σπηλαιογραφίες, μαγειρικές ικανότητες, κάνω κτ σύμφωνα με τους κανόνες, σύμφωνος με τους κανόνες, θεατρολογία, γκαλερί, εμπορευματοποιημένη τέχνη, μάστορας, η τέχνη των μπονσάι, ανεξάρτητος, πρωτότυπη τέχνη, body art, λάτρης των τεχνών, γκαλερί, τέχνη του δρόμου, αίθουσα καλλιτεχνικών, έργα τέχνης. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης art

τέχνη

nom masculin (peinture, sculpture,...)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Fred est né avec un talent pour l'art.
Ο Φρεντ έχει έμφυτη ταλέντο για την τέχνη.

τέχνη

nom masculin (figuré) (μεταφορικά)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Cuire les steaks au barbecue, c'est tout un art pour Rick.
Ο Ρικ λέει ότι το ψήσιμο της μπριζόλας είναι τέχνη.

τέχνη

nom masculin

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Elle pense que l'art peut dépasser la nature en beauté.

τέχνη

nom masculin (figuré)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
J'ai appris l'art de marchander au cours de mes voyages.
Έμαθα την τέχνη του παζαρέματος κατά τη διάρκεια των ταξιδιών μου.

τέχνη

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
L'entraîneur aida le lanceur à améliorer son habileté.
Η ηθοποιός ήταν εξπέρ στην τέχνη της. Ο προπονητής βοήθησε τον πίτσερ να βελτιώσει την τεχνική του.

τέχνη

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
Le père de Nan était menuisier et lui a appris le métier.
Ο πατέρας της Ναν ήταν ξυλουργός και έμαθε την τέχνη από εκείνον.

έργα τέχνης

nom féminin

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)
Ce musée abrite une collection impressionnante d’œuvres d'art.
Το μουσείο στεγάζει μια εντυπωσιακή συλλογή έργων τέχνης.

ποιοτικός

locution adjectivale (cinéma) (μεταφορικά)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Ce que Mike préfère, ce sont les films d'art et d'essai.

επιδέξια, δεξιοτεχνικά

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)

βιβλιοδεσία

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

κινηματογραφία

(réalisation de films) (τέχνη)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Il a la cinématographie dans le sang: ses deux parents étaient réalisateurs.
Έχει την κινηματογραφία στο αίμα του. Και οι δυο γονείς του ήταν σκηνοθέτες.

το να δίνω παραστάσεις

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

κλωστοϋφαντουργία

(matière scolaire anglaise)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

υποκριτική

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Ma fille veut étudier le métier d'acteur.
Η κόρη μου θέλει να σπουδάσει υποκριτική.

γκαλερί

(privé) (έκθεση)

(ουσιαστικό θηλυκό άκλιτο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους και δεν κλίνεται, π.χ. μακιγιέζ, μπέιμπι-σίτερ κλπ. Συχνά είναι ξενικής προέλευσης.)
Les œuvres de Karen ont été exposées dans une galerie d'art.

αγόρευση

nom masculin

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

ερωτική λογοτεχνία

(λογοτεχνία: είδος)

προσωπογραφία

nom masculin

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

καλλιτεχνία

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

κωδωνοκρουσία, καμπανοκρουσία

nom masculin

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

τέχνη απόδρασης

(Magie) (ταχυδακτυλουργία)

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)

ικανότητα στις πωλήσεις, τέχνη της πώλησης

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)

γραφική τέχνη

nom masculin (συνήθως πληθυντικός)

pop art, ποπ αρτ

nom masculin

(ουσιαστικό θηλυκό άκλιτο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους και δεν κλίνεται, π.χ. μακιγιέζ, μπέιμπι-σίτερ κλπ. Συχνά είναι ξενικής προέλευσης.)
La peinture d'une boîte de soupe d'Andy Warhol est l'œuvre de pop art la plus connue.

αφηρημένη τέχνη

nom masculin

Όταν βλέπεις αφηρημένη τέχνη, θυμήσου ότι συνήθως δεν πρόκειται για την απεικόνιση ενός απτού αντικειμένου.

δραματική σχολή

nom féminin

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

κριτικός τέχνης

nom masculin et féminin

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)

τμήμα καλών τεχνών

nom féminin (Scolaire)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
La section art a accueilli cinquante nouveaux élèves cette année.

έκθεση τέχνης

nom féminin

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

μορφή

nom féminin

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
La sculpture sur glace est une forme d'art moderne.

μουσείο τέχνης

nom masculin

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Nous avons passé un très bon moment à voir les peintures au musée d'art.
Περάσαμε υπέροχα κοιτάζοντας τους πίνακες στην πινακοθήκη.

τέχνη του πολέμου

nom masculin

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Le Général Patton était un étudiant assidu de l'art de la guerre.

αφρικάνικη τέχνη

nom masculin

εμπορική τέχνη

nom masculin

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

εννοιολογική τέχνη

nom masculin

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Γενικά, μόνο οι κριτικοί τέχνης ενδιαφέρονται για την εννοιολογική τέχνη.

ερωτική τέχνη

nom masculin

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

πολεμική τέχνη

nom masculin (souvent au pluriel)

C'est un expert en karaté, judo et autres arts martiaux.

αριστοτέχνημα, κομψοτέχνημα

nom masculin

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

οπ αρτ

nom masculin (καλές τέχνες: τάση μοντέρνας τέχνης)

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)

αρ ντεκό

nom masculin

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Le pont du Golden Gate à San Francisco est de style Art déco.

σχολή καλών τεχνών

nom féminin

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

έργο τέχνης

nom féminin (art)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Le musée est un endroit où contempler des œuvres d'art.
Το μουσείο είναι ένα μέρος για να περιεργαστείς τα έργα τέχνης.

έργο τέχνης

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Plusieurs œuvres d'art ont été dérobées du musée.

ιστορία τέχνης

nom féminin (εκπαίδευση)

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)
Parce que ma matière principale à l'université était l'art, j'ai dû faire cinq semestres d'histoire de l'art.

φιλότεχνος

nom masculin

(ουσιαστικοποιημένο επίθετο: Επίθετο που χρησιμοποιείται ως ουσιαστικό, π.χ. κάνε το καλό και ρίξτο στον γυαλό, οι πλούσιοι, κλπ.)
C'est un grand amateur d'art.

διακόσμηση κοιλιάς εγκύου

nom masculin

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)

ψηφιακή τέχνη

θεατρολόγος

nom masculin

(ουσιαστικό αρσενικό/θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού ή θηλυκού γένους, π.χ. ο/η μηχανικός, ο/η δικηγόρος κλπ.)

τέχνη που πεθαίνει

nom masculin (μεταφορικά)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Écrire son courrier au stylo semble être un art qui se perd.

λαϊκή τέχνη

πρωτότυπο έργο τέχνης, αυθεντικό έργο τέχνης

nom féminin (όχι αντίγραφο)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

το να καλομαθαίνω τον εαυτό μου, συχνά σε υπερβολικό βαθμό

nom masculin

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)

μάθημα θεάτρου

nom masculin

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)

εκτίμηση της τέχνης

nom féminin

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)

ανθοδετική

(δημιουργία συνθέσεων)

Αρ Νουβό

nom masculin (courant artistique)

(ουσιαστικό θηλυκό άκλιτο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους και δεν κλίνεται, π.χ. μακιγιέζ, μπέιμπι-σίτερ κλπ. Συχνά είναι ξενικής προέλευσης.)

κινηματογράφος τέχνης

nom masculin

(φράση ως ουσιαστικό αρσενικό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους, π.χ. φακός επαφής, καθηγητής φυσικής αγωγήςκλπ.)

σπηλαιογραφίες

nom masculin

(ουσιαστικό αρσενικό πληθυντικός: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους και είτε χρησιμοποιείται μόνο στον πληθυντικό, π.χ. οι γιορτές (χρονική περίοδος), είτε αναφέρεται στον πληθυντικό για την ορθή απόδοση του μεταφραζόμενου όρου.)

μαγειρικές ικανότητες

(ουσιαστικό αρσενικό πληθυντικός: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους και είτε χρησιμοποιείται μόνο στον πληθυντικό, π.χ. οι γιορτές (χρονική περίοδος), είτε αναφέρεται στον πληθυντικό για την ορθή απόδοση του μεταφραζόμενου όρου.)

κάνω κτ σύμφωνα με τους κανόνες

locution verbale

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

σύμφωνος με τους κανόνες

(φράση ως επίθετο ή επιθετικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ. άτομο υψηλής νοημοσύνης, άριστης ποιότητας υλικά κλπ.)

θεατρολογία

nom masculin (discipline scolaire) (ιστορία, θεωρία θεάτρου)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
J’étudie la musique et l'art dramatique dans l'espoir de faire carrière sur scène.

γκαλερί

nom féminin

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
L'artiste vend ses peintures à la galerie d'art.
Η καλλιτέχνις πουλά τους πίνακές της στη γκαλερί.

εμπορευματοποιημένη τέχνη

nom masculin

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

μάστορας

(μεταφορικά: σε κάτι)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
Ne crois pas un mot de ce qu'il dit. C'est un maître du mensonge.

η τέχνη των μπονσάι

nom masculin

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Elle étudie l'art du bonsaï (or: art du bonzaï).

ανεξάρτητος

(cinéma)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

πρωτότυπη τέχνη

nom masculin (τεχνική)

body art

nom masculin

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)

λάτρης των τεχνών

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)

γκαλερί

nom féminin

(ουσιαστικό θηλυκό άκλιτο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους και δεν κλίνεται, π.χ. μακιγιέζ, μπέιμπι-σίτερ κλπ. Συχνά είναι ξενικής προέλευσης.)
Cette galerie d'art présente une exposition de photographies.

τέχνη του δρόμου

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)

αίθουσα καλλιτεχνικών

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)

έργα τέχνης

nom masculin pluriel

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)

Ας μάθουμε Γαλλικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του art στο Γαλλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Γαλλικά.

Σχετικές λέξεις του art

Γνωρίζετε για το Γαλλικά

Γαλλικά (le français) είναι μια ρομανική γλώσσα. Όπως τα ιταλικά, τα πορτογαλικά και τα ισπανικά, προέρχεται από τα δημοφιλή λατινικά, που κάποτε χρησιμοποιήθηκαν στη Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία. Ένα γαλλόφωνο άτομο ή χώρα μπορεί να ονομαστεί «γαλλόφωνος». Τα γαλλικά είναι η επίσημη γλώσσα σε 29 χώρες. Τα γαλλικά είναι η τέταρτη πιο ομιλούμενη μητρική γλώσσα στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Τα γαλλικά κατατάσσονται στην τρίτη θέση στην ΕΕ, μετά τα αγγλικά και τα γερμανικά, και είναι η δεύτερη πιο ευρέως διδασκόμενη γλώσσα μετά τα αγγλικά. Η πλειοψηφία του γαλλόφωνου πληθυσμού του κόσμου ζει στην Αφρική, με περίπου 141 εκατομμύρια Αφρικανούς από 34 χώρες και περιοχές που μπορούν να μιλούν γαλλικά ως πρώτη ή δεύτερη γλώσσα. Τα γαλλικά είναι η δεύτερη πιο ευρέως ομιλούμενη γλώσσα στον Καναδά, μετά τα αγγλικά, και οι δύο είναι επίσημες γλώσσες σε ομοσπονδιακό επίπεδο. Είναι η πρώτη γλώσσα 9,5 εκατομμυρίων ανθρώπων ή το 29% και η δεύτερη γλώσσα 2,07 εκατομμυρίων ανθρώπων ή το 6% του συνόλου του πληθυσμού του Καναδά. Σε αντίθεση με άλλες ηπείρους, τα γαλλικά δεν έχουν δημοτικότητα στην Ασία. Επί του παρόντος, καμία χώρα στην Ασία δεν αναγνωρίζει τα γαλλικά ως επίσημη γλώσσα.