Τι σημαίνει το anglais στο Γαλλικά;
Ποια είναι η σημασία της λέξης anglais στο Γαλλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του anglais στο Γαλλικά.
Η λέξη anglais στο Γαλλικά σημαίνει αγγλικά, αγγλική γλώσσα, αγγλικός, αγγλικός, Άγγλος, Άγγλος, Αγγλίδα, Βρετανός, Βρετανός, οι Άγγλοι, μπάτσος, μπασκίνας, λαός, αγγλοσαξονική γλώσσα, Ισπανοαγγλικά, TOEFL, TESOL, αγγλικά ως δεύτερη γλώσσα, διδασκαλία της αγγλικής ως ξένης γλώσσας, ερυθροχίτων, αμερικάνικα Αγγλικά, Βρετανικά Αγγλικά, επαγγελματική γλώσσα, στοιχειώδης γνώση αγγλικών, καθομιλουμένη, καλά Αγγλικά, εισαγωγικά, Κόκερ Σπάνιελ, αγγλικό κόρνο, σέτερ, αγγλική αργκό, αγγλικό σπρίνγκερ σπάνιελ, επίσημη αγγλική γλώσσα, βρετανική σημαία, πλήρες αγγλικό πρωινό, καθιερωμένη βρετανική προφορά, αγγλικά ως ξένη γλώσσα, Διδασκαλία της Αγγλικής ως Δεύτερης Γλώσσας, ESOL, αγγλικά για ομιλητές άλλων γλωσσών, αγγλικά ως δεύτερη γλώσσα, διδασκαλία αγγλικής γλώσσας, <div>ελαφρύ απογευματινό γεύμα που περιλαμβάνει τσάι και κεκάκια με κρέμα και μαρμελάδα</div><div>(<i>β' συνθετικό</i>: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλό<i>βαθμος</i>, χαμηλό<i>βαθμος</i>κλπ.)</div>, αγγλικά πιτζίν, διδασκαλία αγγλικών ως δεύτερης γλώσσας, κάνω μαθήματα αγγλικών σε βασικό επίπεδο, στα βρετανικά Αγγλικά, αγγλικός ιδιωματισμός, βρετανικός ιδιωματισμός, μπισκότο digestive, της αγγλικής αργκό, επαρχία, εισαγωγικά, Σπρίνγκερ Σπάνιελ, Βρεταννική Φαρμακοποιία, μέση αγγλική γλώσσα, αγγλική γλώσσα μέσης περιόδου, αγγλικό κόρνο, Μέση Αγγλική, αφροαμερικάνικη αργκό. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.
Σημασία της λέξης anglais
αγγλικάnom masculin (langue) (γλώσσα) (ουσιαστικό αρσενικό πληθυντικός: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και είτε χρησιμοποιείται μόνο στον πληθυντικό, π.χ. τα κάλαντα, είτε αναφέρεται στον πληθυντικό για την ορθή απόδοση του μεταφραζόμενου όρου.) L'anglais est parlé par beaucoup de gens. ⓘCette phrase n'est pas une traduction de la phrase originale. Του έδωσε οδηγίες σε άπταιστη αγγλική. |
αγγλική γλώσσαnom masculin (matière scolaire) L'anglais est une matière obligatoire en primaire. Η αγγλική γλώσσα είναι υποχρεωτικό μάθημα στα δημοτικά σχολεία. |
αγγλικόςadjectif (de l'Angleterre) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) C'est une entreprise anglaise. Αυτή είναι μια αγγλική εταιρεία. |
αγγλικός(mot, vocabulaire,...) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Le vocabulaire anglais est parfois difficile à prononcer pour les Français. Οι Γάλλοι δυσκολεύονται μερικές φορές να προφέρουν τις αγγλικές λέξεις. |
Άγγλοςnom masculin (ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) |
Άγγλος, Αγγλίδα
|
Βρετανός
(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) Les méchants dans les films américains sont souvent joués par des Britanniques. |
Βρετανός
(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) Cinq Britanniques sont parmi les victimes d'un accident de bus en Espagne. |
οι Άγγλοιnom masculin pluriel (nationalité) Les Anglais boivent du thé. Οι Άγγλοι πίνουν τσάι. |
μπάτσος, μπασκίνας(anglicisme) (αργκό: αστυνομικός) (ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) |
λαός
(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) J'appelle les habitants de cette ville à voter contre cette mesure ! Προσκαλώ τους κατοίκους αυτής της πόλης να καταψηφίσουν αυτό το μέτρο. |
αγγλοσαξονική γλώσσα(ancienne dénomination) Ces œuvres étaient écrites en anglo-saxon à l'origine. |
Ισπανοαγγλικά(anglicisme) (ουσιαστικό αρσενικό πληθυντικός: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και είτε χρησιμοποιείται μόνο στον πληθυντικό, π.χ. τα κάλαντα, είτε αναφέρεται στον πληθυντικό για την ορθή απόδοση του μεταφραζόμενου όρου.) |
TOEFL
(ουσιαστικό ουδέτερο άκλιτο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και δεν κλίνεται, π.χ. σάντουιτς, κομπιούτερ κλπ. Συχνά είναι ξενικής προέλευσης.) |
TESOL
(ουσιαστικό ουδέτερο άκλιτο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και δεν κλίνεται, π.χ. σάντουιτς, κομπιούτερ κλπ. Συχνά είναι ξενικής προέλευσης.) |
αγγλικά ως δεύτερη γλώσσα
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Laurie a enseigné l'anglais langue étrangère en Corée du Sud pendant deux ans. |
διδασκαλία της αγγλικής ως ξένης γλώσσας
(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
ερυθροχίτωνnom masculin (ιστορικό: Βρετανός στρατιώτης) (μετοχή ενεστώτα: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. υπογράφων, υπογράφουσα, υπογράφον κλπ.) |
αμερικάνικα Αγγλικά
Il existe de nombreuses différences entre l'anglais britannique et l'anglais américain. |
Βρετανικά Αγγλικάnom masculin En anglais britannique, « couleur » s'écrit « colour ». |
επαγγελματική γλώσσαnom masculin (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Marisa suit un cours d'anglais des affaires. |
στοιχειώδης γνώση αγγλικώνnom masculin (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) |
καθομιλουμένηnom masculin (αγγλική γλώσσα) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) |
καλά Αγγλικάnom masculin (μεταφορικά) (ουσιαστικό αρσενικό πληθυντικός: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και είτε χρησιμοποιείται μόνο στον πληθυντικό, π.χ. τα κάλαντα, είτε αναφέρεται στον πληθυντικό για την ορθή απόδοση του μεταφραζόμενου όρου.) Il est nécessaire d'avoir un bon niveau d'anglais pour étudier dans une université anglaise. |
εισαγωγικάnom masculin (ουσιαστικό αρσενικό πληθυντικός: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και είτε χρησιμοποιείται μόνο στον πληθυντικό, π.χ. τα κάλαντα, είτε αναφέρεται στον πληθυντικό για την ορθή απόδοση του μεταφραζόμενου όρου.) |
Κόκερ Σπάνιελnom masculin (ράτσα σκύλου) (ουσιαστικό ουδέτερο άκλιτο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και δεν κλίνεται, π.χ. σάντουιτς, κομπιούτερ κλπ. Συχνά είναι ξενικής προέλευσης.) Ο σκύλος μου είναι Κόκερ Σπάνιελ. |
αγγλικό κόρνοnom masculin (μουσικό όργανο) |
σέτερnom masculin (chien) (ράτσα σκύλου) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) |
αγγλική αργκόnom masculin L'argot cockney est une variété d'argot britannique parlé à Londres. |
αγγλικό σπρίνγκερ σπάνιελnom masculin (race de chien) (ράτσα σκύλου) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) |
επίσημη αγγλική γλώσσαnom masculin (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) |
βρετανική σημαία
(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) |
πλήρες αγγλικό πρωινόnom masculin (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Peu de familles prennent encore un petit déjeuner anglais. |
καθιερωμένη βρετανική προφορά(Grande-Bretagne) (φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.) Στην τηλεόραση οι εκφωνητές των ειδήσεων έχουν την καθιερωμένη βρετανική προφορά. |
αγγλικά ως ξένη γλώσσα
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
Διδασκαλία της Αγγλικής ως Δεύτερης Γλώσσας
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
ESOL(συντομογραφία) |
αγγλικά για ομιλητές άλλων γλωσσών
(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.) |
αγγλικά ως δεύτερη γλώσσα
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
διδασκαλία αγγλικής γλώσσαςnom masculin (φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.) |
<div>ελαφρύ απογευματινό γεύμα που περιλαμβάνει τσάι και κεκάκια με κρέμα και μαρμελάδα</div><div>(<i>β' συνθετικό</i>: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλό<i>βαθμος</i>, χαμηλό<i>βαθμος</i>κλπ.)</div>
|
αγγλικά πιτζίνnom masculin (φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.) Il croyait que s'il parlait une sorte de pidgin (or: pidgin d'anglais), les gens le comprendraient. |
διδασκαλία αγγλικών ως δεύτερης γλώσσαςnom masculin (φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.) |
κάνω μαθήματα αγγλικών σε βασικό επίπεδο
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Nous avons décidé de leur apprendre les bases de l'anglais. |
στα βρετανικά Αγγλικάlocution adjectivale (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Ma prof d'anglais vient de Grande-Bretagne et nous apprend donc l'orthographe de l'anglais britannique. |
αγγλικός ιδιωματισμός, βρετανικός ιδιωματισμόςnom masculin |
μπισκότο digestivenom masculin (φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.) |
της αγγλικής αργκόnom masculin (mot,...) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) "Mucker" est un mot d'argot britannique qui veut dire "ami". |
επαρχίαnom masculin pluriel (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Les gens dans les comtés ruraux anglais trouvent que trop de décisions sont prises à Londres. |
εισαγωγικάnom masculin pluriel (ουσιαστικό αρσενικό πληθυντικός: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και είτε χρησιμοποιείται μόνο στον πληθυντικό, π.χ. τα κάλαντα, είτε αναφέρεται στον πληθυντικό για την ορθή απόδοση του μεταφραζόμενου όρου.) |
Σπρίνγκερ Σπάνιελnom masculin (race de chien) (ουσιαστικό ουδέτερο άκλιτο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και δεν κλίνεται, π.χ. σάντουιτς, κομπιούτερ κλπ. Συχνά είναι ξενικής προέλευσης.) |
Βρεταννική Φαρμακοποιίαnom masculin (φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.) |
μέση αγγλική γλώσσα, αγγλική γλώσσα μέσης περιόδουnom masculin (langue) |
αγγλικό κόρνοnom masculin (μουσικό όργανο) |
Μέση Αγγλικήnom masculin (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Le manuscrit est écrit en moyen anglais. |
αφροαμερικάνικη αργκόnom masculin (États-Unis) |
Ας μάθουμε Γαλλικά
Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του anglais στο Γαλλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Γαλλικά.
Σχετικές λέξεις του anglais
Ενημερωμένες λέξεις του Γαλλικά
Γνωρίζετε για το Γαλλικά
Γαλλικά (le français) είναι μια ρομανική γλώσσα. Όπως τα ιταλικά, τα πορτογαλικά και τα ισπανικά, προέρχεται από τα δημοφιλή λατινικά, που κάποτε χρησιμοποιήθηκαν στη Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία. Ένα γαλλόφωνο άτομο ή χώρα μπορεί να ονομαστεί «γαλλόφωνος». Τα γαλλικά είναι η επίσημη γλώσσα σε 29 χώρες. Τα γαλλικά είναι η τέταρτη πιο ομιλούμενη μητρική γλώσσα στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Τα γαλλικά κατατάσσονται στην τρίτη θέση στην ΕΕ, μετά τα αγγλικά και τα γερμανικά, και είναι η δεύτερη πιο ευρέως διδασκόμενη γλώσσα μετά τα αγγλικά. Η πλειοψηφία του γαλλόφωνου πληθυσμού του κόσμου ζει στην Αφρική, με περίπου 141 εκατομμύρια Αφρικανούς από 34 χώρες και περιοχές που μπορούν να μιλούν γαλλικά ως πρώτη ή δεύτερη γλώσσα. Τα γαλλικά είναι η δεύτερη πιο ευρέως ομιλούμενη γλώσσα στον Καναδά, μετά τα αγγλικά, και οι δύο είναι επίσημες γλώσσες σε ομοσπονδιακό επίπεδο. Είναι η πρώτη γλώσσα 9,5 εκατομμυρίων ανθρώπων ή το 29% και η δεύτερη γλώσσα 2,07 εκατομμυρίων ανθρώπων ή το 6% του συνόλου του πληθυσμού του Καναδά. Σε αντίθεση με άλλες ηπείρους, τα γαλλικά δεν έχουν δημοτικότητα στην Ασία. Επί του παρόντος, καμία χώρα στην Ασία δεν αναγνωρίζει τα γαλλικά ως επίσημη γλώσσα.