Τι σημαίνει το aba στο πορτογαλικά;
Ποια είναι η σημασία της λέξης aba στο πορτογαλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του aba στο πορτογαλικά.
Η λέξη aba στο πορτογαλικά σημαίνει μπορ, πτερύγιο, καπάκι, καρτέλα, διαχωριστικό, πτυσσόμενο φύλλο, προεξοχή, Αμερικανικός Δικηγορικός Σύλλογος, βραχίονας, γείσο, γείσο, πρόστεγο, γείσωμα, ζω εις βάρος άλλου, ζω με έξοδα άλλου, με μεγάλο γείσο, εκμεταλλεύομαι την επιτυχία ή την προσπάθεια κάποιου άλλου, αυτί, αυτάκι. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.
Σημασία της λέξης aba
μπορsubstantivo feminino (γύρω γύρω) (ουσιαστικό ουδέτερο άκλιτο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και δεν κλίνεται, π.χ. σάντουιτς, κομπιούτερ κλπ. Συχνά είναι ξενικής προέλευσης.) A aba do chapéu do homem estava puído e desbotado. Το γείσο του καπέλου του άνδρα ήταν ξεφτισμένο και ξεθωριασμένο. |
πτερύγιοsubstantivo feminino (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) Simon dobrou a aba e selou o envelope. Ο Σάιμον δίπλωσε το καπάκι και σφράγισε τον φάκελο. |
καπάκιsubstantivo feminino (roupa) (καλύπτει τσέπη) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) Os bolsos estavam escondidos por abas que podiam ser abotoadas. Οι τσέπες κρύβονταν από καπάκια που μπορούσαν να κλείσουν με ένα κουμπί. |
καρτέλα(informática, navegador) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Quando trabalho, eu acho útil ter diferentes fontes que eu uso abertas em abas no meu navegador. |
διαχωριστικό(marcação) Alison abriu a aba P na sua agenda telefônica para procurar o número de Pippa. |
πτυσσόμενο φύλλοsubstantivo feminino |
προεξοχήsubstantivo feminino (caixa desmontável) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Para montar a caixa, insira as abas nos espaços correspondentes. |
Αμερικανικός Δικηγορικός Σύλλογοςsubstantivo feminino (Ordem dos Advogados dos Estados Unidos) (φράση ως ουσιαστικό αρσενικό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους, π.χ. φακός επαφής, καθηγητής φυσικής αγωγήςκλπ.) |
βραχίοναςsubstantivo feminino (επίσημο) (ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) Não se esqueça de fechar a aba da barraca depois de entrar. |
γείσοsubstantivo feminino (boné) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) Sem querer ser notado, Liam abaixou a aba do boné sobre os olhos. |
γείσο(parte de chapéu) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) |
πρόστεγο, γείσωμα(αρχιτεκτονική) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) |
ζω εις βάρος άλλου, ζω με έξοδα άλλου(informal: viver às custas dos outros) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
με μεγάλο γείσοlocução adjetiva (καπέλο) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
εκμεταλλεύομαι την επιτυχία ή την προσπάθεια κάποιου άλλουexpressão verbal (figurado, conseguir algo graças a alguém) (β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.) |
αυτί, αυτάκι(μεταφορικά: κομμάτι καπέλου) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) |
Ας μάθουμε πορτογαλικά
Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του aba στο πορτογαλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο πορτογαλικά.
Σχετικές λέξεις του aba
Ενημερωμένες λέξεις του πορτογαλικά
Γνωρίζετε για το πορτογαλικά
πορτογαλικά (português) είναι μια ρωμαϊκή γλώσσα εγγενής στην Ιβηρική χερσόνησο της Ευρώπης. Είναι η μόνη επίσημη γλώσσα της Πορτογαλίας, της Βραζιλίας, της Αγκόλας, της Μοζαμβίκης, της Γουινέας-Μπισάου, του Πράσινου Ακρωτηρίου. Τα Πορτογαλικά έχουν μεταξύ 215 και 220 εκατομμύρια φυσικούς ομιλητές και 50 εκατομμύρια ομιλητές δεύτερης γλώσσας, ήτοι συνολικά περίπου 270 εκατομμύρια. Τα πορτογαλικά συχνά αναφέρονται ως η έκτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, τρίτη στην Ευρώπη. Το 1997, μια ολοκληρωμένη ακαδημαϊκή μελέτη κατέταξε τα πορτογαλικά ως μία από τις 10 γλώσσες με τη μεγαλύτερη επιρροή στον κόσμο. Σύμφωνα με στατιστικά στοιχεία της UNESCO, τα πορτογαλικά και τα ισπανικά είναι οι ταχύτερα αναπτυσσόμενες ευρωπαϊκές γλώσσες μετά τα αγγλικά.