¿Qué significa saber en Griego?
¿Cuál es el significado de la palabra saber en Griego? El artículo explica el significado completo, la pronunciación junto con ejemplos bilingües e instrucciones sobre cómo usar saber en Griego.
La palabra saber en Griego significa ξέρω, γνωρίζω, ξέρω, ξέρω, ξέρω να κάνω κτ, έχω ιδέα, γνωρίζω στοιχειωδώς, δεν τα κάνω αυτά, ξέρω, συνειδητοποιώ, αντιλαμβάνομαι, καταλαβαίνω, γνωρίζω, ξέρω, καταλαβαίνω, γνωρίζω, ξέρω, είμαι ενήμερος, ξέρω, έχω γεύση, έχω γεύση, δηλαδή, έλα ντε! μακάρι να ήξερα!, αναρωτιέμαι, έχω πάρει χαμπάρι κπ, μου έχει δεθεί η γλώσσα κόμπος, δηλαδή, δηλαδή, για κάποιον λόγο, δηλαδή, Πού να το ξέρω;, Πού να το ξέρω εγώ;, πες μου να ξέρω, ποιος ξέρει;, παράδοση, θεωρία, γνωστό τοις πάσι, τεχνογνωσία, , σοφία που αποκτήθηκε μέσα από εμπειρίες, κάνω σκληρό παζάρι, ξέρω καναδυό πραγματάκια, ξέρω ένα δυο πράγματα, ξέρω απέξω, ξέρω πολύ καλά, ξέρω με σιγουριά, ξέρω πολύ καλά, ξέρω τι παίζει με κτ, είμαι πολύ καλός σε κτ, δεν γνωρίζω τίποτα για κτ, δεν ξέρω τίποτα για κτ, έχω ωραία γεύση, έχω την ίδια γεύση με, ενημερώνω, χάνω τα λόγια μου, ξέρω ότι δεν πρέπει να, δεν ξέρω, διαβάζω την ώρα, ξέρω κτ στα σίγουρα, δεν δέχομαι κτ με τίποτα, γνωρίζω εκ των προτέρων, μαθαίνω για κτ, προσπαθώ, προβλέπω, καταλαβαίνω ενστικτωδώς, δεν ξέρω τίποτα, δεν έχω νέα, δεν ακούω κάτι, ακούω, μαθαίνω, ακούω, μαθαίνω, καλή ερώτηση, που έχει πάρει χαμπάρι, έχω επίγνωση ότι/πως, γνωρίζω ότι/πως, ξέρω σαν την παλάμη του χεριού μου, δε θέλω να έχω καμία σχέση με, δε θέλω να έχω σχέσεις με, υποστηρίζω, ξεκινάω αμέσως, ξέρω, δεν γνωρίζω τίποτα για κτ, δεν ξέρω τίποτα για κτ, μαθαίνω κτ από κπ, ακούω κτ από κπ, πληροφορώ, ενημερώνω, ενημερώνω, ειδοποιώ, καθιστώ κάτι γνωστό σε κάποιον, έχω κτ στο νου μου, έχω κτ στο μυαλό μου, ξέρω ποια είναι η θέση μου, ξέρω τη θέση μου. Para obtener más información, consulte los detalles a continuación.
Significado de la palabra saber
ξέρω, γνωρίζω
Si tú no lo sabes, tendremos que buscar a alguien que lo sepa. Αν δεν ξέρεις εσύ, πρέπει να βρούμε κάποιον που ξέρει. |
ξέρω
Conozco la respuesta. Γνωρίζω την απάντηση. |
ξέρω
¿Está al corriente de que hemos llegado? Γνωρίζει ότι ήρθαμε; |
ξέρω να κάνω κτ
¿Sabes nadar? Ξέρεις κολύμπι; |
έχω ιδέα, γνωρίζω στοιχειωδώς
¿Sabes cuánta gente va a venir a la fiesta? |
δεν τα κάνω αυτά
¡Una vergüenza! ¡A tu edad ya lo deberías saber! |
ξέρω
Ella sabe tocar el piano. ⓘEsta oración no es una traducción de la original. Μπορεί να παίξει την Ενάτη Συμφωνία του Μπετόβεν στο πιάνο. |
συνειδητοποιώ, αντιλαμβάνομαι, καταλαβαίνω(πως, πόσο, τι, ποιος) Él no sabe cuán importante es esto para mí. Δε συνειδητοποιεί πόσο σημαντικό είναι αυτό για μένα. |
γνωρίζω, ξέρω(ότι/πως) Ya sé que estás dispuesta a irte, ¿pero podrías tenerme paciencia? Γνωρίζω (or: Ξέρω) καλά ότι θέλεις να φύγεις, μπορείς να κάνεις λίγη υπομονή σε παρακαλώ; |
καταλαβαίνω
Finalmente comprendió por qué su auto no arrancaba. Στο τέλος, κατάλαβε γιατί δεν έπαιρνε μπρος το αμάξι του. |
γνωρίζω, ξέρω, είμαι ενήμερος
|
ξέρω
Sabe de fútbol más que nadie. Ξέρει ποδόσφαιρο καλύτερα από τον καθένα. |
έχω γεύση
La tarta sabe a banana. Αυτό το κέικ έχει γεύση μπανάνας. |
έχω γεύση
Esto sabe a pollo. Αυτό έχει γεύση κοτόπουλο. |
δηλαδή
|
έλα ντε! μακάρι να ήξερα!(CR) (αργκό) - ¿Quién se comió mis galletitas? - ¡Saber! ¡Yo acabo de llegar! |
αναρωτιέμαι
Me pregunto si le interesaría comprar aquel coche de allí. Αναρωτιέμαι αν θα σας ενδιέφερε να αγοράσετε αυτό εδώ το αυτοκίνητο. |
έχω πάρει χαμπάρι κπ
Todos están fascinados con ese charlatán, ¡pero yo lo conozco! |
μου έχει δεθεί η γλώσσα κόμπος(figurado) (αργκό, μεταφορικά) |
δηλαδή
Josh siempre quiso tener éxito en la vida; específicamente, quería ser rico. Ο Τζος πάντα ήθελε να πετύχει στη ζωή του, ήθελε δηλαδή να γίνει πλούσιος. |
δηλαδή
Solo un país, esto es, China, votó contra la medida. Μόνο μια χώρα, η Κίνα δηλαδή, ψήφισε κατά του μέτρου. |
για κάποιον λόγο
Vaya a saber por qué mi computadora se cuelga cada vez que entro a Internet. |
δηλαδή
|
Πού να το ξέρω;, Πού να το ξέρω εγώ;
¿Por qué me preguntas si va a llover mañana? Yo qué sé. |
πες μου να ξέρω
¿Puedes venir a mi fiesta? ¡Házmelo saber! Μπορείς να έρθεις στο πάρτι μου; Πες μου να ξέρω! |
ποιος ξέρει;
Me pregunto por qué dijo esa cosa tan rara. ¡Vaya uno a saber! |
παράδοση
|
θεωρία(AR) |
γνωστό τοις πάσι(λόγιο: είναι) Era sabido entre los empleados que Bill tenía un problema con la bebida. Aunque Galileo fue perseguido por decirlo en el siglo XVII, ahora es sabido que la tierra gira en torno al sol. Όλοι στην εταιρεία γνώριζαν ότι ο Μπιλ αντιμετώπιζε πρόβλημα αλκοολισμού. |
τεχνογνωσία(familiar) |
|
σοφία που αποκτήθηκε μέσα από εμπειρίες
Leer... he leído muy poco en mi vida aunque he acumulado mucho saber fruto de mi vasta experiencia. |
κάνω σκληρό παζάρι
El vendedor supo negociar, pero eventualmente llegamos a un acuerdo por el precio de la vasija. |
ξέρω καναδυό πραγματάκια, ξέρω ένα δυο πράγματα(καθομιλουμένη) Después de 20 años en ese trabajo, ya sabe un par de cosas sobre la construcción. |
ξέρω απέξω
Los estudiantes tenían que saberse el poema de memoria. |
ξέρω πολύ καλά
No te hagas la tonta; ¡sabes muy bien a qué me refiero! |
ξέρω με σιγουριά
Hasta que no lo tengamos por seguro, creo que lo mejor es simplemente ser paciente. |
ξέρω πολύ καλά
Sabía perfectamente que lo que estaba haciendo era ilegal, pero eso no lo detuvo. |
ξέρω τι παίζει με κτ(καθομιλουμένη) Chloe conoce con detalle el negocio inmobiliario. |
είμαι πολύ καλός σε κτ(coloquial) Mi profesora de Historia realmente sabe de lo suyo. ¡Tiene respuesta para todo! |
δεν γνωρίζω τίποτα για κτ, δεν ξέρω τίποτα για κτ
Me da vergüenza admitirlo, pero no sé nada de literatura americana. |
έχω ωραία γεύση
|
έχω την ίδια γεύση με
|
ενημερώνω
Le haremos saber nuestra decisión después de la reunión. |
χάνω τα λόγια μου(μεταφορικά) |
ξέρω ότι δεν πρέπει να
|
δεν ξέρω
|
διαβάζω την ώρα
Tiene solo cuatro años pero ya sabe la hora. |
ξέρω κτ στα σίγουρα
Sé con certeza que ganó más de un millón de dólares el año pasado. |
δεν δέχομαι κτ με τίποτα
|
γνωρίζω εκ των προτέρων
Sabía de antemano lo que iban a tomar en el examen de matemáticas. Γνώριζα εκ των προτέρων τι θα πέσει στο διαγώνισμα των μαθηματικών. |
μαθαίνω για κτ
¿Cómo supo de nuestra empresa? Πώς έμαθες για την εταιρεία μας; Τα παιδιά μαθαίνουν για τον Μεσαίωνα στο μάθημα της ιστορίας. |
προσπαθώ(AR) |
προβλέπω
|
καταλαβαίνω ενστικτωδώς(κτ ή ότι/πως) Apenas Carmel vio la cara de Ana, supo que algo estaba mal. |
δεν ξέρω τίποτα(για κάτι ή σχετικά με κάτι) No sé nada del tema. |
δεν έχω νέα, δεν ακούω κάτι
No sé nada de Marcos desde que se mudó a Londres. |
ακούω, μαθαίνω(για ειδήσεις/νέα) ¿Te has enterado de lo del terremoto en Japón? |
ακούω, μαθαίνω(μεταφορικά) Si sé de algún nuevo trabajo, te aviso. Αν ακούσω (or: μάθω) για κάποια ελεύθερη θέση εργασίας, θα σε ενημερώσω. |
καλή ερώτηση
¿Si la amo lo suficiente como para casarme? ¡Vaya uno a saber! |
που έχει πάρει χαμπάρι(ανεπ: κπ/κτ, ότι/πως) Tom cree que es listo, pero su madre sabe de sus engaños. Ο Τομ νομίζει ότι είναι έξυπνος, αλλά η μητέρα του έχει πάρει χαμπάρι την κομπίνα του. |
έχω επίγνωση ότι/πως, γνωρίζω ότι/πως
Cuando tomé el examen, era consciente de que mis padres esperaban mucho de mí. Όταν έγραψα το διαγώνισμα, είχα επίγνωση ότι οι γονείς μου περίμεναν πολλά από μένα. |
ξέρω σαν την παλάμη του χεριού μου
Nunca me pierdo por este barrio: me lo conozco al dedillo. |
δε θέλω να έχω καμία σχέση με, δε θέλω να έχω σχέσεις με(coloquial) Desde que me robó los aros, ya no quiero saber nada con ella. |
υποστηρίζω(μεταφορικά: ρούχο) Este vestido requiere cierto porte y actitud, no todas saben llevarlo. |
ξεκινάω αμέσως(al empezar) El puesto necesita de alguien con experiencia que sepa lo que hace. |
ξέρω
Me encantaría tener mi propia línea de ropa, pero no sabría cómo. Θα μου άρεσε πολύ να φτιάχνω τα δικά μου ρούχα αλλά δεν ξέρω. |
δεν γνωρίζω τίποτα για κτ, δεν ξέρω τίποτα για κτ
A menudo se dice que la realeza no sabe nada de la vida real. |
μαθαίνω κτ από κπ, ακούω κτ από κπ
Supe por tu madre que te casas el año que viene. Μου είπε η μητέρα σου ότι παντρεύεσαι του χρόνου. |
πληροφορώ, ενημερώνω
Hazle saber nuestra posición en este asunto y pídele su opinión al respecto. |
ενημερώνω, ειδοποιώ, καθιστώ κάτι γνωστό σε κάποιον
|
έχω κτ στο νου μου, έχω κτ στο μυαλό μου
Solo se quedó poco tiempo, ya que era consciente de su necesidad de estudiar bastante antes de irse a la cama. |
ξέρω ποια είναι η θέση μου, ξέρω τη θέση μου
|
Aprendamos Griego
Entonces, ahora que sabe más sobre el significado de saber en Griego, puede aprender cómo usarlos a través de ejemplos seleccionados y cómo leerlos. Y recuerda aprender las palabras relacionadas que te sugerimos. Nuestro sitio web se actualiza constantemente con nuevas palabras y nuevos ejemplos para que pueda buscar los significados de otras palabras que no conoce en Griego.
Palabras actualizadas de Griego
¿Conoces Griego?
El griego es una lengua indoeuropea, hablada en Grecia, el oeste y el noreste de Asia Menor, el sur de Italia, Albania y Chipre. Tiene la historia registrada más larga de todos los idiomas vivos, que abarca 34 siglos. El alfabeto griego es el principal sistema de escritura para escribir griego. El griego ocupa un lugar importante en la historia del mundo occidental y del cristianismo; La literatura griega antigua ha tenido obras extremadamente importantes e influyentes en la literatura occidental, como la Ilíada y la Odýsseia. El griego es también el idioma en el que muchos textos son fundamentales en la ciencia, especialmente la astronomía, las matemáticas y la lógica, y la filosofía occidental, como los de Aristóteles. El Nuevo Testamento en la Biblia fue escrito en griego. Este idioma lo hablan más de 13 millones de personas en Grecia, Chipre, Italia, Albania y Turquía.