Τι σημαίνει το stream out στο Αγγλικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης stream out στο Αγγλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του stream out στο Αγγλικά.

Η λέξη stream out στο Αγγλικά σημαίνει ρυάκι, κύμα, ροή, σειρά, ρέω, ρεύμα, streaming, μεταδίδομαι ζωντανά, τρέχω, χωρίζω ανάλογα με τις ικανότητες, μεταδίδω ζωντανά, το Ρεύμα του Κόλπου, αεροχείμαρρος, βουνίσιο ρυάκι, ρεύμα νερού με συνεχή ροή, ροή εσόδων, ρεύμα αέρα, ρεύμα συνείδησης, ρεύμα ανθρώπων, δάκρυα που κυλούν, δάκρυα που τρέχουν, άξονας εργασίας. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης stream out

ρυάκι

noun (small river)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
A stream flows behind their house.
ⓘΑυτή η πρόταση δεν είναι μετάφραση της αγγλικής πρότασης. Η Κύπρος δεν έχει ποτάμια, μόνο χειμάρρους.

κύμα

noun (figurative (wave, series) (μεταφορικά)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
There was a stream of good news.
Υπήρχε ένα κύμα ευχάριστων ειδήσεων.

ροή, σειρά

noun (flow, uninterrupted series)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Never before had she heard such a stream of obscenities from her son's mouth.
Ποτέ ξανά δεν είχε ακούσει τέτοιον χείμαρρο βωμολοχιών από το στόμα του γιου της.

ρέω

intransitive verb (flow)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Water came streaming out of the faucet.
ⓘΑυτή η πρόταση δεν είναι μετάφραση της αγγλικής πρότασης. Το νερό που ανάβλυζε από την πηγή ήταν παγωμένο και πεντακάθαρο.

ρεύμα

noun (current flowing steadily)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
I knew the faucet was leaking because it sent a stream down the street.

streaming

noun (figurative (data: real-time audio or video)

(ουσιαστικό ουδέτερο άκλιτο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και δεν κλίνεται, π.χ. σάντουιτς, κομπιούτερ κλπ. Συχνά είναι ξενικής προέλευσης.)
The audio stream from the web radio station was cut after 20 minutes.

μεταδίδομαι ζωντανά

intransitive verb (figurative (audio, video: be delivered in real time) (μέσω διαδικτύου)

The video streamed from the website to my computer for 45 minutes.

τρέχω

(send forth a flow) (μεταφορικά)

Her eyes streamed with tears of joy.
Από τα μάτια του έτρεχαν δάκρυα χαράς.

χωρίζω ανάλογα με τις ικανότητες

transitive verb (UK (pupils: divide by ability)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
They stream the kids for maths at his school.

μεταδίδω ζωντανά

transitive verb (audio, video: deliver in real time) (μέσω διαδικτύο)

I don't have cable, but I can stream football games on my computer.

το Ρεύμα του Κόλπου

noun (Atlantic current)

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)
The Gulf Stream warms the west coast of Scotland.

αεροχείμαρρος

noun (strong west to east wind current) (είδος ανέμου)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
Weather patterns over Northern Europe might be shifting because of a change in the jet stream.

βουνίσιο ρυάκι

noun (brook in a hilly area)

ρεύμα νερού με συνεχή ροή

noun (river that flows throughout the year)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
The African Sahel has very few perennial streams; most rivers flow only in the rainy season.

ροή εσόδων

noun (method of income)

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)

ρεύμα αέρα

noun (wind: flow, jet)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
I opened the window and a stream of air rushed into the room.

ρεύμα συνείδησης

noun (unpunctuated prose)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Virginia Woolf is renowned for using stream of consciousness in her novels.

ρεύμα ανθρώπων

noun (figurative (continuous rush of people)

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)
A steady stream of people came out of the stadium.

δάκρυα που κυλούν, δάκρυα που τρέχουν

noun (figurative (flowing tears)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
You could see the stream of tears on her face.

άξονας εργασίας

noun (flow of tasks carried out)

(φράση ως ουσιαστικό αρσενικό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους, π.χ. φακός επαφής, καθηγητής φυσικής αγωγήςκλπ.)

Ας μάθουμε Αγγλικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του stream out στο Αγγλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Αγγλικά.

Γνωρίζετε για το Αγγλικά

Τα αγγλικά προέρχονται από γερμανικές φυλές που μετανάστευσαν στην Αγγλία και έχουν εξελιχθεί σε μια περίοδο άνω των 1.400 ετών. Τα αγγλικά είναι η τρίτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, μετά τα κινέζικα και τα ισπανικά. Είναι η πιο μαθημένη δεύτερη γλώσσα και η επίσημη γλώσσα σχεδόν 60 κυρίαρχων χωρών. Αυτή η γλώσσα έχει μεγαλύτερο αριθμό ομιλητών ως δεύτερη και ξένη γλώσσα από τους μητρικούς ομιλητές. Τα αγγλικά είναι επίσης η επίσημη γλώσσα των Ηνωμένων Εθνών, της Ευρωπαϊκής Ένωσης και πολλών άλλων διεθνών και περιφερειακούς οργανισμούς. Σήμερα, οι αγγλόφωνοι σε όλο τον κόσμο μπορούν να επικοινωνούν με σχετική ευκολία.