Τι σημαίνει το medical doctor στο Αγγλικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης medical doctor στο Αγγλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του medical doctor στο Αγγλικά.

Η λέξη medical doctor στο Αγγλικά σημαίνει ιατρικός, ιατρικός, ιατρική εξέταση, υπηρεσία έκτακτης ιατρικής βοήθειας, υπηρεσία πρώτων βοηθειών, Τεχνικός Επείγουσας Ιατρικής, πρώτες βοήθειες, διασώστης, διασώστρια, φοιτητής ιατρικής, φοιτήτρια ιατρικής, ασφάλεια υγείας, ιατρική βοήθεια, ιατρική βοήθεια, πρώτες βοήθειες, παραϊατρικός υπάλληλος, νοσοκόμος, ιατρική παρακολούθηση, γιατρός-αυθεντία, υγειονομικές αρχές, κόστος περίθαλψης, κόστος ιατρικής περίθαλψης, ιατρική περίθαλψη, ιατρικό κέντρο, ιατρικές εγκαταστάσεις, ιατρική γνωμάτευση, ιατρική βεβαίωση, ιατρική βεβαίωση ασθενείας, διοικητικός υπάλληλος νοσοκομείου, ιατρική κατάσταση, ιατρικός σύμβουλος, ιατρικό συνέδριο, πτυχίο ιατρικής, ιατρική διάγνωση, ιατρικός φάκελος, επείγον ιατρικό περιστατικό, ιατρικός εξοπλισμός, κώδικας ιατρικής δεοντολογίας, ιατρική εξέταση, ιατρική εξέταση, ιατρικά έξοδα, ιατρικό έντυπο, ιατρικό ιστορικό, ιατρικό όργανο, ιατρικά ασφάλιστρα, ιατροδικαστική εξέταση, ιατροδικαστική έρευνα, ιατρικό περιοδικό, αστική ευθύνη γιατρού, αστική ευθύνη ιατρού, ιατρικό λάθος, κλινική, ιατρείο, ιατρός, ιατρικά ασφάλιστρα, ιατρική πράξη, επαγγελματίας στον χώρο της υγείας, επαγγελματίας του τομέα υγείας, ιατρικός φάκελος, παραπεμπτικό, ιατρική γνωμάτευση, Συμβούλιο Ιατρικών Ερευνών, υπηρεσία αντιμετώπισης επειγόντων περιστατικών, ιατρική σχολή, ιατρική επιστήμη, ιατρικός ερευνητής, φοιτητής ιατρικής, φοιτήτρια ιατρικής, ιατρικά υλικά, ιατρικός τεχνολογικός εξοπλισμός, ιατρική εξέταση, ιατρική παρακολούθηση, θεραπεία, δήλωση αποποίησης ιατρικής ευθύνης, περιπατητήρας, συγγραφέας ιατρικών κειμένων, Συμβούλιο Ιατρικής Έρευνας. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης medical doctor

ιατρικός

adjective (relating to medicine)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
The herb has a few medical applications.
Το βότανο έχει μερικές ιατρικές εφαρμογές.

ιατρικός

adjective (treatable by medicine)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
The patient suffered from a few medical problems.
Ο ασθενής είχε μερικά ιατρικά προβλήματα.

ιατρική εξέταση

noun (informal, abbreviation (physical examination)

The patient had to have a medical done by the doctor.
Ο ασθενής έπρεπε να υποβληθεί σε εξέταση από τον γιατρό.

υπηρεσία έκτακτης ιατρικής βοήθειας, υπηρεσία πρώτων βοηθειών

noun (often plural (paramedics)

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)

Τεχνικός Επείγουσας Ιατρικής

noun (paramedic)

(φράση ως ουσιαστικό αρσενικό/θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού ή θηλυκού γένους, π.χ. πολιτικός μηχανικός, Διευθύνων Σύμβουλος κλπ.)

πρώτες βοήθειες

noun (initialism (emergency medical service)

διασώστης, διασώστρια

noun (initialism (emergency medical technician)

(ουσιαστικό αρσενικό, ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού και θηλυκού γένους. Αναφέρονται αμφότερα καθώς ο ξενόγλωσσος όρος αναφέρεται και στα δύο γένη.)

φοιτητής ιατρικής, φοιτήτρια ιατρικής

noun (US, informal, abbreviation (medical student)

James is a med student at the University of Central Florida.

ασφάλεια υγείας

noun (insurance for medical care)

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)
Medical aid will cover the cost of any medicines you need.

ιατρική βοήθεια

noun (emergency medical help)

The charity is providing medical aid for victims of the flood.

ιατρική βοήθεια, πρώτες βοήθειες

noun (first aid)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Call an ambulance! This man needs medical assistance.

παραϊατρικός υπάλληλος

noun (medical support worker)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
The medical assistant helped the doctor put a cast on the patient's leg.

νοσοκόμος

noun (paramedic or first aider)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)

ιατρική παρακολούθηση

noun (assistance of a medical professional)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

γιατρός-αυθεντία

noun (expert in medicine)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
She is the world medical authority on infant nervous disorders.

υγειονομικές αρχές

noun (professional healthcare association)

κόστος περίθαλψης, κόστος ιατρικής περίθαλψης

noun (invoice for healthcare received)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
His hospital stay was short, but the medical bill was very long.

ιατρική περίθαλψη

noun (treatment by a medical professional)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
The local clinic provides top notch medical care.

ιατρικό κέντρο

noun (health clinic)

You can get advice on contraception at the medical centre.

ιατρικές εγκαταστάσεις

noun (area with health facilities)

The medical center included the hospital and the outlying buildings housed the doctor's private practices.

ιατρική γνωμάτευση, ιατρική βεβαίωση

noun (documentation of a physical exam)

ιατρική βεβαίωση ασθενείας

noun (doctor's note excusing [sb] from work)

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)

διοικητικός υπάλληλος νοσοκομείου

noun (hospital administrative assistant)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

ιατρική κατάσταση

noun (illness, disease, disorder)

ιατρικός σύμβουλος

noun (healthcare advisor)

ιατρικό συνέδριο

noun (conference of healthcare professionals)

πτυχίο ιατρικής

noun (university qualification for doctors)

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)
Our daughter just received her medical degree.

ιατρική διάγνωση

noun (identifying a disease)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
She had many different symptoms so the medical diagnosis wasn't easy.

ιατρικός φάκελος

noun (healthcare papers)

επείγον ιατρικό περιστατικό

noun (illness or injury needing urgent treatment)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
In case of a medical emergency, please call a doctor immediately.

ιατρικός εξοπλισμός

noun (doctor's or nurse's supplies)

κώδικας ιατρικής δεοντολογίας

noun (code of moral conduct within medicine)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
The code of medical ethics is strictly enforced to protect the rights of patients.

ιατρική εξέταση

noun (colloquial, abbreviation (medical examination)

ιατρική εξέταση

noun (physical inspection by doctor)

All boys are given a medical examination before starting military service.

ιατρικά έξοδα

plural noun (charges for healthcare)

ιατρικό έντυπο

noun (document giving permission for healthcare) (έγγραφο)

ιατρικό ιστορικό

noun ([sb]'s past health problems)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
The doctor carefully studied the patient's medical history.

ιατρικό όργανο

noun (device: for physical exam)

The medical instruments were neatly laid out on a tray before the surgery.

ιατρικά ασφάλιστρα

noun (payment policy for healthcare)

My monthly medical insurance premium is over half my monthly pension.

ιατροδικαστική εξέταση, ιατροδικαστική έρευνα

noun (forensic examination)

ιατρικό περιοδικό

noun (periodical for healthcare professionals)

αστική ευθύνη γιατρού, αστική ευθύνη ιατρού

noun (law: malpractice) (νομικός όρος)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

ιατρικό λάθος

noun (misconduct by a healthcare professional)

κλινική

noun (US (health clinic)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

ιατρείο

noun (doctor's business)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
His medical practice was a short distance from the hospital.

ιατρός

noun (doctor)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
Please see your Primary care physician or other Medical Practitioner.

ιατρικά ασφάλιστρα

noun (insurance paid for healthcare)

ιατρική πράξη

noun (any medical test, treatment, etc.)

επαγγελματίας στον χώρο της υγείας, επαγγελματίας του τομέα υγείας

noun (healthcare worker: doctor, nurse, etc.)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Sometimes you have to see a medical professional instead of trying to treat yourself.

ιατρικός φάκελος

noun (often plural (documentation of healthcare history)

παραπεμπτικό

noun (form authorizing [sb] to be treated) (από γιατρό)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
This form authorizes medical release for a child.

ιατρική γνωμάτευση

noun (doctor's written assessment)

According to the medical report, Tariq suffered a broken ankle in the accident.

Συμβούλιο Ιατρικών Ερευνών

noun (UK (government body)

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)

υπηρεσία αντιμετώπισης επειγόντων περιστατικών

noun (emergency ambulance service)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

ιατρική σχολή

noun (university where medical degrees are taught)

I want to be a doctor so I will have to spend many years at medical school. What med school did your doctor graduate from?
Θέλω να γίνω γιατρός και έτσι θα περάσω πολλά χρόνια στην ιατρική σχολή. Από ποια ιατρική σχολή αποφοίτησε ο γιατρός σου;

ιατρική επιστήμη

noun (branch of knowledge: health)

The discovery of penicillin was a miracle of medical science.

ιατρικός ερευνητής

noun (biologist: studies disease)

φοιτητής ιατρικής, φοιτήτρια ιατρικής

noun (trainee doctor)

ιατρικά υλικά

plural noun (first-aid or hospital equipment)

ιατρικός τεχνολογικός εξοπλισμός

noun (machinery used in healthcare)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

ιατρική εξέταση

noun (diagnostic exam or procedure)

ιατρική παρακολούθηση, θεραπεία

noun (attention of a medical professional)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
The crash survivors required medical treatment.

δήλωση αποποίησης ιατρικής ευθύνης

noun (doctor's release document) (νομική)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

περιπατητήρας

noun (wheeled frame to assist mobility)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)

συγγραφέας ιατρικών κειμένων

noun (author of health or pharmaceutical documents)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

Συμβούλιο Ιατρικής Έρευνας

noun (UK, initialism (Medical Research Council)

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)

Ας μάθουμε Αγγλικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του medical doctor στο Αγγλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Αγγλικά.

Γνωρίζετε για το Αγγλικά

Τα αγγλικά προέρχονται από γερμανικές φυλές που μετανάστευσαν στην Αγγλία και έχουν εξελιχθεί σε μια περίοδο άνω των 1.400 ετών. Τα αγγλικά είναι η τρίτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, μετά τα κινέζικα και τα ισπανικά. Είναι η πιο μαθημένη δεύτερη γλώσσα και η επίσημη γλώσσα σχεδόν 60 κυρίαρχων χωρών. Αυτή η γλώσσα έχει μεγαλύτερο αριθμό ομιλητών ως δεύτερη και ξένη γλώσσα από τους μητρικούς ομιλητές. Τα αγγλικά είναι επίσης η επίσημη γλώσσα των Ηνωμένων Εθνών, της Ευρωπαϊκής Ένωσης και πολλών άλλων διεθνών και περιφερειακούς οργανισμούς. Σήμερα, οι αγγλόφωνοι σε όλο τον κόσμο μπορούν να επικοινωνούν με σχετική ευκολία.