Τι σημαίνει το lua στο Ρουμάνος;
Ποια είναι η σημασία της λέξης lua στο Ρουμάνος; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του lua στο Ρουμάνος.
Η λέξη lua στο Ρουμάνος σημαίνει μπουχτίζω, βαριέμαι, κουράζομαι, ξύλο, Παράτα...!, αγανακτισμένος, ξανά από την αρχή, ζαλισμένος, συγχυσμένος, αγνόησε το, άστο, αδιαφόρησε, απόφαση, δεύτερη ευκαιρία, παίρνω μια απόφαση, αποχαιρετώ, χαιρετώ, λέω αντίο, παρακολουθώ μαθήματα, παίρνω την πρωτοβουλία, αναλαμβάνω την πρωτοβουλία, σχηματίζομαι, παίρνω μορφή, τρώω μεσημεριανό, παίρνω άδεια, αναλαμβάνω την ευθύνη, αρκετός, επιπλήττω, αρχίζω να τρέχω, προτού δοθεί το σήμα εκκίνησης, ορμώ σαν βολίδα κάπου, δέχομαι επίθεση, μου στρίβει, εκμυστηρεύομαι κτ σε κπ, εξομολογούμαι κτ σε κπ, επικοινωνώ με κπ, υπεκφεύγω, αποχαιρετώ, , έρχομαι σε επαφή με, βγαίνω εκτός ελέγχου, βγάλε κτ/κπ από το μυαλό σου, νικάω, νικώ, κάνω έναν περίπατο, πάω έναν περίπατο, καίγομαι, πιάνομαι στα χέρια με κπ, έρχομαι στα χέρια με κπ, συμμετέχω σε κτ, τσακώνομαι, μου έρχονται όλα έυκολα, γελάω στα μούτρα κπ, συνηθίζω να κάνω κτ, πλακώνομαι, πλακώνομαι με κπ, εκφράζω την άποψή μου, λαμβάνω υπόψη, λαμβάνω υπόψη μου, αντικαθιστώ, παίρνω τα μέτρα μου, παίρνω σαφή μορφή, παίρνω μορφή, παίρνω το νόμο στα χέρια μου, επιτρέπεται να κάνω κτ, παίρνω τα όπλα, αγωνίζομαι, συναγωνίζομαι, τρώω, αρπάζω κρύωμα, παίρνω το τρένο, αρπάζω φωτιά, πιάνω φωτιά, κρύβομαι σε κτ, ναυαγώ, πάω κατά διαόλου, αποτυγχάνω, αποφασίζω,λαμβάνω απόφαση, φτάνω στο τέλος,καταλήγω, δίνω μάχη, ακολουθώ, αντιγράφω, τρώω ξύλο, απογειώνομαι, παίρνω κάτι με το μαλακό, δεν παίρνω τοις μετρητοίς, τη λέω σε κπ, τα χώνω σε κπ, τσακώνομαι, μου σηκώνεται η τρίχα, το κόβω με τα πόδια, προβλέπω, απαλλάσσω, πάω διακοπές, πιάνω δουλειά, απογειώνομαι, αρχίζω την πτήση, θεωρώ κπ/κτ δεδομένο, παίρνω κπ/κτ για δεδομένο, σχηματίζομαι, παίρνω σχήμα, παρακολουθώ μαθήματα, παίρνω θάρρος, παίρνω προληπτικά μέτρα, πιστέυω, αντικαθιστώ, παίρνω την θέση, χρεώνομαι το φταίξιμο, το βάζω στα πόδια, απογειώνομαι, ανησυχώ για κτ/κπ, κουράστηκα, μπούχτισα, σιχάθηκα, βαρέθηκα, τρώω βραδινό, τρώω μεσημεριανό, κοιμάμαι, αποκοιμιέμαι, τρώω πρωινό, αναλαμβάνω δράση, συμμετέχω, τα παίζω, περνάω την εξέταση, πάω διακοπές, παίρνω ώρα, παίρνω χρόνο, παίρνω ό,τι έμεινε, αναθέτω την επιμέλεια κπ στην πρόνοια, παίρνω το αίμα μου πίσω. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.
Σημασία της λέξης lua
μπουχτίζω, βαριέμαι, κουράζομαι(με κάτι, από κάτι) După atâta zăpadă, sunt sătulă de iarnă! Μετά από όλο αυτό το χιόνι μπούχτισα από τον χειμώνα! |
ξύλο(καθομιλουμένη, μτφ) |
Παράτα...!(κάποιον) Fir-ar să fie! De ce trebuia să plouă tocmai azi? ⓘAceastă propoziţie nu este o traducere a propoziţiei englezeşti. Γαμησέ τον! Είναι πολύ μαλάκας! |
αγανακτισμένος
Φαίνεσαι αγανακτισμένος. Τι συμβαίνει; |
ξανά από την αρχή
|
ζαλισμένος, συγχυσμένος(figurat) Το κεφάλι μου γυρίζει όποτε σκέφτομαι πόση δουλειά έχω να κάνω. |
αγνόησε το, άστο, αδιαφόρησε
Μην σε ανησυχεί. Αγνόησε το (or: Άστο)! |
απόφαση
A luat o hotărâre (or: decizie) în privința cumpărării mașinii? Πήρε την απόφαση ν' αγοράσει το αυτοκίνητο; |
δεύτερη ευκαιρία(μεταφορικά) |
παίρνω μια απόφαση
ⓘAceastă propoziţie nu este o traducere a propoziţiei englezeşti. Δεν μπορούσαμε να συμφωνήσουμε που θα φάμε, έτσι έπρεπε να πάρω εγώ την απόφαση. |
αποχαιρετώ, χαιρετώ, λέω αντίο
|
παρακολουθώ μαθήματα
|
παίρνω την πρωτοβουλία, αναλαμβάνω την πρωτοβουλία
|
σχηματίζομαι, παίρνω μορφή
|
τρώω μεσημεριανό
ⓘAceastă propoziţie nu este o traducere a propoziţiei englezeşti. Ας πάμε να φάμε μεσημεριανό στο καινούριο εστιατόριο. Να φάμε μεσημεριανό πριν τη συνάντηση; |
παίρνω άδεια(από τη δουλειά) ⓘAceastă propoziţie nu este o traducere a propoziţiei englezeşti. Παίρνω άδεια για να δω φίλους που δεν έχω δει εδώ και χρόνια. Πήρε άδεια για να πάει διακοπές στη Μαδρίτη. |
αναλαμβάνω την ευθύνη
|
αρκετός(figurat) |
επιπλήττω
Antrenorul i-a luat la rost pentru că au jucat prost. |
αρχίζω να τρέχω, προτού δοθεί το σήμα εκκίνησης(sport) (σε αγώνα δρόμου) Ο δρομέας άρχισε να τρέχει, προτού δοθεί το σήμα εκκίνησης, και όλοι οι δρομείς έπρεπε να ξεκινήσουν εκ νέου τον αγώνα. |
ορμώ σαν βολίδα κάπου(καθομιλουμένη) Ο σκύλος μ' ένα σάλτο βρέθηκε στην πόρτα του κήπου, αλλά τον έπιασα, προτού βγει στον δρόμο. |
δέχομαι επίθεση
|
μου στρίβει(μεταφορικά) Με αυτές τις ανιαρές εργασίες θα μου στρίψει καμιά μέρα. |
εκμυστηρεύομαι κτ σε κπ, εξομολογούμαι κτ σε κπ
|
επικοινωνώ με κπ
|
υπεκφεύγω
|
αποχαιρετώ
|
|
έρχομαι σε επαφή με
|
βγαίνω εκτός ελέγχου
|
βγάλε κτ/κπ από το μυαλό σου
|
νικάω, νικώ(μεταφορικά) |
κάνω έναν περίπατο, πάω έναν περίπατο
Η Ίμοτζεν πήγε μια βόλτα για να πάρει λίγο φρέσκο αέρα. |
καίγομαι
|
πιάνομαι στα χέρια με κπ, έρχομαι στα χέρια με κπ
|
συμμετέχω σε κτ
|
τσακώνομαι
|
μου έρχονται όλα έυκολα
Ο κόσμος πιστεύει πως όλα έρχονται εύκολα σε όσους έχουν γεννηθεί πλούσιοι. |
γελάω στα μούτρα κπ
|
συνηθίζω να κάνω κτ
|
πλακώνομαι(αργκό) Οι ομάδες χόκεϊ πλακώθηκαν για τα καλά χτες το βράδυ. Μερικά από τα παιδιά γύρισαν σπίτι με λιγότερα δόντια. |
πλακώνομαι με κπ(αργκό) |
εκφράζω την άποψή μου
|
λαμβάνω υπόψη, λαμβάνω υπόψη μου
|
αντικαθιστώ
|
παίρνω τα μέτρα μου
|
παίρνω σαφή μορφή, παίρνω μορφή
|
παίρνω το νόμο στα χέρια μου
|
επιτρέπεται να κάνω κτ
Μου επιτρέπεται να σας λέω Μάρτα; Δεν ήσουν εδώ όταν ήρθε ο σερβιτόρος και πήρα την πρωτοβουλία να παραγγείλω εγώ για σένα. |
παίρνω τα όπλα
|
αγωνίζομαι, συναγωνίζομαι
|
τρώω
|
αρπάζω κρύωμα
|
παίρνω το τρένο
|
αρπάζω φωτιά, πιάνω φωτιά
|
κρύβομαι σε κτ
|
ναυαγώ, πάω κατά διαόλου, αποτυγχάνω(ΗΒ, αργκό) |
αποφασίζω,λαμβάνω απόφαση
|
φτάνω στο τέλος,καταλήγω
|
δίνω μάχη(figurat) |
ακολουθώ, αντιγράφω(μεταφορικά) |
τρώω ξύλο(καθομιλουμένη) Από το μαυρισμένο του μάτι και τη ματωμένη μύτη όλοι κατάλαβαν ότι έφαγε ξύλο. |
απογειώνομαι(μεταφορικά) |
παίρνω κάτι με το μαλακό(μεταφορικά) |
δεν παίρνω τοις μετρητοίς
|
τη λέω σε κπ, τα χώνω σε κπ(αργκό) |
τσακώνομαι
|
μου σηκώνεται η τρίχα(μεταφορικά) |
το κόβω με τα πόδια(ανεπίσημο, μτφ) |
προβλέπω
|
απαλλάσσω(από βάρος, φορτίο) |
πάω διακοπές
|
πιάνω δουλειά
|
απογειώνομαι, αρχίζω την πτήση
|
θεωρώ κπ/κτ δεδομένο, παίρνω κπ/κτ για δεδομένο
Τα παιδιά συχνά θεωρούν τους γονείς τους δεδομένους. |
σχηματίζομαι, παίρνω σχήμα
|
παρακολουθώ μαθήματα
|
παίρνω θάρρος(με κπ) |
παίρνω προληπτικά μέτρα
|
πιστέυω
|
αντικαθιστώ, παίρνω την θέση
|
χρεώνομαι το φταίξιμο(αργκό) |
το βάζω στα πόδια(μεταφορικά) |
απογειώνομαι
|
ανησυχώ για κτ/κπ
|
κουράστηκα, μπούχτισα, σιχάθηκα, βαρέθηκα(να κάνω κτ) Με κούρασε η γκρίνια του. Έχω βαρεθεί να βλέπω τις παύλες να χρησιμοποιούνται με λάθος τρόπο. |
τρώω βραδινό
|
τρώω μεσημεριανό
|
κοιμάμαι, αποκοιμιέμαι
Δεν μπορεί να με πάρει ο ύπνος με όλο αυτό τον θόρυβο. |
τρώω πρωινό
|
αναλαμβάνω δράση
Δεν μπορούμε απλά να αγνοήσουμε την κατάσταση, πρέπει να αναλάβουμε δράση. |
συμμετέχω
Έλα μαζί μας στην πρόβα απόψε αν θέλεις να συμμετάσχεις. |
τα παίζω(αργκό, μεταφορικά) |
περνάω την εξέταση
|
πάω διακοπές(φεύγω από το σπίτι μου) |
παίρνω ώρα, παίρνω χρόνο(μεταφορικά) |
παίρνω ό,τι έμεινε
|
αναθέτω την επιμέλεια κπ στην πρόνοια
|
παίρνω το αίμα μου πίσω(μεταφορικά) |
Ας μάθουμε Ρουμάνος
Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του lua στο Ρουμάνος, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Ρουμάνος.
Ενημερωμένες λέξεις του Ρουμάνος
Γνωρίζετε για το Ρουμάνος
Τα ρουμανικά είναι μια γλώσσα που ομιλείται από 24 έως 28 εκατομμύρια ανθρώπους, κυρίως στη Ρουμανία και τη Μολδαβία. Είναι η επίσημη γλώσσα στη Ρουμανία, τη Μολδαβία και την Αυτόνομη Επαρχία της Βοϊβοντίνα της Σερβίας. Υπάρχουν επίσης ρουμανόφωνοι σε πολλές άλλες χώρες, ιδίως στην Ιταλία, την Ισπανία, το Ισραήλ, την Πορτογαλία, το Ηνωμένο Βασίλειο, τις Ηνωμένες Πολιτείες, τον Καναδά, τη Γαλλία και τη Γερμανία.