Τι σημαίνει το larger στο Αγγλικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης larger στο Αγγλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του larger στο Αγγλικά.

Η λέξη larger στο Αγγλικά σημαίνει μεγάλος, μεγάλος, μεγάλος, μεγάλος, μεγαλόσωμος, παχύς, χοντρός, μεγάλος, πρεσβευτής, γενικά, συνολικά, ασύλληπτος, γενικών καθηκόντων, γενικά, ευρύτερη κοινότητα, XL, πολύ μεγάλος, ο μισός από κτ, γενικά, συνολικά, πολύ, μεγάλη ποσότητα, με σάρκα και οστά, μεγάλο πλήθος, μεγάλη οικογένεια, μεγάλη καρδιά, παχύ έντερο, μεγάλο ποσό, μεγάλος αριθμός, εύσωμο/παχύ άτομο, μεγάλης κλίμακας, μεγάλο μέγεθος, μέγεθος large, μεγάλο ποσό, σημαντικό ποσό, γενναιόδωρος, ανοιχτοχέρης, απλοχέρης, γαλαντόμος, μεγαλόστομο λαβράκι, καραδοκώ, παραμονεύω, σε μεγάλη κλίμακα, σε ευρεία κλίμακα, ευρύ κοινό, σε μεγάλο βαθμό. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης larger

μεγάλος

adjective (big)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
They bought a large house.
Αγόρασαν ένα μεγάλο σπίτι.

μεγάλος

noun (shirt size)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
I usually wear a large.
Συνήθως φοράω large.

μεγάλος

adjective (comprehensive)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
It is a large dictionary, covering thousands of words.
Είναι μεγάλο λεξικό που καλύπτει χιλιάδες λέξεις.

μεγάλος

adjective (large-scale)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
This is a very large project, which will affect hundreds of people.
Πρόκειται για ένα μεγάλο έργο που θα επηρεάσει εκατοντάδες ανθρώπους.

μεγαλόσωμος

adjective (person: big) (ύψος και βάρος: μεγάλο)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Most pro basketball players are very large.
Οι περισσότεροι επαγγελματίες είναι μεγαλόσωμοι.

παχύς, χοντρός

adjective (person: fat)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
He has put on weight, and is now quite large.
Έβαλε κιλά και είναι πλέον αρκετά χοντρός (or: παχύς).

μεγάλος

adverb (exaggeratedly) (λόγια, κουβέντες)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
He likes to talk large, but I think he exaggerates.
Του αρέσει να λέει μεγάλα λόγια, αλλά νομίζω ότι υπερβάλλει.

πρεσβευτής

noun (diplomatic envoy)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)

γενικά, συνολικά

adverb (as a whole, in general)

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
Proceeds from the fundraiser will benefit the school and the community at large.

ασύλληπτος

adjective (escaped)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
The murderer is still at large.
Ο δολοφόνος παραμένει ακόμα ασύλληπτος.

γενικών καθηκόντων

adjective (role: free-ranging)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Besides the chair and treasurer, the board also includes five members at large.
Εκτός από τον πρόεδρο και τον ταμία, το συμβούλιο περιλαμβάνει επίσης πέντε μέλη γενικών καθηκόντων.

γενικά

adverb (in general, on the whole)

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
Not everything about my job is good, but by and large, I enjoy it.
Δεν είναι τα πάντα ρόδινα στη δουλειά μου, αλλά γενικά μου αρέσει.

ευρύτερη κοινότητα

noun (everyone in area)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
The community at large is asking the police to do something about the rising crime rate.

XL

adjective (clothing: XL, outsize)

(άκλιτο επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.κυριλέ ντύσιμο, γκρι μαλλιά κλπ, και δεν αλλάζει ανάλογα με το γένος. Συχνά είναι ξενικής προέλευσης.)

πολύ μεγάλος

adjective (serving of pizza, etc.: big)

(φράση ως επίθετο ή επιθετικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ. άτομο υψηλής νοημοσύνης, άριστης ποιότητας υλικά κλπ.)

ο μισός από κτ

expression (half the size of)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
The skull of this primitive human ancestor was nearly half as large as that of modern humans.
Το κρανίο αυτού του προγόνου του ανθρώπου είχε σχεδόν το μισό μέγεθος από αυτό του σύγχρονου ανθρώπου.

γενικά, συνολικά

expression (from a broad point of view)

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
If the problem is seen in large, then the solution becomes obvious.

πολύ, μεγάλη ποσότητα

noun (a lot)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
I am unable to buy a new house since I have such a large amount of debt.

με σάρκα και οστά

expression (informal (in person, physically present) (μεταφορικά)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

μεγάλο πλήθος

noun (big gathering or huddle of people)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
A large crowd had gathered to watch the street artist.

μεγάλη οικογένεια

noun (family with many children)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
As the oldest child in a very large family she never wanted kids of her own.

μεγάλη καρδιά

noun (figurative (generous nature) (μεταφορικά)

She's known for helping people in trouble; she has a large heart. The hospital volunteers have large hearts.

παχύ έντερο

noun (lower part of the gut)

A section of his large intestine was removed in the operation.
Κατά την επέμβαση αφαιρέθηκε τμήμα του παχέος εντέρου του.

μεγάλο ποσό

noun (considerable amount)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
All tickets were sold out so a large number of fans had to watch the match on the big screens outside of the stadium.

μεγάλος αριθμός

noun (high numeral)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
It is difficult to multiply large numbers together in your head.

εύσωμο/παχύ άτομο

noun ([sb] fat or ample)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
He's a large person and has difficulty finding clothes to fit him.

μεγάλης κλίμακας

adjective (big, extensive)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
There was a large-scale protest against the Iraq war in Washington, DC.

μεγάλο μέγεθος

noun (big dimensions)

The large size of that vehicle makes it difficult to fit into an ordinary parking spot. Because of his large size, it is difficult to find ready-made clothes that fit him.

μέγεθος large

noun (clothing: plus size, outsize)

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)
The jacket is available in large size.

μεγάλο ποσό, σημαντικό ποσό

noun (considerable amount of money) (χρηματικό)

His grandfather died and left him a large sum of money.

γενναιόδωρος, ανοιχτοχέρης, απλοχέρης, γαλαντόμος

adjective (generous)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

μεγαλόστομο λαβράκι

noun (fish)

καραδοκώ, παραμονεύω

verbal expression (seem threatening, imminent) (μεταφορικά)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
The students were unable to enjoy their vacation because final exams loomed large.

σε μεγάλη κλίμακα, σε ευρεία κλίμακα

adverb (to a great extent)

(φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.)
Stopping climate change will require action on a large scale.

ευρύ κοινό

noun (general public)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

σε μεγάλο βαθμό

adverb (greatly)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Humans share the DNA of chimpanzees to a large extent.

Ας μάθουμε Αγγλικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του larger στο Αγγλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Αγγλικά.

Σχετικές λέξεις του larger

Γνωρίζετε για το Αγγλικά

Τα αγγλικά προέρχονται από γερμανικές φυλές που μετανάστευσαν στην Αγγλία και έχουν εξελιχθεί σε μια περίοδο άνω των 1.400 ετών. Τα αγγλικά είναι η τρίτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, μετά τα κινέζικα και τα ισπανικά. Είναι η πιο μαθημένη δεύτερη γλώσσα και η επίσημη γλώσσα σχεδόν 60 κυρίαρχων χωρών. Αυτή η γλώσσα έχει μεγαλύτερο αριθμό ομιλητών ως δεύτερη και ξένη γλώσσα από τους μητρικούς ομιλητές. Τα αγγλικά είναι επίσης η επίσημη γλώσσα των Ηνωμένων Εθνών, της Ευρωπαϊκής Ένωσης και πολλών άλλων διεθνών και περιφερειακούς οργανισμούς. Σήμερα, οι αγγλόφωνοι σε όλο τον κόσμο μπορούν να επικοινωνούν με σχετική ευκολία.