Τι σημαίνει το huye στο ισπανικά;
Ποια είναι η σημασία της λέξης huye στο ισπανικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του huye στο ισπανικά.
Η λέξη huye στο ισπανικά σημαίνει το βάζω στα πόδια, την κάνω, την κοπανάω, δραπετεύω, ξεφεύγω, γλυτώνω, γλιτώνω, υποχωρώ, απομακρύνομαι, αποφεύγω, το βάζω στα πόδια, το σκάω, Τρέχα!, τρέχω, τρέπομαι σε φυγή, φεύγω, δραπετεύω, διαφεύγω, βγαίνω, αυτομολώ, το σκάω, το βάζω στα πόδια, εξαφανίζομαι, φεύγω αθόρυβα, φεύγω αθόρυβα, φεύγω παίρνοντας μαζί μου, αποφεύγω, αποφεύγω να κάνω κτ, φεύγω από τον τόπο, αποφεύγω κπ/κτ όπως ο διάολος το λιβάνι, απομακρύνω το βλέμμα, κοιτάω αλλού, φεύγω/απομακρύνομαι γρήγορα, βγαίνω, δραπετεύω, δεν εμφανίζομαι στη δική, αφού απελευθερώθηκα με εγγύηση, τρέπομαι σε φυγή, δραπετεύω, δραπετεύω, ξεφεύγω, διαφεύγω, φεύγω από το σπίτι, απομακρύνομαι από κτ/κπ, ξεφεύγω, ξεφεύγω, την κάνω, το σκάω με κπ, ξεφεύγω από κτ/κπ, οπισθοχώρηση. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.
Σημασία της λέξης huye
το βάζω στα πόδιαverbo intransitivo (μεταφορικά) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Soldado que huye, sirve para otra guerra. |
την κάνω, την κοπανάωverbo intransitivo (καθομιλουμένη) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Los delincuentes bajaron del auto y huyeron a pie. Οι εγκληματίες εγκατέλειψαν το όχημά τους και το έσκασαν πεζοί. |
δραπετεύω, ξεφεύγω, γλυτώνω, γλιτώνω
(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Huyó antes de que la policía pudiera detenerlo. Ξέφυγε πριν μπορέσει να τον συλλάβει η αστυνομία. Οι άνθρωποι γλίτωσαν (or: ξέφυγαν) από το λιοντάρι που δραπέτευσε από τον ζωολογικό κήπο. |
υποχωρώ, απομακρύνομαι(λόγω ντροπής) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) El gato huyó cuando traté de acariciar su cabeza. |
αποφεύγωverbo intransitivo (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Puedes huir de tus problemas, pero eso no los va a resolver. |
το βάζω στα πόδια, το σκάω(asustado) (καθομιλουμένη, μεταφορικά) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
Τρέχα!
(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) |
τρέχω
(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) ¡Huyan y pónganse a salvo! |
τρέπομαι σε φυγήverbo intransitivo (επίσημο) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Si nos descubren, debemos huir. |
φεύγω
(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Los ladrones huyeron apurados cuando el dueño regresó. |
δραπετεύω, διαφεύγω
(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) El ladrón se fugó con el dinero. |
βγαίνω
(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Logramos salir del edificio justo antes de que estallara en llamas. Βγήκαμε τη στιγμή που το κτίριο θα έπαιρνε φωτιά. |
αυτομολώ
(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) El espía desertó al Oeste. Ο κατάσκοπος αυτομόλησε στη Δύση. |
το σκάω, το βάζω στα πόδια(καθομιλουμένη) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Cuando sonó la alarma vi salir corriendo al intruso. Είδα τον εισβολέα να το σκάει, αμέσως μόλις άκουσε τον συναγερμό. |
εξαφανίζομαι
(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Los malhechores se dieron a la fuga cuando sonó la sirena. |
φεύγω αθόρυβα
|
φεύγω αθόρυβα
|
φεύγω παίρνοντας μαζί μου
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) La sirvienta se robó la platería. Η οικονόμος το έσκασε με τα ασημικά. |
αποφεύγω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Nunca ha sido de esos que evitan el trabajo arduo. Ως άνθρωπος, ποτέ του δεν έχει αποφύγει τη σκληρή δουλειά. |
αποφεύγω να κάνω κτ
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Karen es insegura, tiende a evitar conocer gente nueva. |
φεύγω από τον τόπο(πχ του ατυχήματος) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Tras atropellarla, el hombre huyó del lugar del accidente. |
αποφεύγω κπ/κτ όπως ο διάολος το λιβάνιlocución verbal (καθομιλουμένη) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
απομακρύνω το βλέμμα, κοιτάω αλλούlocución verbal (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) No huyas la mirada al desengaño. ⓘEsta oración no es una traducción de la original. Το μικρό αγόρι ήξερε ότι είχε μπλέξει και όταν το κοίταξε ο δάσκαλος απομάκρυνε το βλέμμα του (or: κοίταξε αλλού). Ήταν ταινία τρόμου και έπρεπε να κοιτάω αλλού την περισσότερη ώρα! |
φεύγω/απομακρύνομαι γρήγοραlocución verbal (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
βγαίνω
(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Los niños no pudieron escapar del edificio porque estaba en llamas. Τα παιδιά δεν μπορούσαν να βγουν απ' το κτίριο γιατί είχε πάρει φωτιά. |
δραπετεύω
(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Cada año, millones de personas huyen de la hambruna y la persecución. ⓘEsta oración no es una traducción de la original. Όταν είδε τους αστυνομικούς, το έσκασε. |
δεν εμφανίζομαι στη δική, αφού απελευθερώθηκα με εγγύηση
(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.) |
τρέπομαι σε φυγή
(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Los criminales intentaron huir de la policía en un auto robado. |
δραπετεύωlocución verbal (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Los ciervos huyeron en desbandada cuando escucharon el ruido de mis pasos pisando los arbustos. |
δραπετεύω, ξεφεύγω, διαφεύγω(από κπ/κτ) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) El prisionero escapó de sus captores. Ο κρατούμενος δραπέτευσε (or:ξέφυγε) από τους δεσμοφύλακές του. |
φεύγω από το σπίτι
(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) A veces, los niños se escapan de casa cuando se enfadan con sus padres. ⓘEsta oración no es una traducción de la original. Κάποιες φορές τα παιδιά φεύγουν από το σπίτι όταν θυμώνουν με τους γονείς τους. |
απομακρύνομαι από κτ/κπ
El caballo se mantuvo alejado del elefante. Το άλογο απομακρύνθηκε από τον ελέφαντα. |
ξεφεύγω
(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Los criminales lograron correr de la policía. |
ξεφεύγω(μεταφορικά: από κπ/κτ) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Sale a trabajar con el auto para zafarse de su suegra. Βγαίνει έξω να μαστορέψει το αυτοκίνητο για να ξεφύγει από την πεθερά του. |
την κάνω(αργκό) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Cuando apareció la policía me tomé las de Villadiego antes que empezaran a hacer preguntas. |
το σκάω με κπ(καθομιλουμένη) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Aparentemente la Sra. Johnson se escapó con su jardinero. Η κ. Τζόνσον, από ότι φαίνεται, το έσκασε με τον κηπουρό της. |
ξεφεύγω από κτ/κπ
Los refugiados cruzaron la frontera para huir de la guerra. Οι πρόσφυγες πέρασαν τα σύνορα για να ξεφύγουν από τον πόλεμο. |
οπισθοχώρηση
(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Aquella huida en desbandada fue una vergüenza para nuestro Ejército. |
Ας μάθουμε ισπανικά
Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του huye στο ισπανικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο ισπανικά.
Σχετικές λέξεις του huye
Ενημερωμένες λέξεις του ισπανικά
Γνωρίζετε για το ισπανικά
Τα ισπανικά (español), επίσης γνωστή ως Castilla, είναι μια γλώσσα της ιβηρορομανικής ομάδας των ρομανικών γλωσσών και η 4η πιο κοινή γλώσσα στον κόσμο σύμφωνα με ορισμένες πηγές, ενώ άλλες την αναφέρουν ως 2η ή 3η πιο κοινή γλώσσα. Είναι η μητρική γλώσσα περίπου 352 εκατομμυρίων ανθρώπων και ομιλείται από 417 εκατομμύρια άτομα όταν προσθέτουμε τους ομιλητές της ως γλώσσα. δευτερεύουσα (εκτιμάται το 1999). Τα ισπανικά και τα πορτογαλικά έχουν πολύ παρόμοια γραμματική και λεξιλόγιο· Ο αριθμός παρόμοιου λεξιλογίου αυτών των δύο γλωσσών είναι έως και 89%. Τα ισπανικά είναι η κύρια γλώσσα 20 χωρών σε όλο τον κόσμο. Υπολογίζεται ότι ο συνολικός αριθμός των ομιλητών της Ισπανικής είναι μεταξύ 470 και 500 εκατομμύρια, καθιστώντας τα δεύτερη πιο ευρέως ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο ως προς τον αριθμό των φυσικών ομιλητών.