Τι σημαίνει το guarding στο Αγγλικά;
Ποια είναι η σημασία της λέξης guarding στο Αγγλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του guarding στο Αγγλικά.
Η λέξη guarding στο Αγγλικά σημαίνει φύλακας, φρουρός, σκοπός, φρουρός, φυλάω, φυλάγω, γκαρντ, ασφάλεια, λαμβάνω τα μέτρα μου, προστατεύομαι από κτ, προφυλάσσομαι από κτ, ένοπλος φρουρός, ναυαγοσώστης, ναυαγοσώστρια, πιάνω κπ απροετοίμαστο, σχάρα, ακτοφυλακή, ναυαγοσώστης, ναυαγοσώστρια, σκάφος της ακτοφυλακής, σημαιοφόρος, σχολικός τροχονόμος, σκύλος φύλακας, σκοπιά, μασελάκι, προστατευτικό κουζίνας, εθελοντικός στρατός, φυλάω σκοπιά, ναυαγοσώστης, ναυαγοσώστρια, ρίχνω τις άμυνές μου, χαλαρώνω τις άμυνές μου, προστατευτική μασέλα, εθνοφρουρά, εθνοφυλακή, περιλαίμιο, εξ απίνης, απροετοίμαστος, ανέτοιμος, παλιά φουρνιά, παλιά φουρνιά, σε ετοιμότητα, ανακτορική φρουρά, πόιντ γκαρντ, δεσμοφύλακας, θέτω κπ σε επιφυλακή, Βασιλική Φρουρά, φρουρός, φύλακας, επικαλαμίδα, φρουρώ, περιφρουρώ, ασφάλεια όπλου, Βασιλικός Φρουρός. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.
Σημασία της λέξης guarding
φύλακας, φρουρόςnoun (person) (ουσιαστικό αρσενικό/θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού ή θηλυκού γένους, π.χ. ο/η μηχανικός, ο/η δικηγόρος κλπ.) The guard patrolled around the building. Ο φρουρός έκανε περιπολία γύρω από το κτίριο. |
σκοπός, φρουρόςnoun (US (military) (ουσιαστικό αρσενικό/θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού ή θηλυκού γένους, π.χ. ο/η μηχανικός, ο/η δικηγόρος κλπ.) The guard was called in to help deal with the situation. Ο φρουρός εκλήθη να βοηθήσει με το θέμα. |
φυλάω, φυλάγωtransitive verb (protect) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) The dog guarded the backyard. Ο σκύλος φυλούσε την πίσω αυλή. |
γκαρντnoun (basketball) (μπάσκετ) (ουσιαστικό αρσενικό/θηλυκό άκλιτο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού ή θηλυκού γένους και δεν κλίνεται, π.χ. ρόκερ, ντιτζέι κλπ. Συχνά είναι ξενικής προέλευσης.) Rick was a guard on his high school basketball team. |
ασφάλειαnoun ([sth] that protects) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Cody was lucky that he kept his hands behind the guard on the chainsaw when it slipped off of the branch. |
λαμβάνω τα μέτρα μου(be cautious) (εναντίον κάποιου) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) The travel agent had warned Beth to guard against pickpockets when she traveled abroad. Ο ταξιδιωτικός πράκτορας προειδοποίησε την Μπεθ να προσέχει τους πορτοφολάδες όταν ταξιδεύει στο εξωτερικό. |
προστατεύομαι από κτ, προφυλάσσομαι από κτphrasal verb, transitive, inseparable (prevent) Wear a sunhat to guard against sunburn. |
ένοπλος φρουρόςnoun (guard: has a weapon) (ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) |
ναυαγοσώστης, ναυαγοσώστριαnoun (US (lifeguard at beach) (ουσιαστικό αρσενικό, ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού και θηλυκού γένους. Αναφέρονται αμφότερα καθώς ο ξενόγλωσσος όρος αναφέρεται και στα δύο γένη.) |
πιάνω κπ απροετοίμαστοverbal expression (take [sb] by surprise) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) The offer of early retirement caught me off guard; I hadn't guessed it was coming. |
σχάραnoun (US (grate: keeps livestock out) (εμπόδιο για βοοειδή) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) The cattle guard keeps the cows from getting loose, but I hate driving over it. |
ακτοφυλακήnoun (US (branch of US military) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) This country's coast guard provides various maritime services. Η ακτοφυλακή της χώρας παρέχει διάφορες ναυτιλιακές υπηρεσίες. |
ναυαγοσώστης, ναυαγοσώστριαnoun (UK (member of search-and-rescue organization) (ουσιαστικό αρσενικό, ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού και θηλυκού γένους. Αναφέρονται αμφότερα καθώς ο ξενόγλωσσος όρος αναφέρεται και στα δύο γένη.) |
σκάφος της ακτοφυλακήςnoun (US (rescue ship) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) We're sending out all our Coast Guard cutters to look for that ship in distress. |
σημαιοφόρος(flag bearer) (ουσιαστικό αρσενικό/θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού ή θηλυκού γένους, π.χ. ο/η μηχανικός, ο/η δικηγόρος κλπ.) |
σχολικός τροχονόμοςnoun (for crossing a road) The crossing guard at this intersection is very friendly; he kids around with the children and chats with the adult pedestrians. |
σκύλος φύλακαςnoun (watch dog) (φράση ως ουσιαστικό αρσενικό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους, π.χ. φακός επαφής, καθηγητής φυσικής αγωγήςκλπ.) German shepherds make excellent guard dogs. Οι γερμανικοί ποιμενικοί γίνονται άριστοι φύλακες. |
σκοπιά(military) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) |
μασελάκιnoun (protector worn in the mouth) (για προστασία) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) |
προστατευτικό κουζίναςnoun (UK (cooker: safety grille) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
εθελοντικός στρατόςnoun (volunteer army) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) During the war, the Home Guard was composed mainly of men who weren't eligible for conscription. |
φυλάω σκοπιά(watch, look out) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
ναυαγοσώστης, ναυαγοσώστριαnoun (swimming attendant) (ουσιαστικό αρσενικό, ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού και θηλυκού γένους. Αναφέρονται αμφότερα καθώς ο ξενόγλωσσος όρος αναφέρεται και στα δύο γένη.) They closed the pool because no lifeguard was available. Έκλεισαν την πισίνα γιατί δεν υπήρχε διαθέσιμος ναυαγοσώστης. |
ρίχνω τις άμυνές μου, χαλαρώνω τις άμυνές μουtransitive verb (figurative (relax: guard, defences) (μεταφορικά) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) He lowered his guard once he realized it was a friend. Έριξε (or: Χαλάρωσε) τις άμυνές του όταν κατάλαβε ότι ήταν φίλος. |
προστατευτική μασέλαnoun (protective shield for teeth) She put her mouth guard in before playing rugby. |
εθνοφρουρά, εθνοφυλακήnoun (reserve military forces) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) |
περιλαίμιοnoun (sports: padded protector) (για προστασία) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) All ice hockey players should wear a neck guard to protect themselves. |
εξ απίνηςadverb (when unprepared) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) I was taken completely off guard when the police arrived with a search warrant. Πιάστηκα εντελώς εξ απίνης όταν η αστυνομία κατέφθασε με ένα ένταλμα. |
απροετοίμαστος, ανέτοιμοςadjective (unprepared) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) The thief took advantage of a moment when the shopkeeper was off guard. |
παλιά φουρνιάnoun (long-time members of a group) (μεταφορικά) |
παλιά φουρνιάnoun (people who resist change) (μεταφορικά) |
σε ετοιμότηταadverb (prepared, at the ready) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) You need to be on guard for viral attacks against your computer. |
ανακτορική φρουράnoun (soldier: protects royal residence) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Dressed in red with white trim, the palace guard stood at the gate. Ντυμένη στα κόκκινα με λευκό σιρίτι η ανακτορική φρουρά στεκόταν στην πύλη. |
πόιντ γκαρντnoun (basketball position) (φράση ως ουσιαστικό αρσενικό/θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού ή θηλυκού γένους, π.χ. πολιτικός μηχανικός, Διευθύνων Σύμβουλος κλπ.) |
δεσμοφύλακαςnoun ([sb] who keeps order in prison) (ουσιαστικό αρσενικό/θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού ή θηλυκού γένους, π.χ. ο/η μηχανικός, ο/η δικηγόρος κλπ.) |
θέτω κπ σε επιφυλακήverbal expression (make wary) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) The way she looks at me puts me on my guard. |
Βασιλική Φρουράnoun (military bodyguards to the monarchy) (φρουρά, σωματοφύλακες) (φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.) |
φρουρός, φύλακαςnoun (person: protects building) (ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) The security guard patrolled the shopping centre looking for rowdy schoolchildren. Ο φύλακας (or: φρουρός) έκανε περιπολία στο εμπορικό κέντρο ψάχνοντας για άτακτους μαθητές. |
επικαλαμίδαnoun (often plural (protective leg pads) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) |
φρουρώ, περιφρουρώ(keep watch) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
ασφάλεια όπλουnoun (safety feature on a gun) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) |
Βασιλικός Φρουρόςnoun (UK (Beefeater: royal guard) The yeomen are the bodyguards of the British monarch. |
Ας μάθουμε Αγγλικά
Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του guarding στο Αγγλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Αγγλικά.
Σχετικές λέξεις του guarding
Ενημερωμένες λέξεις του Αγγλικά
Γνωρίζετε για το Αγγλικά
Τα αγγλικά προέρχονται από γερμανικές φυλές που μετανάστευσαν στην Αγγλία και έχουν εξελιχθεί σε μια περίοδο άνω των 1.400 ετών. Τα αγγλικά είναι η τρίτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, μετά τα κινέζικα και τα ισπανικά. Είναι η πιο μαθημένη δεύτερη γλώσσα και η επίσημη γλώσσα σχεδόν 60 κυρίαρχων χωρών. Αυτή η γλώσσα έχει μεγαλύτερο αριθμό ομιλητών ως δεύτερη και ξένη γλώσσα από τους μητρικούς ομιλητές. Τα αγγλικά είναι επίσης η επίσημη γλώσσα των Ηνωμένων Εθνών, της Ευρωπαϊκής Ένωσης και πολλών άλλων διεθνών και περιφερειακούς οργανισμούς. Σήμερα, οι αγγλόφωνοι σε όλο τον κόσμο μπορούν να επικοινωνούν με σχετική ευκολία.