Τι σημαίνει το collapsing στο Αγγλικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης collapsing στο Αγγλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του collapsing στο Αγγλικά.

Η λέξη collapsing στο Αγγλικά σημαίνει καταρρέω, κατάρρευση, πτώση, πτώση, κατάρρευση, κατάρρευση, σωριάζομαι, διπλώνομαι, καταρρέω, καταρρέω, καταρρέω, αποσυναρμολογώ, κλείνω κτ διπλώνοντας, υποτίμηση. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης collapsing

καταρρέω

intransitive verb (thing: fall) (για πράγμα)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
The building collapsed after the fire.
Το κτίριο κατέρρευσε μετά την πυρκαγιά.

κατάρρευση, πτώση

noun (falling down) (υλικού πράγματος)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
The collapse of the wall damaged a car.
Η κατάρρευση του κτιρίου προκάλεσε ζημιές σε ένα αυτοκίνητο.

πτώση

noun ([sb]: falling down)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Passers-by rushed to help after her collapse on a busy shopping street.
Περαστικοί έσπευσαν να τη βοηθήσουν μετά την πτώση της σε μια πολυσύχναστη εμπορική οδό.

κατάρρευση

noun (figurative (economy: decline) (μεταφορικά: οικονομία)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Economists predicted a collapse of the stock market.
Οι οικονομολόγοι προέβλεψαν κατάρρευση του χρηματιστηρίου.

κατάρρευση

noun ([sb]: mental breakdown) (μεταφορικά)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Doctors attribute his collapse to the immense stress he has been under.
Οι γιατροί αποδίδουν την κατάρρευσή του στο τεράστιο άγχος που είχε περάσει.

σωριάζομαι

intransitive verb ([sb]: fall)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
She collapsed onto the floor.
Σωριάστηκε στο πάτωμα.

διπλώνομαι

intransitive verb (fold into small size)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
That chair can collapse to fit in this bag.

καταρρέω

intransitive verb (suffer a mental breakdown) (μεταφορικά)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
He had been working too hard and, finally, he just collapsed.
Δούλευε υπερβολικά σκληρά και στο τέλος απλά κατέρρευσε.

καταρρέω

intransitive verb (physiology: deflate, implode)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
The vein collapsed and gangrene developed.
Η φλέβα κατέρρευσε και αναπτύχθηκε γάγγραινα.

καταρρέω

intransitive verb (figurative (stop working) (μεταφορικά)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
The government collapsed after the conflict.

αποσυναρμολογώ

phrasal verb, transitive, separable (dismantle or disassemble)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

κλείνω κτ διπλώνοντας

phrasal verb, transitive, separable (cause to fold together)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

υποτίμηση

noun (decrease in market value) (χρηματοοικονομικά)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
The collapse in stock prices means I will have to postpone my retirement.

Ας μάθουμε Αγγλικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του collapsing στο Αγγλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Αγγλικά.

Γνωρίζετε για το Αγγλικά

Τα αγγλικά προέρχονται από γερμανικές φυλές που μετανάστευσαν στην Αγγλία και έχουν εξελιχθεί σε μια περίοδο άνω των 1.400 ετών. Τα αγγλικά είναι η τρίτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, μετά τα κινέζικα και τα ισπανικά. Είναι η πιο μαθημένη δεύτερη γλώσσα και η επίσημη γλώσσα σχεδόν 60 κυρίαρχων χωρών. Αυτή η γλώσσα έχει μεγαλύτερο αριθμό ομιλητών ως δεύτερη και ξένη γλώσσα από τους μητρικούς ομιλητές. Τα αγγλικά είναι επίσης η επίσημη γλώσσα των Ηνωμένων Εθνών, της Ευρωπαϊκής Ένωσης και πολλών άλλων διεθνών και περιφερειακούς οργανισμούς. Σήμερα, οι αγγλόφωνοι σε όλο τον κόσμο μπορούν να επικοινωνούν με σχετική ευκολία.